Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός, θεωρητικής σχεδόν «υπερβατικής» θεμελίωσης και η – πάγια – αντίληψη ότι οι ΗΠΑ μπορούν δικαιωματικά να επιβάλλουν συμφέροντα και πολιτικές διά της βίας, δεν έχει αλλάξει στο παραμικρό.

Αυτό ωστόσο που έχει αλλάξει στο σημερινό κόσμο, και μάλιστα από τη δεκαετία του ’70 και εντεύθεν, υποστηρίζει ο Νόαμ Τσόμσκι, είναι οι συνθήκες: οι ΗΠΑ εμφανίζονται όλο και πιο αποδυναμωμένες οικονομικά στη διεθνή σκακιέρα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να επιβάλουν στο βαθμό που θα επιθυμούσαν, τις πολιτικές τους. Η ανάδυση ενός πλουραλιστικού κόσμου, με διαφορετικά κέντρα εξουσίας, είναι σήμερα παραπάνω από εμφανής.

Οι παραπάνω απόψεις είναι κάποιες μόνο από τις θέσεις που αναλύονται στο νέο βιβλίο του καθηγητή γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του ΜΙΤ, αλλά και τολμηρού πολιτικού διανοητή, με τίτλο «POWER SYSTEMS: Conversations on Global Democratic Uprisings and the New Challenges to U.S. Empire», Metropolitan Books 2012, («Συστήματα Εξουσίας: διάλογοι για τις παγκόσμιες δημοκρατικές εξεγέρσεις και τις νέες προκλήσεις της αμερικανικής αυτοκρατορίας»), όπου επιχειρείται μία «ανάγνωση» της νέας τάξης πραγμάτων, από τις εξεγέρσεις της Αραβικής Ανοιξης, ως την πυρηνική καταστροφή της Φουκουσίμα, την ευρωπαϊκή οικονομική κρίση και το κίνημα Occupy Wall Street.

Εκτενές απόσπασμα του βιβλίου, προϊόν συζητήσεων, όπως και στο παρελθόν, του Τσόμσκι με το δημοσιογράφο Ντέιβιντ Μπαρσαμιαν, φιλοξενείται στον βρετανικό Guardian.

Με (κοφτερό) όπλο τη βαθιά γνώση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής αλλά και την οξύτατη ειρωνεία, ο Τσόμσκι μιλάει για την «συντριπτική ήττα των ΗΠΑ στο Ιράκ, κυρίως μέσω της μη βίαιης αντίστασης», την προσπάθεια ελέγχου του «υπόλοιπου κόσμου» από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά (η οποία αποτελεί και τις βάσεις, όπως λέει, για ότι συμβαίνει σήμερα στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική), το- «αδιαμφισβήτητο»- αμερικανικό δικαίωμα της «κατοχής» περιοχών και χωρών και το κενό της «απώλειας», την «σταθεροποίηση» κρατών μέσω της «αποσταθεροποίησης», την καταστρατήγηση του «τεκμηρίου της αθωότητας» (βλ. θάνατο Οσάμα Μπιν Λάντεν).

Από την κοφτερή λεπίδα του Τσόμσκι δεν περνούν μόνο ο (Ρεπουμπλικάνος) Τζορτζ Μπους, αλλά και οι (Δημοκρατικοί) