Για τους υποστηρικτές της, η Μάργκαρετ Θάτσερ ανέλαβε το 1979 μια Βρετανία που ήταν «ο ασθενής της Ευρώπης» _ καλπάζων πληθωρισμός, επέμβαση του ΔΝΤ, «χειμώνας της δυσαρέσκειας» (1978-79) με τις ατελείωτες απεργίες _ και εντεκάμισι χρόνια αργότερα παρέδωσε μια Βρετανία ισχυρή. Για τους επικριτές της, η Βρετανία του 1990 ήταν αγνώριστη. «Δεν υπάρχει κοινωνία…» δήλωνε απαξιωτικά η Σιδηρά Κυρία, η οποία επιδείκνυε πλήρη αδιαφορία για τις επιπτώσεις που είχε η πολιτική της στον λαό. Σήμερα, με την ευκαιρία του θανάτου της σε ηλικία 87 ετών την περασμένη Δευτέρα, πολλοί ζητούν και τον θάνατο του θατσερισμού. «Αν δεν έχουν ψωμί, ας φάνε από τα κοινωνικά παντοπωλεία» έγραψε ο «Guardian» παραφράζοντας τη Μαρία Αντουανέτα. «Αυτός είναι ο θατσερισμός, του οποίου την κληρονομιά πρέπει να θάψουμε προτού μας θάψει εκείνη» σχολίασε η εφημερίδα.

Ελάχιστοι πολιτικοί είχαν την ευκαιρία να δουν έναν «-ισμό» να δημιουργείται από το όνομά τους. Ο θατσερισμός όμως, αν και ως οικονομικοπολιτική φιλοσοφία επηρέασε όσο τίποτε άλλο τη Βρετανία τα τελευταία 30 χρόνια, σήμερα αμφισβητείται έντονα, επειδή θεωρείται ότι έστρωσε τον δρόμο για την παρούσα οικονομική κρίση. Ο θατσερισμός είναι συνώνυμος με την απορρύθμιση, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη διάλυση των συνδικάτων. Σήμερα όμως πολλοί συνειδητοποιούν με βίαιο τρόπο ότι η απόλυτη πίστη στην αυτορρύθμιση της αγοράς είναι λανθασμένη.


