Η μπάλα λατρεύεται σαν θεά στη Βραζιλία. Εκατομμύρια πιστοί ζουν και αναπνέουν για το ποδόσφαιρο σε μια χώρα όπου ανέκαθεν η πλειονότητα των κατοίκων, παρότι στερείτο βασικά αγαθά, ξεχνούσε τα πάντα για χάρη της στρογγυλής πλανεύτρας. Αναμφίβολα, το ποδόσφαιρο υπήρξε επί δεκαετίες το όπιο του λαού για τους Βραζιλιάνους, σε μια παράφραση της περίφημης ρήσης του Καρλ Μαρξ, καθώς χρησιμοποιήθηκε από τις εκάστοτε Αρχές (δημοκρατικές και μη) για να αποπροσανατολίσει τους πολίτες από τα πραγματικά προβλήματα που ταλανίζουν μια χώρα βασανισμένη και ταλαιπωρημένη στο πέρασμα των χρόνων. Και όμως έφτασε η ώρα που οι… ναρκωμένοι από τη μαγεία της μπάλας Βραζιλιάνοι ξύπνησαν από τον λήθαργο και έσπασαν τα δεσμά απαιτώντας καλύτερες συνθήκες ζωής.
Ποιος θα το φανταζόταν ότι οι πολίτες μιας χώρας, οι οποίοι αυτοκτονούσαν όταν η πολυαγαπημένη τους Σελεσάο έχανε το Μουντιάλ μέσα στο σπίτι της το 1950 από την Ουρουγουάη, 64 χρόνια αργότερα θα εξέφραζαν τόσο μαζικά την αντίθεσή τους στη διεξαγωγή ενός Παγκόσμιου Κυπέλλου στη Βραζιλία. Ακούγεται υπερβολικό, αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινό όπως καταδεικνύουν οι καθημερινές και μαζικές κινητοποιήσεις στις μεγαλουπόλεις. Μέχρι το προπονητικό κέντρο τής άλλοτε ιερής Σελεσάο στο Ρίο ντε Ζανέιρο έφτασαν οι «αγανακτισμένοι», οι οποίοι αποδοκίμασαν (!) την αποστολή της ομάδας, ενώ το σύνθημα «ένας εκπαιδευτικός αξίζει περισσότερα από τον Νεϊμάρ» δονούσε την ατμόσφαιρα στη βραζιλιάνικη μεγαλούπολη κατά τις απεργιακές κινητοποιήσεις των δασκάλων. «Ο κόσμος δεν τρώει πια αμάσητη τη θεωρία ότι η εθνική ομάδα είναι η κληρονομιά της Βραζιλίας, η επιβεβαίωση της ταυτότητάς μας, η ευγένεια και η εγκαρδιότητα» σχολιάζει ο αρθρογράφος της εφημερίδας «O Globo» Αρνάλντο Μπλοχ.
Οι Βραζιλιάνοι επαναστάτησαν, έστω και αν χρειάστηκε να πολεμήσουν το… futebol, αυτό που αγαπούν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, διότι δεν μπορούν να ανεχθούν ότι η κυβέρνηση σπαταλά για τη διεξαγωγή ενός αθλητικού τουρνουά περισσότερα από 10 δισ. ευρώ, χρήματα που θα μπορούσαν να δοθούν σε κοινωνικές παροχές.
Αντιθέτως, βλέπουν ότι η καθημερινότητά τους γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη σε όλους τους τομείς καθώς στερούνται στοιχειώδη αγαθά, ενώ η διαφθορά βασιλεύει στον δημόσιο τομέα. Οι χαμηλοί μισθοί σε συνδυασμό με την υπερφορολόγηση και τις μηδαμινές φοροελαφρύνσεις εκτοξεύουν το κόστος διαβίωσης στα ύψη. Ιδίως για 55 εκατ. Βραζιλιάνους (περίπου το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού της χώρας) η κατάσταση είναι δυσβάσταχτη αν αναλογιστεί κανείς ότι ζουν με μόλις ένα δολάριο την ημέρα, ενώ προβληματικές είναι οι συνθήκες και στην παιδεία όπου σχεδόν 18 εκατ. άνθρωποι (13% του πληθυσμού) είναι αναλφάβητοι και το 27% στις ηλικίες 15-64 ετών γνωρίζει μόνο τα βασικά στην ανάγνωση και τη γραφή.
