Ο ιστορικός Χαλίλ Μπερκτάι υπήρξε ανέκαθεν ένας αιρετικός διανοούμενος και πανεπιστημιακός. Παλιός κομμουνιστής, και δη και μαοΐκός, ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται σήμερα ως αριστερός δημοκράτης. Στη χώρα του, την Τουρκία, δέχτηκε συχνά επικρίσεις για τις ιδεολογικές του μεταπτώσεις. Τα δε τελευταία χρόνια έγινε για τους κεμαλικούς ο άνθρωπος που «αγαπούν να μισούν», εξαιτίας των αναθεωρητικών απόψεών του για την πρόσφατη τουρκική ιστορία και τον τρόπο που οικοδομήθηκε η συλλογική εθνική μνήμη της χώρας, θέσεις οι οποίες αποτελούν το αριστερό ιδεολογικό άλλοθι για το πρόγραμμα πολιτικών αλλαγών του ισλαμιστή πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. «Το Βήμα» είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει μαζί του, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα, όπου βρέθηκε για να λάβει μέρος σε διεθνές επιστημονικό συνέδριο με θέμα «Οι Επαναστάσεις στα Βαλκάνια. Στάσεις και εξεγέρσεις την εποχή των εθνικισμών (1804-1908)», που έγινε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Σημαντική μερίδα της τουρκικής κοινής γνώμης διαβλέπει κίνδυνο ισλαμοποίησης της τουρκικής κοινωνίας. Είναι βάσιμες οι ανησυχίες αυτές, με δεδομένες τις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν;
«Αρχικά οι Νεότουρκοι και μετά το 1925 οι κεμαλιστές αντιμετώπιζαν τους μουσουλμάνους ως κίνδυνο, ως δύναμη οπισθοδρόμησης. Το σύγχρονο κράτος-έθνος των Τούρκων ιδρύθηκε στηριζόμενο σε μεγάλο βαθμό στην καταπίεση του Ισλάμ και της θρησκείας αλλά και την καταπίεση και αλλοτρίωση των Κούρδων. Η κεμαλική αυτή βάση έχει σήμερα καταρρεύσει. Δεν είναι για την Τουρκία αντεπανάσταση ούτε το Ισλάμ ούτε το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ). Οσον αφορά τη σκέψη και την κουλτούρα του αντιπροσωπεύει έναν ήπιο ισλαμικό ρεφορμισμό, έναν συντηρητικό εκσυγχρονισμό. Αυτό ωστόσο δεν εμπεριέχει τον κίνδυνο ή την απειλή της ισλαμοποίησης.
Στην ερώτησή σας κάνετε λόγο για μια «σημαντική μερίδα» του πληθυσμού… Ναι, ένα τμήμα της κοινωνίας, το 25%-30%, βλέπει τον κίνδυνο ισλαμοποίησης επειδή δεν καταπιέζεται πλέον το Ισλάμ και δεν διώκεται η πίστη. Σε τελική ανάλυση όμως η Τουρκία είναι μια ισλαμική χώρα. Ναι μεν το καθεστώς είναι κοσμικό, η πλειοψηφία ωστόσο είναι μουσουλμανική, είτε αυτό αρέσει είτε όχι στους κεμαλιστές και τους αριστερούς. Πρόκειται για ένα Ισλάμ που έχει προσαρμοστεί στον σύγχρονο τρόπο ζωής και το κοσμικό κράτος. Κανείς δεν μπορεί να ανεχτεί ένα αίτημα υπέρ της πλήρους εφαρμογής της Σαρίας, της εγκαθίδρυσης δηλαδή ενός εξ ολοκλήρου ισλαμικού καθεστώτος. Εξάλλου η νέα αστική τάξη της Ανατολίας, η οποία αποτελεί και την ταξική βάση του ΑΚΡ, διεξάγει πάνω από το 70% του εμπορίου της με την Ευρώπη. Εξαρτώνται τόσο από τη Δύση και τον ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό που δεν μπορούν να επιτρέψουν σε ένα ισλαμικό