Οι νάνοι στους κήπους είναι πολύ της μόδας αυτή την εποχή στα Λόχφιλντ Γκάρντενς του Ίστερχαουζ, στην ανατολική Γλασκώβη. Τα σπίτια είναι όλα ίδια: ένας όροφος, ένας μικροσκοπικός κήπος μπροστά, άλλος ένας πίσω. Η ατμόσφαιρα είναι ήρεμη, μικρές γλάστρες στολίζουν τις εισόδους. Ένα κορίτσι μιλά στους γονείς του στα πολωνικά. Δύο νέοι με τατουάζ στο ξυρισμένο τους κρανίο καλαμπουρίζουν με τη βαριά σκωτσέζικη προφορά τους.

Δύο δρόμους πιο κάτω, γράφει η απεσταλμένη της Liberation, η εικόνα αλλάζει ριζικά. Οι δρόμοι είναι πλημμυρισμένοι από σκουπίδια. Το δημοτικό σχολείο περιβάλλεται από συρματοπλέγματα. Η Μέρι ΜακΚέιμπ, ερευνήτρια στον χώρο της εκπαίδευσης που έχει βγει πια στη σύνταξη, δεν σταματά να μοιράζει φυλλάδια υπέρ του «ναι» στην ανεξαρτησία. «Μπορεί κανείς να διαβάσει τις απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις που τον απασχολούν», λέει.

Η ΜακΚέιμπ είναι επικεφαλής μιας ομάδας είκοσι εθελοντών, που χτυπούν ανά δύο τις πόρτες των σπιτιών. Κι όσο πλησιάζει η ημέρα του δημοψηφίσματος, τόσο πιο αισιόδοξη δείχνει.

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η μάχη θα είναι σκληρή. Και το αποτέλεσμα θα κριθεί σε υποβαθμισμένες συνοικίες όπως το Ίστερχαουζ, όπου πολλοί κάτοικοι δεν έχουν ψηφίσει ποτέ στη ζωή τους. «Αυτή τη φορά, όμως, δεκάδες άνθρωποι έχουν γραφτεί στους εκλογικούς καταλόγους», λέει η ΜακΚέιμπ.

Η συνοικία αυτή κτίστηκε τη δεκαετία του ’50, όταν οι αρχές ήθελαν να προσφέρουν στους κατοίκους της Γλασκώβης που ζούσαν σε άθλιες υγειονομικές συνθήκες σπίτια με τουαλέτα. Δέκα χρόνια αργότερα, ο πληθυσμός του ‘Ιστερχαουζ είχε φτάσει τους 57.000 κατοίκους. Σήμερα, ζουν εδώ λιγότεροι από 26.000 άνθρωποι.

Την εποχή εκείνη, οι αρχές είχαν παραλείψει πολλά βασικά πράγματα: δημόσιες μεταφορές, σχολεία, εμπορικά κέντρα, αθλητικές εγκαταστάσεις, όλα εκείνα δηλαδή που αποτελούν συστατικά στοιχεία μιας κοινότητας. Η πολύ γρήγορη αποβιομηχάνιση της περιοχής κατά τη δεκαετία του ’80 ολοκλήρωσε την καταστροφή. Ανεργία, ναρκωτικά, εγκληματικότητα, πόλεμοι συμμοριών: στο τέλος της δεκαετίας, η περιοχή είχε μετατραπεί σε γκέτο.

Εδώ και δέκα χρόνια, τα πράγματα έχουν αρχίσει να βελτιώνονται. Έγιναν κάποια έργα υποδομής, ξεκίνησε μια εκστρατεία κατά της εγκληματικότητας, δεν φοβάσαι πια να κυκλοφορήσεις τη νύχτα. Όμως το προσδόκιμο ζωής παραμένει κάτω από τον εθνικό μέσο όρο.

Η 56χρονη Τζάνετ Τόμσον ζούσε τα τελευταία 18 χρόνια στην Αγγλία. Αλλά πριν έξι μήνες επέστρεψε στην πόλη όπου γεννήθηκε. «Για να μπορέσω να ψηφίσω στο δημοψήφισμα», λέει με υπερηφάνεια. Υπέρ της ανεξαρτησίας, φυσικά.

Το ίδιο έκανε και ο 34χρονος Ντόντι Λοντέλε, που κατάγεται από το Κονγκό. Ύστερα από 15 χρόνια στο Λονδίνο, εγκαταστάθηκε το 2009 στη Γλασκώβη. Και θα ψηφίσει «ναι», βέβαιος πως, αν η Σκωτία αποκτήσει την ανεξαρτησία της, η κατάσταση θα γίνει καλύτερη. Ο Αντριου ΜακΓκραν είναι 22 ετών, άνεργος, και θα ψηφίσει κι αυτός «ναι».

«Άλλαξα γνώμη πρόσφατα», λέει. «Στο σημείο όπου βρισκόμαστε, δεν βλέπω γιατί δεν θα πάμε καλύτερα αν αποκτήσουμε την ανεξαρτησία μας».

Η Μέρι ΜακΚέιμπ έχει επισκεφθεί δέκα σπίτια κι ακόμη να βρει κάποιον που θα ψηφίσει «όχι». Στην επόμενη πόρτα βλέπει ένα όνομα που μοιάζει πολωνικό. Χτυπά, αλλά δεν απαντά κανείς. Βγάζει τότε από τον σάκο της ένα φυλλάδιο στα πολωνικά με ένα τεράστιο «Tak» (Ναι). «Οι άνθρωποι αυτοί έχουν γραφτεί στους εκλογικούς καταλόγους, αλλά πρέπει και να πάνε να ψηφίσουν», λέει στη Γαλλίδα δημοσιογράφο.

Όλες οι έρευνες δείχνουν ότι τα υποβαθμισμένα στρώματα θα ψηφίσουν μαζικά «ναι». Οι άνθρωποι αυτοί χαρακτηρίζονται όμως και από μια απροθυμία να μετακινηθούν. Η ΜακΚέιμπ υπενθυμίζει έτσι κάθε φορά πού βρίσκεται το κοντινότερο εκλογικό τμήμα. Και μ’εκείνους που θα λείπουν εκείνη την ημέρα τι γίνεται; Ένας απ’αυτούς είναι ο Κόλιν Μπράουν, που την Πέμπτη θα λείπει από τη Σκωτία για δουλειά. Αντί γι’αυτόν θα ψηφίσει λοιπόν η γυναίκα του. Δεν χρειάζεται παρά μια εξουσιοδότηση, η ομάδα της ΜακΚέιμπ λύνει το πρόβλημα στη στιγμή. Περιττό να λεχθεί, βέβαια, ότι ο Μπράουν και η γυναίκα του θα ψηφίσουν «ναι».