Ανάμεσα σε δύσκολα μέτωπα προσπαθεί να πορευθεί ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, καθώς πλησιάζει η δύσκολη εκλογική χρονιά του 2014. Δύο κάλπες θα στηθούν στην Τουρκία το επόμενο έτος, μία για τοπικές εκλογές και άλλη μία για την εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας – για πρώτη φορά άμεσα από τον λαό και όχι από την Εθνοσυνέλευση. Ωστόσο, η φιλοδοξία του Ερντογάν να διεκδικήσει την προεδρία επισκιάζεται από μια σειρά παραγόντων. Κορυφαίος εξ αυτών είναι το Κουρδικό. Πρόκειται για ζήτημα με βαθιές περιφερειακές προεκτάσεις που μακροπρόθεσμα θα μπορούσαν – υπό προϋποθέσεις – να πλήξουν την ίδια την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας και τον διεθνή ρόλο που επιφυλάσσει η Αγκυρα για τον εαυτό της. Την ίδια στιγμή, στο εσωτερικό του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) αναφύονται υπόγειες συγκρούσεις, μικρής προς το παρόν κλίμακας, για την «επόμενη ημέρα». Αυτές επικεντρώνονται γύρω από τα άλλα δύο πρόσωπα της «τριανδρίας» που έφερε το ΑΚΡ στην εξουσία: τον σημερινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας Αμπντουλάχ Γκιουλ και τον Μπουλέντ Αρίντς, αντιπρόεδρο της κυβέρνησης. Και «άγνωστος Χ» εξακολουθεί να είναι ο ρόλος του κινήματος του Φετουλάχ Γκιουλέν, που ασκεί ευρεία επιρροή στους κόλπους του ΑΚΡ.

Η πρόσφατη επίσκεψη του Μασούντ Μπαρζανί στο Ντιγιάρμπακιρ, τη «μήτρα» των Κούρδων της Τουρκίας, προκάλεσε σεισμό στη γειτονική χώρα. Ο ηγέτης του ιρακινού Κουρδιστάν συναντήθηκε με τον Ερντογάν και συμφώνησαν σε μια σειρά ζητημάτων όπως η κοινή στάση εναντίον της «προσωρινής διοίκησης» που ανακοίνωσε το Κόμμα Δημοκρατικής Ενωσης (PYD) των Κούρδων της Συρίας, η οριστικοποίηση της μεταφοράς πετρελαίου από το Βόρειο Ιράκ μέσω Τουρκίας, το άνοιγμα δύο νέων συνοριακών πυλών και η συνέχιση της υποστήριξης του Μπαρζανί προς την επίλυση του Κουρδικού στην Τουρκία.

Ωστόσο, το «παιχνίδι» είναι πολύ ευρύτερο τόσο για τον Ερντογάν όσο και για τον Μπαρζανί. Εμπειροι διπλωματικοί παρατηρητές εκτιμούν ότι στο παρασκήνιο κρύβεται η διαμάχη του Μπαρζανί με τον έγκλειστο του Ιμραλί και ιστορικό ηγέτη του ΡΚΚ Αμπντουλάχ Οτσαλάν για την ηγεσία των Κούρδων, όχι μόνο στην Τουρκία, αλλά επίσης στο Ιράκ, στη Συρία και στο Ιράν, σε μια περίοδο που η εθνική τους αφύπνιση εγκυμονεί τεκτονικές αλλαγές ακόμη και στον χάρτη της Μέσης Ανατολής.
Ο Ερντογάν μοιάζει να έχει πιο πρακτικά προβλήματα να λύσει. Με την πολυδιαφημισμένη αναθεώρηση του Συντάγματος να έχει κολλήσει, έχει αποτύχει σε μία από τις βασικές δεσμεύσεις του. Αυτό συνέβη για δύο λόγους.

Πρώτον, όσον αφορά το πακέτο εκδημοκρατισμού τόσο για τους Κούρδους όσο και για τους υπόλοιπους μη τούρκους πολίτες της χώρας. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να προσφέρει στους Κούρδους λιγότερα από όσα εκείνοι ήθελαν ώστε να μη δυσαρεστήσει τα υπόλοιπα κόμματα αλλά και να μη φανεί ότι συναλλάσσεται μόνο με τους Κούρδους.