Επίσης, στην υγεία υπάρχουν βασικές ελλείψεις καθώς το 65% των νοσοκομείων είναι υπερπλήρη και δεν διαθέτουν γιατρούς και ιατρικό εξοπλισμό, ενώ τεράστιο είναι και το πρόβλημα της εγκληματικότητας καθώς η Βραζιλία παραμένει μεταξύ των χωρών με τα μεγαλύτερα ποσοστά σε φόνους. Παρ’ όλα αυτά, περίπου 1 δισ. ευρώ δαπανάται για την ασφάλεια του Μουντιάλ και όχι για τους πολίτες, για τους οποίους –στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές –η βασική αιτία θανάτου στις ηλικίες 15-24 είναι ο φόνος!
Μέχρι και πριν από μερικές εβδομάδες οι επιτελείς της κυβέρνησης της προέδρου Ντίλμα Ρούσεφ αλλά και στελέχη της FIFA διαβεβαίωναν ότι οι κινητοποιήσεις επρόκειτο να σταματήσουν με τη σέντρα του Μουντιάλ. Προφανώς, είτε διότι υποβάθμιζαν την ένταση της οργής του κόσμου είτε διότι θεωρούσαν βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα οι Βραζιλιάνοι θα (ξανα)μαγευτούν από τη στρογγυλή θεά και θα αφοσιωθούν στη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική γιορτή του πλανήτη. Γελάστηκαν όμως. Ημέρα με την ημέρα οι διαδηλώσεις αυξάνονταν και γίνονταν ολοένα πιο μαζικές και δυναμικές, γεγονός που ώθησε την κυβέρνηση να δώσει εντολή στις αστυνομικές Αρχές για πιο δραστικά μέτρα, βίαιη καταστολή και συλλήψεις. Με επίκεντρο των κινητοποιήσεων το φλεγόμενο Σάο Πάολο και αποκορύφωμα τη μεγάλη απεργία διαρκείας των εργαζομένων στο μετρό, οι οποίοι ζητούν αυξήσεις μισθών άνω του 12%, οι αντιδράσεις κορυφώθηκαν την τελευταία εβδομάδα πριν από την έναρξη του Μουντιάλ σε ολόκληρη της χώρας και κυρίως στις περιοχές που αποτελούν venue (τόποι διεξαγωγής αγώνων).
Η Βραζιλία δεν είναι πια η ίδια αναπτυσσόμενη χώρα που ήταν προ επταετίας, όταν της ανατέθηκε από τη FIFA (δεν υπήρξε άλλος διεκδικητής) η διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Τότε οι Βραζιλιάνοι, την περίοδο της «έκρηξης του Λούλα» (Lula boom), ξεχύθηκαν στους δρόμους κατά εκατομμύρια απ’ άκρη σε άκρη της χώρας για να πανηγυρίσουν την επιστροφή του Coppa do Mundo μετά το εφιαλτικό 1950, κάνοντας όνειρα για την κατάκτηση του έκτου βαρύτιμου τροπαίου.
Πλέον οι ρυθμοί ανάπτυξης έχουν μειωθεί όπως και οι εξαγωγές, ενώ τα εισοδήματα μειώνονται με δραματικούς ρυθμούς. Η οικονομία της χώρας βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά, γεγονός που απειλεί με κατάρρευση αυτό που προ ετών ονομάστηκε «θαύμα της Βραζιλίας».
Οι Βραζιλιάνοι βλέπουν με δυσπιστία κάθε κυβερνητική προσπάθεια που γίνεται, ενώ μόλις το 34% των κατοίκων θεωρεί ότι εν τέλει το Παγκόσμιο Κύπελλο θα βοηθήσει την οικονομία της χώρας. Αντιθέτως, περίπου το 40% πιστεύει ότι η διοργάνωση θα βυθίσει ακόμη περισσότερο την οικονομία.
