Όταν περισσότεροι από 350 πρόσφυγες πνίγηκαν στα ανοιχτά της Ιταλίας πέρσι τον Οκτώβριο, ξεσηκώθηκε διεθνής κατακραυγή και δόθηκε η υπόσχεση ότι εφεξής η προστασία των ανθρώπινων ζωών θα είχε προτεραιότητα. Ένα χρόνο μετά, η τύχη των επιζώντων _ τους οποίους συνάντησε το «Spiegel» _ δείχνει πόσο σαθρό είναι το σύστημα υποδοχής προσφύγων στην Ευρώπη.
Στις 3 Οκτωβρίου 2013, ιταλοί ψαράδες από τη Λαμπεντούζα έσωσαν 155 άτομα από τη θάλασσα. Άλλοι 366 πνίγηκαν μόλις 800 μέτρα από την Ευρώπη, οι περισσότεροι από την Ερυθραία. Ήταν το μεγαλύτερο δυστύχημα του είδους… τουλάχιστον μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου φέτος όταν 500 πρόσφυγες έχασαν την ζωή τους σε ναυάγιο στ’ ανοιχτά της Μάλτας. Αλλά αυτό που συνέβη στη Λαμπεντούζα, τονίζει το γερμανικό περιοδικό, δεν ήταν απλώς ένα δυστύχημα: ήταν το αποτέλεσμα του αντιφατικού τρόπου που προσεγγίζει η Ευρώπη τη μετανάστευση.
Μετά τη Λαμπεντούζα, η ιταλική κυβέρνηση εγκαινίασε την επιχείρηση Mare Nostrum που δίνει έμφαση στη διάσωση των προσφύγων στη θάλασσα. Περισσότεροι από 100.000 διασώθηκαν φέτος αλλά πνίγηκαν 2.500 και πλέον. Η Mare Nostrum όμως βαίνει προς το τέλος της γιατί στοιχίζει 9 εκατ. ευρώ τον χρόνο και η ιταλική κυβέρνηση δεν μπορεί πλέον να πληρώνει. Αυτό θα οδηγήσει σε ακόμη περισσότερους πνιγμούς.
Κανείς δεν γνωρίζει τι να κάνει με όσους καταφθάνουν καθημερινά. Η ΕΕ είναι ανήμπορη καθώς εμμένει στους Κανονισμούς του Δουβλίνου που προστάζουν ότι ένας πρόσφυγας πρέπει να αιτηθεί άσυλο στην πρώτη χώρα άφιξής του στην ΕΕ. Η πραγματικότητα όμως έχει ακυρώσει προ πολλού την πολιτική αυτή.
Μόνο ένας στην Ιταλία
Σήμερα οι 155 επιζώντες του ναυαγίου στη Λαμπεντούζα είναι διασκορπισμένοι σε όλη την Ευρώπη. Μόνο ένας, ο Ταντέσε Φισάχ, παρέμεινε στην Ιταλία.
Ζει σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο στα περίχωρα της Ρώμης στο οποίο έχουν κάνει κατάληψη πρόσφυγες εδώ και οκτώ χρόνια. Κανείς τους δεν επιθυμεί να παραμείνει στην Ιταλία, παρ’ ότι η χώρα ενέκρινε το 64% των αιτήσεων ασύλου πέρσι, ποσοστό υπερδιπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Τα ιταλικά στρατόπεδα προσφύγων είναι υπερπλήρη, αναγκάζοντας πολλούς να ζουν στον δρόμο. Ελάχιστοι εργάζονται νόμιμα ή έχουν περίθαλψη, γι’ αυτό η πλειοψηφία επιθυμεί να αναχωρήσει για τη βόρεια Ευρώπη.
Η Ιταλία τους βοηθά να πετύχουν αυτό τον στόχο: περισσότεροι από το ένα τέταρτο των προσφύγων δεν καταγράφονται από τις ιταλικές αρχές, γεγονός που τους επιτρέπει να κάνουν αίτηση για άσυλο όπου επιθυμούν _ ή όπου συλληφθούν.