καθεστώς –ό,τι κι αν σημαίνει αυτό –να θίξει τα οικονομικά και τα ταξικά τους συμφέροντα. Επιτρέψτε μου να προσθέσω και το εξής: το πολιτικό Ισλάμ στην Τουρκία δεν μοιάζει με εκείνο του Πακιστάν, του Αφγανιστάν ή της Υεμένης. Δεν είναι η ιδεολογία των ξυπόλυτων ή –όπως συνήθιζαν να λένε στη Γαλλική Επανάσταση –των sans-culottes. Χρησιμοποιώντας μαρξιστικούς όρους, δεν είναι η ιδεολογία ενός προλεταριάτου που δεν έχει να χάσει τίποτε άλλο πέρα από τις αλυσίδες του. Είναι η ιδεολογία της ανερχόμενης και ευημερούσας μεσαίας τάξης, της νέας μπουρζουαζίας της Ανατολίας. Ως εκ τούτου, δεν τίθεται θέμα να επιθυμούν αυτά τα κοινωνικά στρώματα ένα ισλαμικό καθεστώς. Ομως οι σκληροί, ριζοσπαστικοί κεμαλιστές, βλέποντας να χάνεται η εξουσία τους και να εξαφανίζονται τα προνόμιά τους, αντιμετωπίζουν όσα συμβαίνουν ως αντεπανάσταση ενάντια στην κεμαλική επανάσταση».

Και η Αριστερά; Εχει να πει κάτι για όλα αυτά;
«Οχι, δεν έχει. Πράγματι, είμαι παλαιός κομμουνιστής, υπήρξα μαοϊκός. Σήμερα αυτοπροσδιορίζομαι ως ένας αριστερός δημοκράτης. Στην Ελλάδα, το ΚΚΕ ήταν ανέκαθεν πιο ισχυρό σε σύγκριση με το Τουρκικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΤΚΡ), γιατί στην ιστορία του είναι καταγεγραμμένος ο ελληνικός Εμφύλιος και η ελληνική Αντίσταση, υπάρχει το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ, ο Ζαχαριάδης… Το ΚΚΕ υπάρχει ακόμη και σήμερα, έστω και αποδυναμωμένο. Στην Τουρκία η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για την παλιά Αριστερά, παρά μόνον για τα υπολείμματά της. Και τα υπολείμματα αυτά δεν έχουν το παραμικρό να προτείνουν για το μέλλον της Τουρκίας. Εμφορούμενοι από τις αρχές του Γαλλικού Διαφωτισμού και του Μαρξισμού, διακατέχονται από φόβο και εχθρότητα έναντι της θρησκείας και κατ’ επέκταση από μια τρομερή ισλαμοφοβία.
Υπάρχει όμως ένα ακόμη πιο σημαντικό θέμα. Ο φιλελεύθερος ή ο φιλελεύθερος δημοκρατικός χώρος ήταν ανέκαθεν αδύναμος στην Τουρκία. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι τρεις βασικές ιδεολογίες τον 19ο και τον 20ό αιώνα ήταν ο φιλελευθερισμός, ο εθνικισμός και ο σοσιαλισμός, στην Τουρκία δεν διαμορφώθηκε ποτέ μια σοβαρή φιλελεύθερη πρόταση.
Ξεκινώντας από το 1950, το Δημοκρατικό Κόμμα και αργότερα το Κόμμα Δικαιοσύνης βρέθηκαν αντιμέτωπα με πραξικοπήματα το 1960, το 1971 και το 1980. Δηλαδή η μιλιταριστική παράδοση που θέλει την κηδεμονία του Στρατού δεν σταμάτησε ποτέ την προσπάθειά της για επανάκτηση της εξουσίας. Το ΑΚΡ είναι μια συνέχεια της δεξιάς συντηρητικής και εκσυγχρονιστικής παράδοσης. Μπαγιάρ, Μεντερές, Ντεμιρέλ, Οζάλ και τώρα ο Ερντογάν…
Πρόκειται για μια παράδοση που έχει πολιτική συνέχεια. Σε ποσοστό 25%-30% οι φιλελεύθερες δημοκρατικές ιδέες έμειναν στα δικά τους χέρια. Δεν υπήρξε ποτέ στην Τουρκία ένα ευρωπαϊκού τύπου πραγματικά φιλελεύθερο δημοκρατικό κόμμα. Αυτή είναι η βασική έλλειψη της Τουρκίας».

ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ
«Παρελθόν η συνεχής αντιπαλότητα»

Σήμερα στην Τουρκία συγκρούονται δύο αντίπαλοι εθνικισμοί, απειλώντας μάλιστα με αποσταθεροποίηση την ευρύτερη περιοχή. Η φάση στην οποία βρίσκεται το Κουρδικό μπορεί να οδηγήσει στην αποκατάσταση της ειρήνης;

«Πρώτον, αυτό είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της Τουρκίας. Η εξεύρεση ή όχι μιας ειρηνικής λύσης στο Κουρδικό θα κρίνει τη μοίρα της Τουρκίας. Η Τουρκία είναι μια πολύ δυναμική χώρα. Εχει ξεπεράσει σε μεγάλο βαθμό την παγκόσμια οικονομική κρίση και έχει σημαντικές προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης και σταθερότητας.
Το ΑΚΡ ανέλαβε την εξουσία το 2002, πριν από 11 χρόνια. Εχω μια πολιτική μνήμη περίπου 60 χρόνων, που πάει πίσω ακόμη και στην ηλικία των 5-6 ετών. Μπορώ λοιπόν να πω ότι σε αυτά τα 60 χρόνια ποτέ η Τουρκία δεν υπήρξε πιο δημοκρατική όσο τα τελευταία 11 χρόνια, δεν υπήρξε πιο σταθερή όσο τα τελευταία 11 χρόνια.
Το μοναδικό θέμα που μπορεί να απειλήσει αυτή τη σταθερότητα είναι η μη επίλυση του Κουρδικού. Είμαι ωστόσο αισιόδοξος. Και οι δύο πλευρές είναι υποχρεωμένες να παραμείνουν στον δρόμο της ειρήνης ή του «μη πολέμου» και να διατηρήσουν τη σιγή των όπλων τους και παράλληλα να πείσουν τους οπαδούς τους ότι δεν τους προδίδουν. Σημαντικό γεγονός παραμένει ότι εδώ και περίπου έναν χρόνο έχουν σιγήσει τα όπλα και κάθε στιγμή που περνά καθιστά πιο δύσκολη την επιστροφή σε αυτά. Το πολιτικό βάρος της ευθύνης αυτής είναι πλέον αβάστακτο και για τις δύο πλευρές. Αυτά που έχουν να χάσουν από τον πόλεμο είναι ασύγκριτα περισσότερα. Καμία από τις δύο πλευρές δεν ελπίζει στη νίκη, το ξέρουν πολύ καλά, και εκόντες άκοντες θα συνεχίσουν αυτή την κατάσταση του «μη πολέμου»».
Πώς κρίνετε την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων;
«Μέσα σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο σταθερότητας μπορούμε να εντάξουμε και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Πρέπει να αναγνωρίσουμε την πολύ καλή περίοδο, τη «χρυσή εποχή» –αν και ως ιστορικός αποφεύγω να χρησιμοποιώ τέτοιους όρους –η οποία ξεκίνησε με τους Σημίτη και Παπανδρέου. Συμπερασματικά όμως και η περίοδος των έντεκα χρόνων της διακυβέρνησης από το ΑΚΡ, η σταθερότητα της Τουρκίας, η σχετική ευμάρειά της, η οικονομική της ανάπτυξη συμβάλλουν και στη σταθεροποίηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ευχής έργον θα ήταν βεβαίως η επίλυση του Κυπριακού. Δεν ξέρω αν μπορεί να επιλυθεί πλέον. Εκεί οι δύο πλευρές έχουν «χάσει το λεωφορείο» μια-δυο φορές. Ωστόσο, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις η εποχή που ο τουρκικός και ο ελληνικός εθνικισμός βρίσκονταν σε συνεχή αντιπαλότητα και εγρήγορση αποτελεί σχεδόν παρελθόν. Η τουρκική κοινή γνώμη το ξεπέρασε ψυχολογικά και υποθέτω και η ελληνική, παρά την παρουσία στον δημόσιο βίο της Χρυσής Αυγής».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