Η εθνική ενότητα, η Ρούσεφ και ο «αριστερός» Ρονάλντο
Εν μέσω της μεγάλης κοινωνικής έκρηξης που έχει προκαλέσει η τέλεση του Μουντιάλ στη Βραζιλία, η πρόεδρος της χώρας Ντίλμα Ρούσεφ αναγκάστηκε να απευθύνει τηλεοπτικό διάγγελμα προκειμένου να υπεραμυνθεί του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Η πρόεδρος προσπάθησε να πείσει τους Βραζιλιάνους για τα οφέλη της διοργάνωσης (μίλησε για χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας και σημαντικά έργα σε υποδομές και συγκοινωνίες) καλώντας τους συμπατριώτες της να συσπειρωθούν γύρω από την ποδοσφαιρική ομάδα.

«Η Σελεσάο εκπροσωπεί το έθνος μας και στέκεται πάνω από κυβερνήσεις, κόμματα και συμφέροντα»
είπε η Ρούσεφ, η οποία συμπλήρωσε ότι «οι Βραζιλιάνοι αγαπούν και εμπιστεύονται την εθνική ομάδα, όπως αγαπούν το ποδόσφαιρο και το Παγκόσμιο Κύπελλο, γι’ αυτό και θα υποδεχθούν τους ξένους επισκέπτες με ανοιχτή την αγκαλιά όπως ο Χριστός Λυτρωτής στο Ρίο».
Η πρόεδρος, η οποία βρίσκεται σε δύσκολη θέση εν όψει των προεδρικών εκλογών του ερχόμενου Οκτωβρίου καθώς βλέπει τα ποσοστά δημοφιλίας της να μειώνονται αισθητά (παραμένει πάντως το φαβορί για να επανεκλεγεί), κάνει ό,τι μπορεί για να αντιστρέψει το κλίμα. Μάλιστα προ εβδομάδων, κατά τη διάρκεια δείπνου που παρέθεσε σε βραζιλιάνους αθλητικούς συντάκτες και ανταποκριτές του ξένου Τύπου, θέλοντας να στείλει μήνυμα ενότητας, αναφέρθηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, περίοδο κατά την οποία και η ίδια είχε φυλακιστεί και βασανιστεί από το στρατιωτικό καθεστώς ως μέλος αριστερής οργάνωσης που έδινε ένοπλο αγώνα κατά της δικτατορίας (πρόκειται για μια περίοδο της ζωής της στην οποία σπανιότατα αναφέρεται δημοσίως, όπως αναφέρουν τα βραζιλιάνικα ΜΜΕ). Η Ρούσεφ σχολίασε ωστόσο ότι, παρά την αντίθεσή της με το τότε καθεστώς, υποστήριξε εγκάρδια την εθνική ομάδα που έφτασε τελικά ως την κατάκτηση του τροπαίου.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι δηλώσεις του θρυλικού επιθετικού της Σελεσάο Τοστάο, μέλους της χρυσής ομάδας του ’70. «Εκείνη την εποχή ήμουν κάθετα αντίθετος στη δικτατορία. Ανησυχούσαμε πώς θα χρησιμοποιούσε το καθεστώς μια ενδεχόμενη νίκη της ομάδας. Ενιωθα όμως ότι είχα και μια υποχρέωση απέναντι στην Εθνική και στον βραζιλιάνικο λαό» δήλωσε ο Τοστάο, ο οποίος, όπως και άλλοι παλαίμαχοι βραζιλιάνοι ποδοσφαιριστές, προεξάρχοντος του σπουδαίου Πελέ, κάλεσε τον κόσμο να μη δημιουργήσει προβλήματα στη διοργάνωση και να δώσει το «παρών» μαζικά στα γήπεδα.