«Η Θάτσερ ήταν μια παραδοσιακή Συντηρητική που απελευθέρωσε την αγορά από τους υπερβολικούς ελέγχους. Δεν φαντάστηκε ότι θα άνοιγε την πόρτα στον ατομικιστικό καπιταλισμό. Η ίδια η Θάτσερ δεν θα συμπαθούσε καθόλου την τραπεζική ελίτ που δημιούργησε η πολιτική της»
λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο Σουντέρ Κατουάλα, διευθυντής της δεξαμενής σκέψης British Future, πρώην δημοσιογράφος του «Observer» και υπ’ αριθμόν 33 στη λίστα της «Daily Telegraph» με τους «100 αριστερούς που επηρεάζουν περισσότερο τη βρετανική πολιτική».
Συνοψίζοντας την κληρονομιά που άφησε πίσω της η «κλέφτρα του γάλακτος» –το πρώτο παρατσούκλι της Θάτσερ, επειδή ως υπουργός Παιδείας είχε διακόψει τη δωρεάν διανομή γάλακτος στα σχολεία -, ο κ. Κατουάλα τονίζει: «Η σκιά του θατσερισμού στοιχειώνει ακόμη τη βρετανική πολιτική, η οποία διαμορφώθηκε είτε από τον θατσερισμό είτε από την αντίδραση προς αυτόν. Δεν ήταν όλοι οι διάδοχοί της ανοιχτά «θατσερικοί». Ωστόσο ακόμη και ο Τόνι Μπλερ, που επιχείρησε να μετριάσει μερικές από τις κοινωνικές επιπτώσεις του θατσερισμού, άφησε άθικτη την οικονομική πολιτική της Θάτσερ».
Για τους Συντηρητικούς, η κληρονομιά της Θάτσερ υπήρξε καταστροφική, προσθέτει ο κ. Κατουάλα: «Αφησε ένα κόμμα σε εμφύλιο, ανίκανο να κυβερνήσει επί μία δεκαετία και πλέον, και σε σύγχυση». Φέρνει ως παράδειγμα την Ευρώπη. Η Θάτσερ απεχθανόταν το ευρώ αλλά ήταν υπέρμαχος της κοινής αγοράς. «Ηταν πραγματιστικά ευρωσκεπτικίστρια. Γνώριζε ως πού να πιέσει και πού να συμβιβαστεί. Ενώ σήμερα οι Συντηρητικοί είναι αδιάλλακτα ευρωσκεπτικιστές».
Η εποχή της Θάτσερ χαρακτηρίστηκε από άνευ προηγουμένου συγκέντρωση πλούτου: το 1976 το 50% των Βρετανών με το χαμηλότερο εισόδημα είχε στα χέρια του το 12% του πλούτου, ενώ το 2003 μόλις το 1%. Η ίδια η Θάτσερ άλλωστε δήλωνε ανοιχτά υπέρ της ανισότητας: «Ας αφήσουμε τα παιδιά μας να ψηλώσουν, μερικά περισσότερο από άλλα». Η πολιτική της μοιραία οδήγησε στον αχαλίνωτο καταναλωτισμό, στον αλόγιστο δανεισμό των νοικοκυριών και στον νεοπλουτισμό.
Επί Θάτσερ ο μιλιταρισμός ήταν έντονος (π.χ. πόλεμος των Φόκλαντ, εγκατάσταση αμερικανικών πυραύλων στην Ευρώπη), η αστυνομία χρησιμοποίησε πρώτη φορά δακρυγόνα σε αγγλικό έδαφος (ως τότε τα έριχνε μόνο στη Βόρεια Ιρλανδία), το Βορειοϊρλανδικό αντιμετωπίστηκε με πρωτοφανή σκληρότητα εντείνοντας το πρόβλημα στο Μπέλφαστ (ούτε που ίδρωσε το αφτί της Σιδηράς Κυρίας όταν πέθαναν ο Μπόμπι Σαντς και εννέα ακόμη απεργοί πείνας του IRA), ενώ ο κοινωνικός ιστός στη Βρετανία διαλύθηκε.

«Η απελευθέρωση των αγορών ξεκίνησε επί Θάτσερ, αλλά η σημερινή κρίση δεν πηγάζει μόνο από τον θατσερισμό, είναι πολύ πιο περίπλοκη»
λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο Γιάννης Εμμανουηλίδης από το European Policy Centre στις Βρυξέλλες. «Η κληρονομιά της Θάτσερ στην ΕΕ είναι ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός και η γενικότερη εντύπωση ότι αν δεν ακολουθήσεις αυτόν τον δρόμο, οι αγορές θα σε εγκαταλείψουν.

Αλλά η κρίση μάς διδάσκει ότι υπάρχουν όρια στην απελευθέρωση. Πριν από 10 χρόνια η απελευθέρωση ήταν εξ ορισμού καλή. Σήμερα την εξετάζουμε πιο εξονυχιστικά»
λέει φέρνοντας το παράδειγμα της απελευθέρωσης των υπηρεσιών ύδρευσης που συζητείται σήμερα στην ΕΕ.
Η Θάτσερ είναι από τις πιο διχαστικές φιγούρες της πολιτικής. Θαυμαστές και επικριτές της όμως συμφωνούν ότι σημείωσε πολλές νίκες: Φόκλαντ, συνδικάτα και, κυρίως, η πτώση του κομμουνισμού. Η Θάτσερ «ανακάλυψε» τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ –ο οποίος μάλιστα λέγεται ότι τη φλέρταρε ελαφρώς -, τον σύστησε στον «κολλητό» της Ρόναλντ Ρίγκαν και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έγινε πραγματικότητα.

