Η Google, η Apple, το Facebook και η Microsoft είναι όλες τους εταιρείες που έχουν ως πρώτη προτεραιότητά τους –και επενδύουν μεγάλα ποσά σε αυτό –να πείσουν το κοινό ότι μπορεί να τις εμπιστεύεται όσον αφορά τα προσωπικά του δεδομένα, την ηλεκτρονική αλληλογραφία, φωτογραφίες και έγγραφα. Κι όμως τώρα βρίσκονται μπλεγμένες σε μια δυσάρεστη κατάσταση καθώς καλούνται να «πολεμήσουν» για να διατηρήσουν αυτή την εμπιστοσύνη μετά τις αποκαλύψεις ότι η αμερικανική κυβέρνηση απέκτησε πρόσβαση στα διαδικτυακά δεδομένα των πελατών τους μέσω του προγράμματος παρακολούθησης Prism που χειριζόταν η Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας (NSA).
Οι εμπλεκόμενες εταιρείες –Microsoft, Yahoo, Google, Facebook, PalTalk, AOL, Skype, YouTube, Apple –αρνήθηκαν κατηγορηματικά ότι παρείχαν στην κυβέρνηση του αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα πληροφορίες από την «πίσω πόρτα» για τη δράση των χρηστών στο Διαδίκτυο, το ενδεχόμενο πλήγμα όμως στη φήμη αυτών των μεγάλων ονομάτων του χώρου έχει αφήσει τους διαδικτυακούς κολοσσούς να αναρωτιούνται με ποιον τρόπο θα μπορούσαν να απαντήσουν για να διαλύσουν τις κακές εντυπώσεις.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η υπόθεση αυτή θα μπορούσε να έχει πολύ σοβαρές επιπτώσεις συλλογικά στη φήμη όλων των διαδικτυακών εταιρειών που ως τώρα οικοδομούσαν την επιτυχία τους σε μεθοδικά σχέδια εξασφάλισης της εμπιστοσύνης του κοινού.
Δεν είναι τυχαίο ίσως το γεγονός ότι το Twitter, άλλη μία δημοφιλής ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης, δεν εμπλέκεται στο σκάνδαλο με την NSA, όπως φαίνεται, όχι όμως γιατί δεν δέχθηκε αιτήματα να της παραχωρήσει δεδομένα χρηστών. Μόνο το 2012 δέχθηκε 815 κυβερνητικές αιτήσεις για παραχώρηση δεδομένων –ποσοστό που φανερώνει αύξηση της τάξεως του 70% τα τελευταία τρία χρόνια –και δέχθηκε να συνεργαστεί με την αμερικανική κυβέρνηση στο 69% των περιπτώσεων, δηλαδή μόνο στις περιπτώσεις που σύμφωνα με τον νόμο ήταν υποχρεωμένο να το κάνει, σε αντίθεση με τις άλλες εταιρείες που παρέδιδαν ευχαρίστως τα στοιχεία των χρηστών επί πίνακι.
Αλλο παράδειγμα εταιρείας που δεν ανήκει στους «συνεργάτες» είναι το διαδικτυακό βιβλιοπωλείο Amazon, που για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των χρηστών σε μία περίπτωση πήρε το μέρος τους όταν οι εκδότες ορισμένων βιβλίων διαμαρτυρήθηκαν για διαδικτυακά σχόλια με κακές κριτικές. Αυτές μπορεί να απέτρεψαν κάποιους από το να αγοράσουν ένα βιβλίο, μακροπρόθεσμα όμως η κίνηση αυτή δημιούργησε εμπιστοσύνη. Ερευνες έχουν δείξει ότι αν χαθεί αυτή η εμπιστοσύνη, είναι δύσκολο να κερδηθεί εκ νέου, ειδικά όταν πρόκειται για διαδικτυακές εταιρείες. Εξάλλου, ακόμη και σε περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να αποδειχθεί ότι ένας αρχικός αρνητικός ισχυρισμός ήταν ψευδής, το κακό έχει γίνει γιατί μια ολόκληρη κοινότητα χρηστών μιλάει γι’ αυτό και το αναπαράγει.
Οι εταιρείες εξαρτώνται σε τεράστιο βαθμό από τη φήμη αξιοπιστίας που έχουν καθώς απαιτούν από τους πελάτες τους να τους εμπιστευθούν με τα προσωπικά τους δεδομένα. Πολλοί από τους πελάτες δεν αντιτίθενται στο να χρησιμοποιηθούν οι προσωπικές τους πληροφορίες για εμπορικό όφελος, για να τοποθετηθούν διαφημίσεις σχετικά με τα ενδιαφέροντα του χρήστη στο περιθώριο των ιστοσελίδων τους, σίγουρα όμως δεν συναινούν σε κάτι τέτοιο με το σκεπτικό ότι τα ιδιωτικά δεδομένα τους θα παραχωρηθούν ανά πάσα στιγμή στην κυβέρνηση ή στην Εφορία.
Οπως επισημαίνουν οι γνωρίζοντες, οι εταιρείες που εμπλέκονται στο σκάνδαλο ίσως θα έπρεπε να το χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους και να απαιτήσουν περισσότερη διαδικτυακή διαφάνεια ασκώντας πίεση στις Αρχές και ζητώντας τους να αποκαλύψουν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη διαδικτυακή παρακολούθηση που τους επιβάλλουν να κάνουν για λόγους ασφαλείας.
Αυτό ακριβώς ήταν και το σκεπτικό του διευθύνοντος συμβούλου της Google Λάρι Πέιτζ, ο οποίος μετά τις αποκαλύψεις για το Prism δήλωσε ότι η εταιρεία του θα αλλάξει δεοντολογικό προσανατολισμό για να προστατέψει τη φήμη της. «Το επίπεδο μυστικότητας γύρω από τις τρέχουσες νομικές διαδικασίες υπονομεύει τις ελευθερίες που απολαμβάνουνε και εκτιμούμε όλοι» δήλωσε.

HeliosPlus