Μολονότι πάντως ο 15λεπτος λόγος της Ρούσεφ υπήρξε καθηλωτικός (φημίζεται άλλωστε για την ευγλωττία της) και με προσεγμένη τηλεοπτική σκηνοθεσία, αφού καθετί που ήθελε να τονίσει εμφανιζόταν στην οθόνη με μεγάλα γράμματα, η διάδοχος του χαρισματικού και λαοφιλούς προέδρου Λούλα δεν έπεισε τους αγανακτισμένους βραζιλιάνους πολίτες, οι οποίοι την επομένη κιόλας ξαναβγήκαν στους δρόμους διεκδικώντας ένα καλύτερο αύριο.

«Η πρόεδρος χρησιμοποιεί ωραία λόγια αλλά η κατάσταση που επικρατεί στη Βραζιλία δεν ωραιοποιείται με λέξεις. Ο κόσμος είναι εξοργισμένος γιατί υπάρχουν φτώχεια, ανεργία, διαφθορά και δεν παρέχονται βασικές καλύψεις στους τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης»
δηλώνει ο Γκιγέρμε Βιέρα, εργαζόμενος στο μετρό και μέλος των Αγανακτισμένων του Σάο Πάολο, οι οποίοι βρήκαν έναν απρόσμενο συμπαραστάτη στο πρόσωπο του βραζιλιάνου σουπερστάρ Ρονάλντο.

«Το κίνημα των διαμαρτυριών έχει όλη τη συμπαράστασή μου γιατί οι Βραζιλιάνοι έχουν κουραστεί πια με την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα. Ο κόσμος δεν είναι ενάντια στο Παγκόσμιο Κύπελλο, είναι όμως ενάντια στη διαφθορά, στον άδικο καταμερισμό του πλούτου, στις διακρίσεις, στη διαχείριση της δημόσιας υγείας και της δημόσιας εκπαίδευσης»
σχολίασε δίχως υπεκφυγές και διάθεση για δημόσιες σχέσεις το «Φαινόμενο», που μάλιστα αποτελεί μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Γιορτή και γκρίνιες

Εξαντλημένα εισιτήρια, ρεκόρ εθελοντών
Παρά την αντίδραση μερίδας των Βραζιλιάνων για τη διοργάνωση του Μουντιάλ, υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος: εκατομμύρια Βραζιλιάνοι ανυπομονούν για την τέλεση του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Στο Αρακαζού, όπου βρίσκεται η βάση της Ελλάδας, στήθηκε μια μεγάλη γιορτή από τους ντόπιους, οι οποίοι νιώθουν υπερήφανοι που μια εθνική ομάδα επέλεξε τον τόπο τους, ενώ εξίσου ενθουσιασμένοι είναι εκατομμύρια άνθρωποι κυρίως στις επαρχίες όλης της χώρας αλλά και στις μεγαλουπόλεις, έστω και αν μαστίζονται από φτώχεια. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα, «τα σημάδια δείχνουν ότι ο κόσμος θέλει το Μουντιάλ στη Βραζιλία» σχολίασε ο γενικός γραμματέας της FIFA Τζερόμ Βάλτσκε, ο οποίος συμπλήρωσε ότι «ήδη έχουν εξαντληθεί τα εισιτήρια όλων των αγώνων, ενώ σημειώθηκε ρεκόρ και στον αριθμό των εθελοντών που εργάζονται στη διοργάνωση».

Είναι προφανές ότι η Βραζιλία είναι διχασμένη. Ακόμη και οι ίδιοι άνθρωποι που πολεμούν σφόδρα το Μουντιάλ αισθάνονται άβολα να μην υποστηρίζουν τη Σελεσάο. Σύμφωνα με τον ιστορικό Αντόνιο Ρισέριο, ο οποίος μελετά τον ρόλο του ποδοσφαίρου στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας της Βραζιλίας, «αυτή είναι η πιο περίεργη ατμόσφαιρα που έχει ζήσει ποτέ η χώρα πριν από ένα Παγκόσμιο Κύπελλο καθώς ο φόβος και η απάθεια απειλούν τον συνήθη ενθουσιασμό».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