Αποτελεί μια άγνωστη πτυχή του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στις δύο Γερμανίες: Μεταξύ 1963 και μέχρι λίγο πριν την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, το 1989, η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας αντάλλασσε ανεπιθύμητους αντιφρονούντες έναντι… αδράς αμοιβής, προκειμένου να γεμίσει τα άδεια από χρήματα ταμεία της.

Όπως αναφέρει σε άρθρο του το BBC, η κυβέρνηση της χώρας πουλούσε τους πολιτικούς της κρατουμένους στη Δύση, σε μια πρακτική που ονομαζόταν haeftlingsfreikauf. Σε αντάλλαγμα, ελάμβανε χρηματικά ποσά για το κάθε «κεφάλι» που έστελνε στην αντίπερα όχθη.

Μεταξύ 1963-1989 στάλθηκαν στη Δύση 33.755 πολιτικοί κρατούμενοι και περίπου 250.000 συγγενείς τους, αποφέροντας στη κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας έσοδα της τάξεως των 3.5 δισ. γερμανικών μάρκων» λέει ο γερμανός ιστορικός Αντρέας Απελτ.

Από το 1963 μέχρι το 1983 ανταλλάσσονταν περίπου 1.000-1.500 πολιτικοί κρατούμενοι ετησίως, ενώ η πρακτική αυτή έφτασε στο απόγειο της τη διετία 1984-85, οπότε και ανταλλάχθηκαν περίπου 5.000 ανατολικογερμανοί αντιφρονούντες.

«Αμφότερες οι πλευρές είχαν έννομο συμφέρον από την πρακτική αυτή: η μεν Λαοκρατική Δημοκρατία γιατί χρειαζόταν επειγόντως δυτικό χρήμα, αλλά κι η Δυτική Γερμανία που ήθελε να περισώσει όσο το δυνατόν περισσότερους πολιτικούς κρατουμένους μπορούσε από τις απάνθρωπες συνθήκες εγκλεισμού τους στην ανατολική πλευρά» συμπληρώνει ο Απελτ, προσθέτοντας πως ανάμεσα στα ανταλλάγματα για τον κάθε κρατούμενο δεν προβλέπονταν μόνο χρήματα, αλλά και αγαθά, όπως καφές, πετρέλαιο και μέταλλα, όπως χαλκός.

Το haeftlingsfreikauf έμεινε κρυφό τόσα χρόνια επειδή καμία από τις δυο πλευρές δεν ήθελε να μαθευτεί κάτι τέτοιο, καθώς η μεν Ανατολική Δημοκρατία θα φαινόταν αδύναμη, ενώ η Δυτική Γερμανία θα έμοιαζε σαν να… σιγοντάρει και να υποστηρίζει το κομμουνιστικό καθεστώς του Ερικ Χόνεκερ. Για το λόγο αυτό ακριβώς οι ανταλλαγές δεν γίνονταν υπό το φως του ήλιου και μέρα μεσημέρι, αλλά ελάμβαναν χώρα σε μυστικές σήραγγες του υπόγειου σιδηροδρόμου U-Bahn.

Ένας από τους χιλιάδες πολιτικούς κρατούμενους που ανταλλάχθηκαν στα 25 αυτά χρόνια ήταν και ο Καρλ Χάιντς Πριτς με την οικογένεια του. Ο ανατολικογερμανός δημοσιογράφος αποπειράθηκε το καλοκαίρι του 1961 να διαφύγει στη Δύση, αλλά συνελήφθη. Πέρασε σχεδόν οκτώ χρόνια στη φυλακή, μέχρι που η κυβέρνηση της χώρας του αποφάσισε να τον πουλήσει στη Δυτική Γερμανία. Η ανταλλαγή τελικά έγινε το 1969. Πρώτα πέρασε τα σύνορα ο Πριτς και σύντομα τον ακολούθησε η σύζυγος του και η, τότε 13χρονη, κόρη τους Ντανιέλα.

«Ο πατέρας μου βρήκε σπίτι στο Δυτικό Βερολίνο και μας ειδοποίησε να πάμε κι εμείς. Νομίζω πως η τιμή πώλησης και των τριών μας ήταν 100.000 γερμανικά μάρκα. Δεν μας άφησαν να πάρουμε τίποτα άλλο πέραν από τα ρούχα μας. Έτσι, αφήσαμε πίσω όλα τα βιβλία του πατέρα μου» θυμάται σήμερα η Ντανιέλα που παντρεύτηκε και πλέον έχει αλλάξει το επώνυμο της σε Βάλτερ.

«Την ώρα που φεύγαμε για το Δυτικό Βερολίνο, ήρθε να με αποχαιρετήσει η παιδική μου φίλη, η Γκούντρουν. Μου υποσχέθηκε να έρθει να με βρει όταν γίνουμε και οι δυο μας 60 χρονών, γατί τότε υπήρχε ένας νόμος που σε άφηνε να βγεις εκτός Ανατολικής Γερμανίας μόνο όταν γινόσουν εξήντα» συμπληρώνει η 58χρονη σήμερα Γερμανίδα.

Ακόμη και στο Δυτικό Βερολίνο πάντως η ζωή δεν αποδείχθηκε ειδυλλιακή για την οικογένεια Πριτς. Οι γονείς της χώρισαν μετά από λίγα χρόνια, ενώ η ίδια η Ντανιέλα φρόντισε κι αυτή να φύγει από τη Γερμανία. Εγκαταστάθηκε για σπουδές στην Βρετανία, όπου και ζει μέχρι σήμερα, εργαζόμενη ως δασκάλα.