Πολλοί πιστεύουν πως ο σύγχρονος πολιτισμός και η πρόοδος της τεχνολογίας βελτίωσε τη ζωή των ανθρώπων. Δεν ισχύει το ίδιο για τους Βουσμάνους της Μποτσουάνα, τον αρχαιότερο λαό της Νότιας Αφρικής. Χιλιάδες μέλη αυτής της νομαδικής φυλής αναγκάστηκαν πριν μερικά χρόνια να εγκαταλείψουν τον παραδοσιακό τρόπο διαβίωσης στο μέσο της αφιλόξενης ερήμου Καλαχάρι και, εκδιωγμένα από την αστυνομία, να ζήσουν σε έναν σύγχρονο οικισμό δοκιμάζοντας τα «προνόμια» του δυτικού πολιτισμού.
Το Νιού Ξάντε, λίγο έξω από τη πόλη Γκάνζι στα δυτικά της Μποτσουάνα, είναι μια περιφραγμένη έκταση, όπου εντός της ζουν σήμερα περίπου 1.000 Βουσμάνοι. Ελάχιστοι, ωστόσο, εξ’ αυτών δηλώνουν πραγματικά ευτυχισμένοι με τον νέο τρόπο ζωής τους.
«Μου λείπει το σπίτι μου και το πώς ζούσαμε παλιά, τότε που η ζωή ήταν εύκολη, που μαζεύαμε φρούτα από τα δέντρα και δεν είχαμε μπαρ να βγαίνουμε το βράδυ», σημειώνει στο σχετικό ρεπορτάζ του BBC η 21χρονη Γκοϊοτσεόνε Λομπέλο, που μαζί με την μεγαλύτερη αδελφή της, Μποϊτουμέλο, διαμένουν στο Νιου Ξάντε.
«Επιπλέον, η νέα ζωή εδώ έχει και το τίμημα της: μολυνόμαστε με Έιτζ κι άλλες αρρώστιες που μέχρι πρότινος δεν γνωρίζαμε καν, υπάρχουν παρά πολλές εγκυμοσύνες ανήλικων κοριτσιών, ενώ πολλοί κάτοικοι επιλέγουν να πίνουν κάθε μέρα πολύ αλκοόλ», επισημαίνει με τη σειρά της η 25χρονη Μποϊτουμέλο. Και καταλήγει: «Τι ωραία που ήταν παλιά, τότε που σηκωνόμασταν μαζί με τις μανάδες μας και πηγαίναμε στην έρημο να μαζέψουμε μούρα, ξηρούς καρπούς και ρίζες, για να πάμε πίσω στο σπίτι μας και να μαγειρέψουμε».
Θυμούνται, ωστόσο, και την ημέρα, πριν ακριβώς 16 χρόνια, που οι Αρχές της Μποτσουάνα εισέβαλαν στα χωριά τους στην έρημο Καλαχάρι και προέβησαν σε μια επιχείρηση εκκαθάρισης της περιοχής από τους «ενοχλητικούς» νομάδες. «Ήρθε η αστυνομία, κατέστρεψαν τα σπίτια μας και τις καλύβες μας και μας πέταξαν, κυριολεκτικά, σε αυτόν τον οικισμό», λέει η 21χρονη γυναίκα που ήταν πέντε ετών όταν συνέβη αυτό, ενώ η αδελφή της ήταν εννιά.
Ανεργία και αλκοολισμός
Όπως σημειώνει το BBC, τα ποσοστά ανεργίας εντός της κοινότητας είναι πολύ υψηλά και το μόνο κατάστημα που φαίνεται να έχει… σταθερή πελατεία είναι η κάβα ποτών του Νιου Ξάντε. «Ακόμη και νωρίς το απόγευμα, θα δεις ανθρώπους να τρεκλίζουν στους χωματόδρομους του οικισμού, έχοντας καταναλώσει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής είναι τόσο προβληματικός για τους νέους κάτοικους, που πολλοί εξ’ αυτών έχουν επιλέξει να φτιάξουν καλύβες έξω από τα διαμερίσματα τους και να μένουν μέσα σε αυτές, προσπαθώντας να αναβιώσουν τον πρότερο τρόπο ζωής τους», τονίζει το άρθρο. «Αν αναγκάσεις κάποιον να ζήσει με έναν τρόπο που δεν γνωρίζει, τότε θα ενσκήψουν πολλές δυσκολίες κι εμπόδια. Η ζωή εδώ δεν βελτίωσε το επίπεδο διαβίωσης μας και πολλοί κάτοικοι επιλέγουν να βγουν στα γύρω δάση και να κυνηγήσουν μόνοι τους την τροφή τους, με αποτέλεσμα να συλλαμβάνονται από τις Αρχές», λέει ο αγρότης Τζουμάντα Γκαλεκεμπόνε, φτάνοντας στο συμπέρασμα πως «κανείς δεν μπορεί να επιβάλλει μια τόσο μεγάλη αλλαγή σε έναν άνθρωπο». «Μας συμπεριφέρονται σαν να είμαστε σκυλιά, το μόνο ζώο που δεν μπορεί να κυνηγήσει το φαγητό του και πρέπει να περιμένει από τον αφέντη του να το ταΐσει», καταλήγει ο αρχηγός των κατοίκων του οικισμού, Ρόι Σεσάνα.
Οι άνθρωποι των θάμνων
Η λέξη Βουσμάνος προέρχεται από την ολλανδική bosjesman («άνθρωπος των θάμνων», αγγλ. bush man), ενώ οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται «Σαν» και θεωρούν υποτιμητική την ονομασία «Βουσμάνος». Πρόσφατα, μια διεθνής ομάδα ερευνητών με επικεφαλής ειδικούς από το πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια ανέλυσε τις γενετικές παραλλαγές στο DΝΑ περισσότερων από 3.000 Αφρικανών και εκτίμησε ότι η φυλή των Σαν στη Νότια Αφρική «πιθανώς να είναι η αρχαιότερη στη Γη».
Αυτό σημαίνει ότι οι Σαν κατάγονται απευθείας από τον αρχικό πληθυσμό των προγόνων του ανθρώπινου γένους από τους οποίους προέκυψαν όλοι οι άλλοι αφρικανικοί πληθυσμοί και τελικώς εκείνοι που εγκατέλειψαν την αφρικανική ήπειρο για να εξαπλωθούν σε άλλα μέρη του κόσμου.
Σήμερα ζουν περίπου 55.000 Βουσμάνοι στη Μποτσουάνα κι άλλοι 35.000 στις γειτονικές χώρες Ναμίμπια, Αγκόλα και Νότια Αφρική.