Η δολοφονία του Τζον Κένεντι επέσπευσε τα ίσα δικαιώματα μεταξύ λευκών και μαύρων στις ΗΠΑ, υποστηρίζει σε άρθρο της στην «Guardian» η συγγραφέας Κάντας Αλεν.
Στη δεκαετία του ’60 η Αλεν, που είναι μαύρη, βίωνε τον ρατσισμό «από την σχετική ασφάλεια των προαστίων του Κονέκτικατ». Όμως «ως μικρή Νέγρα υπέφερα από χρόνιο άγχος λόγω των ξυλοδαρμών, των επιθέσεων με σκύλους, τις κραυγές «Νέγρε!» και τους καμένους σταυρούς _ όλο αυτό το αποτρόπαιο και βίαιο μίσος προς τους Νέγρους μόνο και μόνο επειδή θέλαμε να κάνουμε ό,τι και οι λευκοί» (ο όρος «Νέγρος» είχε τότε μόλις αντικαταστήσει τον όρο «έγχρωμος» που θεωρείται μέχρι σήμερα υποτιμητικός). Σ’ αυτό το σκηνικό συνέβη η δολοφονία του Κένεντι τον Νοέμβριο του 1963.
«Για πολλούς από τους λευκούς φίλους μου, ο άμεσος φόβος ήταν ότι πέθαινε η ελπίδα και η βεβαιότητα ενός λαμπρού μέλλοντος» αλλά «στο σπίτι μου, όπως στα περισσότερα αφροαμερικανικά σπίτια, ο φόβος ήταν πιο συγκεκριμένος: ο πρόεδρος δολοφονήθηκε από ένα ρατσιστή εξοργισμένο από την υποστήριξή του προς τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων όπως υποψιαζόμασταν όλοι; Και αν ναι, τι σήμαινε αυτό για το κίνημά μας;».
Το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα και η όλο βιαιότερη απάντηση πολλών Νοτίων κυριαρχούσαν στην πολιτική σκηνή το 1963, αμαυρώνοντας την εικόνα της Αμερικής στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
«Οι Κένεντι ανέβηκαν στην εξουσία θεωρώντας τους Νέγρους ελάχιστα παραπάνω από έναν εκμεταλλεύσιμο πόρο για τους Δημοκρατικούς και αυτό πάντα με το ένα μάτι στους «Ντιξικράτες» _ τους Δημοκρατικούς του Νότου που ήταν αντίθετοι προς κάθε κίνηση υπέρ της ισότητας λευκών και μαύρων» (σ.σ. Ντίξι αποκαλούνται οι νότιες πολιτείες των ΗΠΑ).
Στην προεκλογική εκστρατεία του 1960, ο Κένεντι συμβουλεύτηκε τον τραγουδιστή Χάρι Μπελαφόντε ο οποίος του σύστησε να προσεγγίσει τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Αν και ο μαύρος ακτιβιστής ήταν πολιτικά δραστήριος επί τουλάχιστον μια πενταετία, «ο Κένεντι δεν είχε ιδέα γιατί ο Κινγκ θα μπορούσε να αποδειχθεί σημαντικός».
Πέντε μήνες αργότερα, ο υποψήφιος πρόεδρος πραγματοποίησε (με τα χίλια ζόρια) ένα δυομισάλεπτο τηλεφώνημα στην Κορέτα Κινγκ ύστερα από την φυλάκιση του συζύγου της στην Ατλάντα. Ο υπεύθυνος της προεκλογικής εκστρατείας του Κένεντι, ο αδερφός του Ρόμπερτ, έβραζε από θυμό: του είχε απαγορεύσει οποιαδήποτε σχέση με τον Κινγκ που θεωρούνταν σχεδόν αναρχικός στα μάτια των Νοτίων. Τώρα, λοιπόν, πώς να εκμεταλλευτεί τις γέφυρες προς τους μαύρους χωρίς να αποξενώσει τους «Ντιξικράτες»;
«Κάτω από το ραντάρ της επικρατούσας τάξης, δηλ. των λευκών και του Τύπου, εκατομμύρια φυλλάδια που περιέγραφαν λεπτομερώς το τηλεφώνημα του Κένεντι μοιράστηκαν στις κοινότητες των μαύρων τις μέρες πριν από τις εκλογές, 500.000 μόνο στο Σικάγο», γράφει η Αλεν. «Το αποτέλεσμα; Στο Ιλινόι, το οποίο ο Κένεντι κέρδισε με διαφορά 9.000 ψήφους, υπολογίζεται ότι τον ψήφισαν 250.000 μαύροι. Στο Μίσιγκαν, που το κέρδισε με διαφορά 67.000 ψήφους, τον ψήφισαν 250.000 μαύροι. Στη Νότια Καρολίνα, που κερδήθηκε με 10.000 ψήφους, τον ψήφισαν 40.000 μαύροι». Η αφροαμερικανική ψήφος έστειλε τον Κένεντι στον Λευκό Οίκο. Και τον αντίπαλό του, τον Νίξον, τον είχαν συμβουλεύσει να τηλεφωνήσει στη σύζυγο του Κινγκ αλλά δεν το έκανε.