Δεύτερον, η επιθυμία του Ερντογάν να ενισχύσει υπερβολικά τις αρμοδιότητες της προεδρίας ώστε αυτός να είναι πανίσχυρος όταν μεταπηδήσει εκεί θορύβησε τα υπόλοιπα κόμματα.
Το μείζον πρόβλημα όμως ήταν ότι ο Ερντογάν δεν μπόρεσε να διασφαλίσει στους Κούρδους τις συνταγματικές αλλαγές που θα κατοχύρωναν τα δικαιώματά τους. Με το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) να κινείται σε ποσοστά 15% στις δημοσκοπήσεις, ο τούρκος πρωθυπουργός υπήρξε επιφυλακτικός. Ωστόσο, το Κόμμα Ειρήνης και Δημοκρατίας (BDP) των Κούρδων της Τουρκίας, που είχε φροντίσει να μείνει εκτός των διαδηλώσεων στο Πάρκο Γκεζί, δεν μπορούσε να καθήσει με σταυρωμένα τα χέρια, αναμένοντας μια κίνηση του Ερντογάν, ενώ εμφάνιζε απώλειες «εξ αριστερών». Αυτός ήταν και ο λόγος που η αποχώρηση των μαχητών του ΡΚΚ δεν προχώρησε όπως είχε συμφωνηθεί και μόλις το 20% εξ αυτών το έχει κάνει.
Η εξίσωση με τον Μπαρζανί


Σε αυτό το σημείο εισέρχεται στην εξίσωση ο Μπαρζανί. Μπορεί ο ηγέτης της Κουρδικής Περιφερειακής Κυβέρνησης (KRG) του Ιράκ να αποτελέσει αντίβαρο στον Οτσαλάν; «Οι καλές σχέσεις με τον Μπαρζανί φαίνεται ότι χαλαρώνουν την ένταση στο εσωτερικό και ενισχύουν την εικόνα του πρωθυπουργού έναντι των Κούρδων» υπογραμμίζει προς «Το Βήμα» ο Ιλτέρ Τουράν, καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Μπιλγκί της Κωνσταντινούπολης. «Ωστόσο, δεν θα πρέπει να ξεχνά ότι η εσωτερική ειρήνη θα πρέπει να επιτευχθεί με το ΡΚΚ» προειδοποιεί.
Ο Μπαρζανί, ισλαμιστής, έχει πιο πολλά κοινά σημεία με τον Ερντογάν από όσα ο «κοσμικός» Οτσαλάν. Την ίδια στιγμή, ο Ερντογάν θέλει μέσω του Μπαρζανί να δείξει στον ηγέτη του ΡΚΚ ότι δεν πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του ως αυτόκλητο ηγέτη των απανταχού Κούρδων. Με την τακτική αυτή κίνηση επιδιώκει να προσεταιριστεί μέρος των κούρδων ψηφοφόρων καθώς πλησιάζουν οι κάλπες. «Δεν είναι πάντως σαφές αν η Αγκυρα ακολουθεί μια τακτική «διαίρει και βασίλευε» στο θέμα των Κούρδων» τονίζει στο «Βήμα» ενημερωμένη διπλωματική πηγή.
Είναι όμως η «κουρδική σκακιέρα» στη Μέση Ανατολή που απασχολεί παράλληλα τον Ερντογάν. Οι κινήσεις των διαφόρων παικτών μπορούν να προκαλέσουν καραμπόλες με ανυπολόγιστες συνέπειες –πόσω μάλλον που ήδη βρίσκεται στα σκαριά ένα Παν-Κουρδικό Συνέδριο που σχεδιάζεται να διεξαχθεί στο Ερμπίλ του Βορείου Ιράκ.
Μόνο απαρατήρητο δεν μπορεί επίσης να περάσει το γεγονός ότι στα τέλη Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκε στην Ουάσιγκτον μεγάλο συνέδριο με τίτλο «Ο κουρδικός ρόλος στη Νέα Μέση Ανατολή» στο οποίο συμμετείχε μάλιστα ο συμπρόεδρος του BDP Σελαχατίν Ντεμιρτάς. Ασκησε μάλιστα έντονη κριτική στον Ερντογάν. Στο συνέδριο παρενέβη μέσω τηλεδιάσκεψης και ο επικεφαλής του συριακού PYD Σαλέχ Μουσλίμ.
Η συριακή σύρραξη