«Ολοι συμφωνούν ότι ήταν μια αποτελεσματική πρωθυπουργός που πετύχαινε τους στόχους της»
λέει στο «Βήμα» ο Πίτερ Ριντέλ από το Institute for Government του Λονδίνου. Ο ίδιος το αποδίδει στα εξής: «Πρώτον, είχε σαφείς αξίες, προτεραιότητες και στρατηγική. Δεύτερον, επέλεγε τις μάχες της και έδινε μία-δύο τη φορά, όχι όλες μαζί. Τρίτον, κατείχε τέλεια και την παραμικρή λεπτομέρεια –π.χ. διάβαζε προσεκτικά όλα τα υπομνήματα. Τέλος, δεχόταν συμβουλές –αρκεί ο υπουργός ή δημόσιος λειτουργός να ήταν καλά καταρτισμένος, επίμονος και να είχε ισχυρά επιχειρήματα, γιατί στην αντίθετη περίπτωση ήταν αμείλικτη απέναντί του».
Τόσο διχαστική παραμένει η Θάτσερ που στην είδηση του θανάτου της πολλοί άνοιξαν σαμπάνιες. Ωστόσο ακόμη και οι χειρότεροι επικριτές της, μεταξύ των οποίων ο πρώην βουλευτής των Εργατικών Τόνι Μπεν, της αναγνωρίζουν ένα πράγμα: «Ελεγε αυτό που εννοούσε και εννοούσε αυτό που έλεγε». Δεν είχε image makers, ούτε κυβερνούσε με τις δημοσκοπήσεις παραμάσχαλα.

Η κληρονομιά
«Τα σκότωσε όλα, και τον εαυτό της»

«Η κυριότερη κληρονομιά της Μάργκαρετ Θάτσερ είναι ότι άλλαξε εντελώς το τοπίο της βρετανικής πολιτικής» λέει μιλώντας προς το «Βήμα» ο Πίτερ Μπάρετ από το θινκ τανκ Policy Connect του Λονδίνου. «Πριν από τη Θάτσερ, η αριστερά ήταν ακραία ενώ μετά τη Θάτσερ, το Εργατικό Κόμμα μετακινήθηκε πλήρως στον μεσαίο χώρο. Αυτό έκανε ο Τόνι Μπλερ το 1997. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο «επίτευγμά» της».
Ο κ. Μπάρετ διαφωνεί ότι ο θατσερισμός προκάλεσε την οικονομική κρίση. «Δεν πρέπει να συνδέσουμε την κακή συμπεριφορά ορισμένων τραπεζιτών με την οικονομική απελευθέρωση του Σίτι του Λονδίνου. Θα ήταν σαν να κατηγορούσαμε τον Αϊνστάιν για την ατομική βόμβα. Η ιστορία των τελευταίων τεσσάρων-πέντε ετών έδειξε ότι επί 30 και πλέον χρόνια τα πράγματα είχαν ξεφύγει και ότι δεν υπήρχαν αρκετοί έλεγχοι και κανόνες σε ισχύ».
Η ίδια η Θάτσερ όμως δεν είναι βέβαιο ότι συνειδητοποιούσε το μέγεθος της κρίσης γιατί τα τελευταία χρόνια υπέφερε από άνοια. «Αν και υπέρμαχος της ελεύθερης αγοράς, σήμερα θα ήταν κάθετα αντίθετη προς την συμπεριφορά των τραπεζιτών, ιδίως στο Λονδίνο και στις ΗΠΑ. Η Θάτσερ ήταν συνετή στα οικονομικά», λέει.
Οι Γερμανοί, που ακόμη φέρουν βαρέως την αντίθεση της Θάτσερ προς την επανένωση της χώρας τους, τονίζουν ότι η Σιδηρά Κυρία συρρίκνωσε την βρετανική βιομηχανία και σήμερα η Βρετανία βρίσκεται στα πρόθυρα της ύφεσης ενώ η Γερμανία, με την ισχυρή βιομηχανία, ανθεί. «Αληθεύει αλλά δεν είναι τόσο απλό. Η Βρετανία αποβιομηχανοποιήθηκε στη διάρκεια αρκετών δεκαετιών και μετακινήθηκε προς τον τομέα των υπηρεσιών. Πρέπει όμως να τονίσω ότι πολλοί παράγοντες συνέβαλαν στο κλείσιμο των εργοστασίων».