«Αλλά εντός της νέας κυβέρνησης δεν υπήρχε καμία αίσθηση χρέους προς τους μαύρους που έπρεπε να αποπληρωθεί… Μπροστά σε διεθνή γεγονότα όπως το φιάσκο του Κόλπου των Χοίρων και η ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου, οι προσπάθειες των Νέγρων να αποκτήσουν ψωμί, παιδεία και αξιοπρέπεια φάνταζαν υπερβολικά ασήμαντες για την προσοχή του προέδρου».

«Ο Νέγρος αποτελούσε ένα πρόβλημα δημοσίων σχέσεων παρά οτιδήποτε άλλο», γράφει η Αλεν περιγράφοντας το πολιτικό δίλημμα του Κένεντι: «Πώς να το χειριστεί όταν ο Νέγρος αρνιόταν να περιμένει κι άλλο, όταν τα ρίσκα για τα πολιτικά δικαιώματα θεωρούνταν πολιτική αυτοκτονία και όταν ο Τζέι Εντγκαρ Χούβερ είχε παθολογική μονομανία με την σεξουαλική ζωή των ισχυρών ανδρών;».
Αν και ακόμα αρνιόταν να συναντηθεί με τον Κινγκ εντός των ορίων του Νότου, τον Ιούνιο του 1963 ο Κένεντι εκφώνησε ομιλία στην οποία ζήτησε ανάληψη δράσης για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων. Αλλά στην πραγματικότητα, ελάχιστα είχαν αλλάξει.
«Αν και οι Κένεντι είχαν αρχίσει να πιστεύουν στην ηθική ορθότητα των πολιτικών δικαιωμάτων, δεν υιοθέτησαν κανέναν επιθετικό ελιγμό για να ψηφιστεί νομοσχέδιο ξεπερνώντας την αντίδραση των Νοτίων. Αυτή ήταν η εικόνα τον Νοέμβριο του 1963».
Εδώ μπαίνει ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον στην υπόθεση. Μετρ της πολιτικής χειραγώγησης, ως αντιπρόεδρος του Κένεντι ήταν παραμερισμένος θεωρούμενος ως ένας χυδαίος Νότιος. Όμως στην πρώτη του ομιλία προς το Κογκρέσο, δεσμεύτηκε να περάσει το νομοσχέδιο για τα πολιτικά δικαιώματα του Κένεντι. Και το έκανε μέσω ενός συνδυασμού πειθούς και απειλών και αρνούμενος να στείλει οποιοδήποτε νομοσχέδιο στο Κογκρέσο μέχρι να ψηφιστούν τα πολιτικά δικαιώματα. Η Πράξη Πολιτικών Δικαιωμάτων υπογράφηκε τον Ιούλιο του 1964.
Στη διάρκεια των μηνών που προηγήθηκαν, πολλοί προειδοποιούσαν τον Τζόνσον ότι η υποστήριξή του προς τα δικαιώματα των μαύρων θα έστελνε τους Δημοκρατικούς του Νότου στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα _ «όπερ και έγινε και αυτή η πολιτική πραγματικότητα παραμένει μέχρι σήμερα», γράφει η Αλεν.