«Οι λαϊκές εξεγέρσεις στην Τουρκία, και στη Βραζιλία, δείχνουν ότι έχουμε μπει σε μια νέα εποχή πολιτικής διαμαρτυρίας, χάρη στη νέα τεχνολογία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης», γράφει στο CNN η Φρίντα Γκίτις, αρθρογράφος στην Miami Herald και συγγραφέας του βιβλίου «Το τέλος της επανάστασης: ένας κόσμος που αλλάζει στην εποχή της ζωντανής τηλεοπτικής μετάδοσης».
«Πρόεδροι, πρωθυπουργοί και λοιποί πολιτικοί προσοχή: μια μαζική διαμαρτυρία μπορεί να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή, για οποιοδήποτε ζήτημα, και να κλιμακωθεί σε μέγεθος και ένταση που κανείς δεν θα περίμενε.
Οι εικόνες από την Τουρκία και την Βραζιλία – δύο χώρες που έχουν παρουσιαστεί σαν πρότυπα προς μίμηση – δείχνουν συγκλονιστικές σκηνές αστυνομικής βίας, και καταστολής απέναντι σε ειρηνικούς διαδηλωτές.

Εχουμε μπει σε μια νέα εποχή διαδηλώσεων. Ενώ η πολιτική παραμένει έντονα τοπική, οι πολίτες είναι πιο συνδεδεμένοι χάρη στα μέσα της κοινωνικής δικτύωσης.

Στην Τουρκία, μια μικρή εκδήλωση διαμαρτυρίας για τα σχέδια την κυβέρνησης να κόψει δέντρα σε ένα πάρκο της Κωνσταντινούπολης μετατράπηκε σε λαϊκή εξέγερση, μετά από την σκληρή καταστολή της αστυνομίας που συγκλόνισε το έθνος», τονίζει η Γκίτις.

«Ακριβώς όπως στην Τουρκία, κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει την εξέλιξη των γεγονότων στη Βραζιλία. Μια χώρα που έχει συμβολίσει την έξοδο της Λατινικής Αμερικής από τη φτώχεια, όπου Αριστερές κυβερνήσεις έχουν συνδυάσει κοινωνικά προγράμματα με πολιτικές φιλικές προς την ελεύθερη αγορά, εξαλείφοντας σχεδόν την ακραία φτώχεια, εξερράγη ξαφνικά σε ένα κύμα λαϊκής οργής.
Η κυβέρνηση της προέδρου Ντίλμα Ρούσεφ αντιμετωπίζει τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις σε 20 χρόνια. Και όλα άρχισαν από μια αύξηση της τιμής των εισιτηρίων στα λεωφορεία.

Οι διαμαρτυρίες για τα εισιτήρια συνδυάστηκαν με τους φόβους για την επιβράδυνση της οικονομίας, για την επίμονη ανισότητα, για την διαφθορά και για τις σπατάλες σε δαπανηρά έργα εν όψει του Μουντιάλ και των Ολυμπιακών Αγώνων.

Σε αυτήν την εποχή της διασύνδεσης, ένα μικρό παράπονο μπορεί να εκραγεί.

Οι λαϊκές αξιώσεις έχουν νέα δύναμη στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Είναι αδύνατο να προβλέψουμε ποιό θέμα θα βρει εύφλεκτο υλικό στην κοινή δυσφορία και θα αναφλεγεί σε πυρκαγιές δυσαρέσκειας», συνεχίζει η Γκίτις.

«Τα κανόνια νερού και τα δακρυγόνα μπορούν να διαλύσουν το πρώτο κύμα των διαδηλωτών, αλλά ένα κλικ σε ένα smartphone μπορεί να παράγει μια φωτογραφία ή ένα βίντεο που τραβάει αμέσως την προσοχή των ανθρώπων, προκαλώντας ενδεχομένως ακόμα μεγαλύτερες διαδηλώσεις, ιδίως αν η αστυνομική καταστολή είναι βίαιη.

Καταλήψεις σε δημόσιους χώρους και διαδηλώσεις σημειώθηκαν σε χώρες χωρίς δημοκρατία. Είδαμε πώς απάντησαν καθεστώτα στις διαμαρτυρίες σε μέρη όπως η Αίγυπτος και η Συρία. Εχουμε δει καταστολές στη Ρωσία πέρυσι και στο Ιράν μετά τις εκλογές του 2009.

Αλλά αυτές οι νέες διαδηλώσεις αρχίζουν για μικρότερα ζητήματα – όχι για την τυραννία ή για τα βασικά δημοκρατικά δικαιώματα», προσθέτει η Γκίτις.

«Τοπικά θέματα έχουν βρει μια νέα δύναμη να αναδύονται με ελάχιστη προειδοποίηση, ηλεκτρίζοντας τα πλήθη, και ταρακουνώντας τους ανθρώπους από τον εφησυχασμό. Και η σπίθα ανάβει από φαινομενικά ασήμαντα θέματα – μια μικρή αύξηση στα εισιτήρια των λεωφορείων ή μερικά πλατάνια στο πάρκο της πλατείας Ταξίμ.

Οι κυβερνήσεις μπορεί να έχουν σήμερα την δυνατότητα να κατασκοπεύουν τους πολίτες, να διαβάζουν τα e-mail τους και να ακούνε τις συνομιλίες τους. Αλλά έχουν χάσει σε μεγάλο βαθμό την δύναμή τους να ελέγχουν τις πληροφορίες που είναι εκεί έξω. Οι κυβερνήσεις έχουν χάσει την δύναμη να αλλάζουν το θέμα, να αποπροσανατολίζουν την προσοχή, και να κατηγορούν έναν διεθνή θεσμό ή μια άλλη χώρα για τα δεινά των πολιτών τους.

Οι αρχηγοί κυβερνήσεων δεν μπορούν να ελέγξουν την δημόσια εικόνα τους με τον τρόπο που το έκαναν άλλοτε. Οι ημίθεοι πεθαίνουν. Η νέα τεχνολογία μπορεί να διευκολύνει τις κυβερνήσεις να μαθαίνουν τί σκέφτονται οι άνθρωποι, αλλά όχι και να διαμορφώνουν την κοινή γνώμη», καταλήγει η Γκίτις.