Οταν ενσκήπτουν αναπάντεχες κρίσεις, οι άνθρωποι τείνουν να πιστεύουν πως τίποτε πλέον δεν θα είναι το ίδιο: στο ίδιο συμπέρασμα συγκλίνουν και τώρα πολλοί Ευρωπαίοι μετά την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία. Εχουν όμως δίκιο;
Παρ’ όλο που οι ευρωπαίοι ηγέτες σχεδόν ομόφωνα καταδίκασαν τις ενέργειες της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι απόψεις και οι εκτιμήσεις διίστανται σχετικά με το κατά πόσο η Ρωσία αποτελεί όντως απειλή. Η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής πιστεύουν πως έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν λόγω της συμπεριφοράς του Κρεμλίνου, ενώ η Τσεχία, η Σλοβακία, η Ουγγαρία και η Βουλγαρία παραμένουν επιφυλακτικές όσον αφορά το αν πρέπει να λάβουν μια στάση σύγκρουσης απέναντι στην κυβέρνηση του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν –μια στάση που ουσιαστικά υιοθετούν χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, που δεν εξαρτώνται ενεργειακά από τη Ρωσία.
Οι απόψεις αυτές μπορούν να εξηγηθούν από το ιστορικό παρελθόν και τις διαφορετικές στρατηγικές κάθε χώρας: η Πολωνία και η Ρωσία στο παρελθόν έχουν εισβάλει η μία στο έδαφος της άλλης. Η Εσθονία και η Λετονία υπήρξαν τέως Σοβιετικές δημοκρατίες, έχουν μεγάλες ρωσόφωνες μειονότητες και η δικαιολογία του Πούτιν για την Κριμαία –δηλαδή, η ανάγκη υπεράσπισης των ομοεθνών του –μιλάει απευθείας στις πιο μύχιες ανησυχίες των κρατών αυτών.
Τέσσερις παίκτες για τον Πούτιν

Φυσικά, Τσέχοι, Σλοβάκοι και Ούγγροι –όλοι τους πρώην σοβιετικοί «δορυφόροι» –έχουν πικρές μνήμες από τη Ρωσία. Η απάντησή τους στις δύσκολες αυτές ιστορικές περιστάσεις ήταν να κρατήσουν χαμηλούς τόνους και να αποφύγουν να πάρουν θέση σε μεγάλα διεθνή θέματα. Σε έναν βαθμό, η στάση όλων αυτών των κρατών αντικατοπτρίζει και τη σύγχρονη αντίληψη της ευρωπαϊκής πολιτικής καθ’ ότι η στάση της Ευρώπης απέναντι στη Ρωσία θα αποφασιστεί κυρίως από τέσσερις μεγάλες δυνάμεις: τη Γερμανία, τη μεγαλύτερη βιομηχανική και ενεργειακή συνέταιρο της Ρωσίας. Το Ηνωμένο Βασίλειο, τον «τραπεζίτη» του Πούτιν. Τη Γαλλία, τον στρατιωτικό συνεργάτη της Ρωσίας. Και την Πολωνία, τον «χορηγό» της Ουκρανίας.
Από τους τέσσερις αυτούς «παίκτες» η πιο επιδραστική όλων είναι η Γερμανία. Αν η Ρωσία αποφάσιζε να κόψει τους δεσμούς της με τη Γερμανία, τότε θα έκοβε και κάθε δεσμό με την υπόλοιπη Δύση, επισπεύδοντας τη δική της πτώση.
Η στάση της Βρετανίας είναι περισσότερο αμφιλεγόμενη: ενώ η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον αντιτάχθηκε σθεναρά στη ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία, το λονδρέζικο Σίτι επιθυμεί με κάθε τρόπο να συνεχίσει να έχει ως πελάτες του τους οικονομικά εύρωστους ρώσους ολιγάρχες. Αν όμως η κατάσταση στην Ουκρανία κλιμακωθεί περαιτέρω, τότε ο Κάμερον, που μέχρι στιγμής χειρίστηκε το θέμα με αδυναμία και διστακτικότητα, θα αναγκαστεί να ανεβάσει τους τόνους.
Η στάση της Γαλλίας απέναντι στη Ρωσία επίσης άλλαξε τα τελευταία χρόνια: ιστορικά μιλώντας, το Παρίσι πάντα θεωρούσε τη Μόσχα ως έναν χρήσιμο εξισορροπιστικό παράγοντα απέναντι στο δέος των ΗΠΑ. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η Γαλλία βρέθηκε αντίθετη με τη Ρωσία –και στο πλευρό των Αμερικανών –σε πολλά ζητήματα, όπως αυτό της Λιβύης, της Συρίας και του Ιράν. Παρ’ όλο που η Γαλλία θα αποφύγει κάθε αχρείαστη αντιπαράθεση με τη Ρωσία στο ουκρανικό ζήτημα, η κρίση στην Κριμαία φανέρωσε τα ρήγματα στη γαλλορωσική συμμαχία.
Τέλος, ο ρόλος της Πολωνίας είναι κάπως διαφορετικός, καθώς είναι υπεύθυνη να προστατεύσει τα συμφέροντα της Ουκρανίας, την ίδια στιγμή που θα βοηθήσει στον μετριασμό των εθνικιστικών φωνών στη χώρα.


Οι δύο στρατηγικές προκλήσεις

Καθοδηγούμενη από τις τέσσερις αυτές χώρες, η Ευρώπη αντιμετωπίζει δυο στρατηγικές προκλήσεις: κατά πρώτον, μια προσπάθεια να μειωθεί η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία. Ο μόνος τρόπος είναι να υιοθετηθούν εναλλακτικές πήγες ενέργειας και να συγκροτηθεί μια ενιαία ενεργειακή αγορά.
Η δεύτερη πρόκληση αφορά την ασφάλεια: η Ευρώπη χρειάζεται ένα σαφές στρατηγικό δόγμα που θα επεκτείνεται πέρα από την Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφαλείας που εγκρίθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2003 από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις Βρυξέλλες, αμέσως μετά το ξέσπασμα του πολέμου στο Ιράκ. Ωστόσο, η πιο πιθανή στρατηγική συνέπεια της ουκρανικής κρίσης είναι η αναζωογόνηση των υπερατλαντικών δεσμών της ΕΕ με τις ΗΠΑ.
Το μόνο σίγουρο είναι πως μετά την κρίση στην Ουκρανία, η διεθνής τάξη πραγμάτων δεν θα είναι ξανά η ίδια. Μπορούν οι ευρωπαίοι ηγέτες να διασφαλίσουν πως όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα από την κρίση αυτή, η ασφάλεια της Ευρώπης θα βγει ενδυναμωμένη;

Ο κ. Zaki Laidi είναι καθηγητής και διευθυντής έρευνας στη Sciences Po (Σχολή Πολιτικών Επιστημών) του Παρισιού.

HeliosPlus