Εχει νόημα ο θατσερισμός σήμερα; ρωτάμε τον κ. Μπάρετ. «Όχι. Παρ’ ότι άλλαξε ριζικά την βρετανική πολιτική, δεν είναι πλέον αρκετά ρεαλιστικός. Ο θατσερισμός ορίστηκε περισσότερο σχετικά με το σε τι εναντιονόταν και όχι τι ήταν. Εναντιονόταν για παράδειγμα στον κομμουνισμό, στον συνδικαλισμό, στον κρατισμό. Αυτό ήταν ο θατσερισμός. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Στη Βρετανία λέμε ότι «σκότωσε όλους τους δράκους» και σήμερα οι δράκοι δεν υπάρχουν πια. Συμφωνώ με τη θεωρία ότι η Θάτσερ έχασε την εξουσία αφού κέρδισε όλες τις μάχες. Σκότωσε τον κομμουνισμό, σκότωσε τα συνδικάτα και στο τέλος, όταν δεν της έμειναν άλλοι εχθροί, σκότωσε και τον εαυτό της».


Οι βλαβερές συνέπειες της Σιδηράς Κυρίας στη σημερινή Βρετανία

Γονατισμένα συνδικάτα

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 29 εκατ. εργάσιμες ημέρες χάνονταν ετησίως λόγω των απεργιών στη Βρετανία. Σήμερα χάνονται λιγότερες από 1 εκατομμύριο. Πριν από τη Θάτσερ 12 εκατομμύρια εργαζόμενοι ήταν γραμμένοι στα συνδικάτα, σήμερα δεν ξεπερνούν τα 6 εκατομμύρια. Θεωρήθηκε επιτυχία της το ότι έσπασε τελείως τον τσαμπουκά των συνδικαλιστών. Σήμερα όμως έχει φανεί ότι χωρίς ισχυρούς εκπροσώπους να διαπραγματεύονται μισθούς που συμβαδίζουν με τον πληθωρισμό οι εργαζόμενοι κερδίζουν λιγότερα, άρα ξοδεύουν λιγότερα, πράγμα που πλήττει την κατανάλωση και κατά προέκταση τη βρετανική οικονομία.
Ο πατέρας μπακάλης, ο γιος λαμόγιο
«Μπιγκ Μπανγκ» έχει επικρατήσει να λέγεται η απορρύθμιση του Χρηματιστηρίου του Λονδίνου που συντελέστηκε σε μία μόνο ημέρα τον Οκτώβριο του 1986. Το αποτέλεσμα ήταν πολλές συγχωνεύσεις που οδήγησαν στη δημιουργία τεράστιων χρηματοπιστωτικών ομίλων. Το Σίτι του Λονδίνου έγινε από τη μια μέρα στην άλλη το οικονομικό κέντρο της Ευρώπης. Το παράδοξο είναι ότι, ως κόρη επαρχιακού μπακάλη, η Θάτσερ επιθυμούσε να αναπαραγάγει το παραδοσιακό καπιταλιστικό μοντέλο, αλλά αντ’ αυτού η πολιτική της οδήγησε στην εμφάνιση των γιάπηδων της δεκαετίας του ’80 και οι Βρετανοί, αντί να μοιάσουν στον συνετό πατέρα της που δεν χρωστούσε ποτέ ούτε δεκάρα, έμοιασαν στον οπορτουνιστή και άπληστο γιο της (ο οποίος είχε μπλεξίματα με την αστυνομία για διαφθορά, τοκογλυφία και παρόμοιες δραστηριότητες).
Σαπίζει η «λαϊκή στέγη»
Το δικαίωμα των ενοίκων των εργατικών κατοικιών να αγοράσουν το διαμέρισμα στο οποίο διέμεναν ήταν από τις εμβληματικές πολιτικές της Θάτσερ, καθώς ενθάρρυνε τους Βρετανούς να απομακρυνθούν από το κράτος πρόνοιας. Το ποσοστό των ιδιοκτητών κατοικιών αυξήθηκε απότομα μετά την πώληση εκατομμυρίων εργατικών κατοικιών. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 κανένα συνδικάτο δεν τολμούσε να ζητήσει από τα μέλη του, που βαρύνονταν με μεγάλα στεγαστικά δάνεια, να κάνουν παραπάνω από μία ή δύο ημέρες απεργία. Σήμερα οι άστεγοι είναι πάρα πολλοί, ενώ 5 εκατομμύρια άτομα είναι εγγεγραμμένα στις λίστες αναμονής για εργατική κατοικία. Οι κατοικίες που πουλήθηκαν δεν αντικαταστάθηκαν ποτέ με καινούργιες, ενώ όσες απέμειναν, επειδή πλέον αντιμετωπίζονται ως έσχατη λύση για απόρους και όχι ως δικαίωμα της εργατικής τάξης στην κατοικία, έχουν αφεθεί στην εγκατάλειψη.
Από τη βιομηχανία στην ανεργία
Η Θάτσερ κήρυξε τον «πόλεμο» στη Βόρεια Αγγλία και στη Σκωτία, κλείνοντας τα ζημιογόνα ορυχεία και συνδικάτα. Ολόκληρες πόλεις και χωριά μαράζωσαν και δεν έχουν ορθοποδήσει ως σήμερα. Η βιομηχανία που συρρικνώθηκε δεν αντικαταστάθηκε με τίποτε άλλο. Ο τομέας υπηρεσιών που υπεραναπτύχθηκε είναι επικεντρωμένος στον Νότο, γύρω από το Λονδίνο, και ποτέ δεν δημιούργησε θέσεις εργασίας στον Βορρά. Εκεί που η μια γενιά μετά την άλλη έβρισκε δουλειά στις βιομηχανίες και στα ορυχεία, τις τελευταίες δεκαετίες η μια γενιά μετά την άλλη βρίσκεται στην ανεργία.
Ιδιωτικοποιήσεις uber alles
Πριν από τη Θάτσερ, η εμπορική δραστηριότητα του κράτους αντιστοιχούσε στο 15% του ΑΕΠ. Οι ιδιωτικοποιήσεις ξεκίνησαν από τους τομείς που ταίριαζαν περισσότερο σε ιδιωτικά χέρια: η British Airways, η British Telecom και η Jaguar πουλήθηκαν πρώτες. Ακολούθησαν η British Gas, τα αεροδρόμια, η χαλυβουργία, οι σιδηρόδρομοι… Ενώ στις τηλεπικοινωνίες η ιδιωτικοποίηση έφερε χαμηλότερες τιμές και καλύτερες υπηρεσίες για τους καταναλωτές, στους σιδηρόδρομους απέτυχε παταγωδώς: σήμερα και τα εισιτήρια είναι ακριβότερα και τα τρένα αναξιόπιστα. Οι ιδιωτικοποιήσεις αφαίρεσαν από τους Βρετανούς το δικαίωμα να καθορίζουν μέσω της Βουλής τις τιμές του ηλεκτρικού, του φυσικού αερίου και άλλων ΔΕΚΟ.
«Σαδομονεταρισμός» για στρατιές φτωχών
Επί των ημερών της Θάτσερ η πλήρης απασχόληση έπαψε να αποτελεί το ζητούμενο της μακροοικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης και αντικαταστάθηκε με τη χαλιναγώγηση του πληθωρισμού, ο οποίος είχε φθάσει στο 25% –«σαδομονεταρισμός» αποκαλείται ειρωνικά η μονεταριστική πολιτική της Θάτσερ. Η κυβέρνηση, αντί να ενισχύει την ανάπτυξη δαπανώντας χρήματα για να αυξηθεί η ζήτηση, επικεντρώθηκε στην προσφορά: η ανάπτυξη θα επιτυγχανόταν διευκολύνοντας την παραγωγή μέσω της πλήρους χαλάρωσης της εργατικής νομοθεσίας προς όφελος των εργοδοτών και της μείωσης των φόρων. Το ποσοστό φορολογίας των πλουσίων μειώθηκε από 83% σε 40% και των φτωχών μόνο από 27% σε 25%, ενώ παράλληλα αυξήθηκαν οι έμμεσοι φόροι και ο ΦΠΑ εκτινάχθηκε από το 8% στα ύψη. Εκτοτε τα φορολογικά βάρη γέρνουν μονόπαντα προς τα μεσαία και χαμηλότερα εισοδήματα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