Η προσέγγιση Ερντογάν – Μπαρζανί σχετίζεται με το γεγονός ότι οι δύο άνδρες δεν βλέπουν με καλό μάτι την απόπειρα του PYD να επιδιώξει την αυτονομία των Κούρδων της Συρίας. Για τον Ερντογάν, το μείζον πρόβλημα είναι ότι το PYD διατηρεί στενές σχέσεις με το ΡΚΚ. Ο Μπαρζανί ανησυχεί διότι το PYD δεν αναγνωρίζει τον ρόλο του στον κουρδικό χώρο και λειτουργεί ανταγωνιστικά. Ο Μπαρζανί μάλιστα είχε αποπειραθεί κατά τη διάρκεια της συριακής σύρραξης να ασκήσει επιρροή ενώνοντας τις διάφορες κουρδικές οργανώσεις, αλλά δεν κατάφερε να περιορίσει το PYD.
Υπάρχει επίσης ο ενεργειακός παράγοντας. Η Αγκυρα έχει επενδύσει στην κατασκευή αγωγού που θα περνά από το έδαφός της και θα μεταφέρει πετρέλαιο από το ιρακινό Κουρδιστάν. Ο Μπαρζανί το επιθυμεί αυτό διότι έχει έλθει σε αντιπαράθεση με την κυβέρνηση του Νούρι αλ Μαλίκι στη Βαγδάτη και θέλει να δείξει ότι αυτός ασκεί κυριαρχία στο Αρμπίλ. Το πρόβλημα είναι μέχρι πού μπορούν να προχωρήσουν οι Ερντογάν και Μπαρζανί χωρίς να αποσταθεροποιήσουν τον Μαλίκι που διατηρεί τη στήριξη ΗΠΑ και Ιράν.
Το στοίχημα της προεδρίας


Σύμφωνα με ευρωπαϊκές διπλωματικές πηγές στην Τουρκία, αυτή τη στιγμή επικρατούν δύο σενάρια για την εσωτερική πολιτική σκηνή. Και στα δύο, το ΑΚΡ εμφανίζεται να διατηρεί την πρωτοκαθεδρία. Ωστόσο, το πρώτο προβλέπει ότι το κόμμα του Ερντογάν θα βγει ενισχυμένο σε τοπικές και προεδρικές εκλογές (με ποσοστά άνω του 50%). Αν αυτό συμβεί, πολλοί φοβούνται έναν νέο γύρο ισλαμοποίησης και περαιτέρω ενδυνάμωση του σημερινού πελατειακού συστήματος κατεστημένων συμφερόντων, φιλικών επιχειρηματιών κ.ά. Το δεύτερο σενάριο δείχνει ένα ελαφρώς αποδυναμωμένο ΑΚΡ (με ποσοστά της τάξης του 41% – 42%) με μια παράλληλη σχετική ενίσχυση των υπόλοιπων κομμάτων αλλά και αδυναμία του Ερντογάν να προβεί σε κινήσεις μείζονος πολιτικής σημασίας.
Ωστόσο, όλα όσα συμβαίνουν, με πλέον πρόσφατο παράδειγμα τη συνάντηση Ερντογάν – Μπαρζανί, «θολώνουν τη γραμμή ανάμεσα στο τι συνιστά εθνική πολιτική, κυβερνητική πολιτική ή κομματική πολιτική» σημειώνει προς «Το Βήμα» ο κ. Δ. Τριανταφύλλου, διευθυντής του Κέντρου Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών (CIES) στο Πανεπιστήμιο Καντίρ Χας της Κωνσταντινούπολης. «Ελαχιστοποιούν επίσης τις πιθανές προσδοκίες μιας ειλικρινούς δημοκρατικής αλλαγής. Αντ’ αυτού, κάποιος θα μπορούσε να ερμηνεύσει τις προσπάθειες του Ερντογάν για συμφιλίωση ως έναν τρόπο να μη χάσει σε υποστήριξη κατά τις δημοτικές εκλογές ώστε να τοποθετήσει τον εαυτό του σε κατάλληλη θέση εν όψει των προεδρικών εκλογών» προσθέτει.
Η εσωκομματική διαμάχη


Ισως το μεγαλύτερο ενδιαφέρον να εντοπίζεται στην εσωκομματική διαμάχη στο ίδιο το ΑΚΡ, καθώς μάλιστα ο Ερντογάν έχει αποφύγει να δηλώσει κατηγορηματικά αν θα διεκδικήσει ή όχι την προεδρία όταν γίνουν εκλογές (τον Μάιο ή τον Αύγουστο του 2014). Ηδη, από τα επεισόδια στο Πάρκο Γκεζί και έπειτα, είχαν διαφανεί ορισμένες ρωγμές, με τον πρόεδρο Γκιουλ να ακολουθεί πιο συναινετική γραμμή, αλλά και τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Αρίντς να χρησιμοποιεί πιο συναινετική γλώσσα.
Τις τελευταίες ημέρες εκφράστηκαν νέες διαφοροποιήσεις –κυρίως με το θέμα των κοιτώνων αρρένων και θηλέων στα πανεπιστήμια αλλά και με την πρόθεση του πρωθυπουργού να κλείσει τα ιδιωτικά φροντιστήρια που προετοιμάζουν μαθητές είτε για το λύκειο είτε για την είσοδο στα πανεπιστήμια. Και αν στο πρώτο η διαφορά απόψεων που εκφράστηκε μεταξύ Ερντογάν και Αρίντς ίσως να μην έχει εν τέλει και τόση σημασία (όπως και εκείνη για το θέμα της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τέμενος), το ζήτημα των ιδιωτικών φροντιστηρίων έχει προκαλέσει τεράστιες αντιδράσεις. Ο Ερντογάν εμφανίζεται ανυποχώρητος, προκαλώντας την αντίδραση και του Γκιουλέν, η οργάνωση του οποίου διαθέτει πολλά τέτοια φροντιστήρια και σημαντικά οικονομικά συμφέροντα.
Η αυταρχική συμπεριφορά


