Η Αν Εϊιπλμπάουμ (Anne Applebaum) θεωρείται από τους καλύτερους γνώστες της ρωσικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Πρώην δημοσιογράφος του Economist, βραβευμένη με Πούλιτζερ το 2004 για το βιβλίο της «Γκουλάγκ» και σήμερα αρθρογράφος της «Washington Post», η Εϊπλμπάουμ δεν θα μπορούσε παρά να παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στην Ουκρανία. Μιλώντας στο «Βήμα» πριν από λίγες ημέρες, από το Λονδίνο όπου βρίσκεται, η Εϊπλμπάουμ σημειώνει ότι «πλέον, μετά την τραγωδία με το μαλαισιανό αεροσκάφος, φοβάμαι ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν θα επιταχύνει αυτό που ήδη πράττει στην Ουκρανία. Ίσως στείλει και περισσότερα όπλα εκεί από όσα μέχρι σήμερα ξέρουμε».
Η αρθρογράφος της «Washington Post» εκτιμά ότι η κρίση στην Ουκρανία ξεκίνησε από μία λανθασμένη πεποίθηση του ρώσου προέδρου. «Πίστευε ότι η Ουκρανία δεν είναι χώρα, αλλά κομμάτι της Ρωσίας» μας εξηγεί, «καθώς και ότι ο,τιδήποτε που είχε να κάνει με ανεξαρτησία στην Ουκρανία αποτελούσε δημιούργημα της CIA». Όπως προσθέτει πάντως, η εισβολή και η προσάρτηση της Κριμαίας ήταν έκπληξη λόγω της χρονικής στιγμής στην οποία έγινε, όχι ως πράξη αυτή καθεαυτή. «Ξέρω πολλούς στην Ουάσιγκτον που είχαν γνώση ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε κάποια στιγμή» τονίζει.
Όπως η προσάρτηση της Κριμαίας ήταν από χρονικής άποψης έκπληξη για τους Δυτικούς, έτσι ήταν έκπληξη και για τον Πούτιν η αντίδραση του Κιέβου στην αποσταθεροποίηση που προσπάθησε να επιβάλλει στην ανατολική Ουκρανία. Η Μόσχα υποχρεώθηκε λοιπόν να στείλει άνδρες των μυστικών υπηρεσιών εκεί και ουσιαστικά αυτή τη στιγμή διεξάγεται ένας «μυστικός πόλεμος» (σσ. χρησιμοποιεί τον όρο «covert war»).
Κατά την Εϊπλμπάουμ, «ο μεγαλύτερος φόβος του Πούτιν είναι ότι μία «δυτική» Ουκρανία διότι αυτό θα αποτελέσει πρόκληση για τον ίδιο εντός Ρωσίας». Και η αλήθεια είναι ότι η νέα πολιτική ελίτ της Ουκρανίας είναι διαφορετική σε σχέση με εκείνη που το 2004 πρωταγωνίστησε στην «πορτοκαλί επανάσταση» του 2004 με τους Βίκτορ Γιούσενκο και Γιούλια Τιμοσένκο. «Πρόκειται για ανθρώπους με καλύτερη μόρφωση, που δεν προέρχονται από τη σοβιετική περίοδο, που αισθάνονται περισσότερο πατριώτες. Το ερώτημα είναι: μπορούν να κάνουν αυτό που πρέπει; Και τι θα κάνει η Ρωσία για να το αποτρέψει;».
Πως κρίνει την αδυναμία της Δύσης να εμφανίσει ένα ενιαίο μέτωπο απέναντι στη Μόσχα; «Η τραγωδία με το μαλαισιανό αεροσκάφος φαίνεται ότι θα μπορούσε να αλλάξει αυτή την κατάσταση» εκτιμά. «Η Ρωσία δεν είναι τόσο σημαντική ως οικονομία για τη Δυτική Ευρώπη, αν και η επιρροή της είναι ισχυρότατη σε συγκεκριμένες ευρωπαϊκές χώρες. Το πρόβλημα», καταλήγει, «είναι ότι η φύση των οικονομικών σχέσεων με τη Μόσχα αφορά σε τομείς στρατηγικής σημασίας και σε επιχειρηματίες που έχουν στενές σχέσεις με τις πολιτικές ηγεσίες. Παράλληλα, οι Ρώσοι δεν διστάζουν να δώσουν ακόμη και χρήματα σε πολιτικά κόμματα. Αν το δείτε πιο προσεκτικά, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης είναι πιο εξαρτημένες από το φυσικό αέριο, αλλά ακολουθούν διαφορετική πολιτική σε σχέση με τις δυτικοευρωπαϊκές».
Είναι ίσως για αυτόν τον λόγο που η Εϊπλμπάουμ πιστεύει πως η ΕΕ έχει να παίξει πιο σημαντικό ρόλο στην Ουκρανία από ότι το ΝΑΤΟ. Η ΕΕ θα πρέπει κατά την άποψή της να βρει ένα σχήμα με το οποίο να φέρει εγγύτερα προς αυτή χώρες όπως η Ουκρανία αλλά και η Μολδαβία, «αν και δεν νομίζω ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί σύντομα».