Το τριετές ταξίδι του Φισάχ ξεκίνησε στην Ερυθραία όπου εργαζόταν ως φωτογράφος. Ο αδερφός του, Μενγκστέαμπ, ήθελε να γίνει δάσκαλος. Αλλά το καθεστώς τους κατηγόρησε ότι υποστήριζαν την αντιπολίτευση γι’ αυτό τα δυο αδέρφια εγκατέλειψαν την Ερυθραία για το Σουδάν και από εκεί, τη Λιβύη. Ο Φισάχ έχασε τον αδερφό του όταν βούλιαξε το πλοιάριο τους στη Λαμπεντούζα.
Μετά τη διάσωσή του, πέρασε 10 μέρες σε νοσοκομείο στη Σικελία. Στη συνέχεια αστυνομικοί πήραν τα δακτυλικά του αποτυπώματα και τον άφησαν. «Μου φέρθηκαν σαν εγκληματία», λέει. Αφού έζησε στους δρόμους του Παλέρμο επί μια εβδομάδα, πήγε στη Ρώμη στις αρχές Νοεμβρίου.
Τον Δεκέμβριο, ο Φισάχ πήρε ένα τρένο για Στοκχόλμη όπου κατέθεσε αίτηση ασύλου αλλά απορρίφθηκε επειδή η Ιταλία είχε δώσει τα δακτυλικά του αποτυπώματα στη βάση δεδομένων Eurodac. Όσοι επιθυμούν να πάνε στη βόρεια Ευρώπη είτε καίνε τις άκρες των δαχτύλων τους είτε περιμένουν δυο χρόνια για να διαγραφούν τα στοιχεία τους από τη βάση. Τον Μάρτιο, ο Φισάχ επέστρεψε στο εγκαταλελειμμένο κτίριο της Ρώμης. Μια φορά τη μέρα, παίρνει το λεωφορείο για το κέντρο για να προμηθευτεί ένα πακέτο με τρόφιμα από την Caritas.
Άλλοι επιζώντες της Λαμπεντούζα, όπως ο Τσεγκάζι Χαντίς, επίσης από την Ερυθραία, έχουν κάνει αίτηση για άσυλο στη Γερμανία. Ο Χαντίς περιμένει την απάντηση η οποία θα είναι αρνητική καθώς οι αρχές αναμένεται να τον στείλουν πίσω στην Ιταλία.
Οι «τυχεροί»
Ο Μπερχάνε Γιομπόγιο, που χρειάστηκε τρία χρόνια και 37.700 ευρώ για να φθάσει από την Ερυθραία στην ΕΕ, ζει σε ένα χωριό βόρεια του αρκτικού κύκλου στη Σουηδία. Περιμένει να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας και να αποκτήσει τα ίδια δικαιώματα με τους Σουηδούς, εκτός από την ψήφο στις εθνικές εκλογές. Τη «γλίτωσε» γιατί, αν και 23 ετών, μοιάζει ανήλικος και λόγω αυτού, οι ιταλικές αρχές δεν πήραν τα δακτυλικά του αποτυπώματα.
Τελικά ο Ταντέσε Φισάχ βρήκε τον αδερφό του _ στη Γερμανία. Ο Μενγκστέαμπ έχει κάνει αίτηση για άσυλο στην Έσση. Αναμένεται να την λάβει καθώς είναι από τους «τυχερούς»: μετά το ναυάγιο, τον έστειλαν στο κέντρο υποδοχής της Λαμπεντούζα όπου δεν λήφθηκαν τα αποτυπώματα σχεδόν κανενός από τους επιζώντες (ενώ ο Ταντέσε εισήχθη στο νοσοκομείο).
Τα δυο αδέρφια εντόπισαν το ένα το άλλο μέσω Facebook. Άργησαν όμως επειδή δεν τους πήγε το μυαλό να αλληλοαναζητηθούν στο μέσο αυτό κοινωνικής δικτύωσης. Δεν είχαν ακούσει ποτέ για το Facebook στην Ερυθραία.