Τι σημαίνουν όλα αυτά; «Με όποιον κι αν μιλήσει κανείς στο κυβερνών κόμμα, θα του πει ιδιωτικώς ότι κάτι πρέπει να γίνει με την αυταρχική συμπεριφορά του πρωθυπουργού και ίσως ότι πρέπει να αλλάξει» παρατηρεί στο «Βήμα» ο κ. Τουράν. Ο κ. Τριανταφύλλου σημειώνει ότι «οι διαφορές μεταξύ Ερντογάν, από τη μία πλευρά, και Γκιουλ, Αρίντς, από την άλλη, υποδηλώνει ότι δεν αισθάνονται όλοι άνετα με την ενίσχυση της ισχύος του πρώτου. Οπως οι φιλελεύθεροι της Τουρκίας κατηγορούν τον πρωθυπουργό ότι απέτυχε να φροντίσει για το αίτημά τους για περισσότερο εκδημοκρατισμό, έτσι και οι συντηρητικοί Γκιουλ και Αρίντς αισθάνονται άβολα με τη μη συμφιλιωτική προσέγγισή του σε σειρά κοινωνικών αιτημάτων, συμπεριλαμβανομένου ενός modus operandi με τους γκιουλενιστές». Διπλωματικές πηγές που βλέπουν με ψυχραιμία την κατάσταση σημειώνουν πάντως ότι ο Ερντογάν διατηρεί το πάνω χέρι.

«Μηδενικά προβλήματα»
Από τους γείτονες ως την Ουάσιγκτον

Ο Ερντογάν και ο Αχμέτ Νταβούτογλου προσπαθούν επίσης να αποκαταστήσουν τη διεθνή εικόνα της Τουρκίας που με την ακτιβιστική εξωτερική πολιτική στη Μέση Ανατολή (ιδιαίτερα έναντι Συρίας, Αιγύπτου και Ισραήλ) ενόχλησε πολλούς. Κομβικό από αυτή την άποψη ήταν το ταξίδι του τούρκου υπουργού Εξωτερικών στην Ουάσιγκτον, όπου και συναντήθηκε με τον επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Τζον Κέρι, τον υπουργό Αμυνας Τσακ Χέιγκελ και τη σύμβουλο εθνικής ασφαλείας Σούζαν Ράις.Καταρχήν στη Συρία, η Αγκυρα εμφανίζεται, σύμφωνα με διπλωματικούς κύκλους, να έχει σταματήσει την υποστήριξη σε ακραίες ισλαμικές ομάδες που συνεργάζονταν με την Αλ Κάιντα και τη δημόσια ρητορική περί στρατιωτικής επέμβασης. Πλέον, τάσσεται υπέρ της διπλωματικής λύσης. Γίνεται επίσης προσπάθεια να βρεθεί διέξοδος στο θέμα του αντιπυραυλικού συστήματος που αρχικά η Αγκυρα ήθελε να παραγγείλει από την Κίνα. Πλέον εμφανίζεται ανοιχτή σε νέες προσφορές από αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες.
Επιπλέον, η Τουρκία μοιάζει να θέλει να επουλώσει τις πληγές με το Ιράκ, εξ ου και η επίσκεψη Νταβούτογλου στη Βαγδάτη στις αρχές Νοεμβρίου, αλλά και να εμφανιστεί εποικοδομητική στο ζήτημα του Ιράν. Κεντρικό ρόλο στη στρατηγική της Αγκυρας για τη δημιουργία ενός «σουνιτικού άξονα» στη Μέση Ανατολή διαδραμάτιζε η Αίγυπτος λόγω της ανόδου στην εξουσία των Αδελφών Μουσουλμάνων. Μετά την επικράτηση του στρατού όμως η κυβέρνηση Ερντογάν αναζητεί τρόπο αναδίπλωσης –πράγμα όχι εύκολο. Στο ίδιο πλαίσιο –και παρά τις σκληρές δημόσιες δηλώσεις –η Αγκυρα θα επιδιώξει να εμφανιστεί εποικοδομητική και σε θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος, όπως το Κυπριακό, αναγνωρίζοντας ότι ανάλογες είναι και οι επιθυμίες του αμερικανικού παράγοντα που μεταφέρθηκαν πάλι πρόσφατα, μέσω αρμόδιων διπλωματικών διαύλων, στην Αθήνα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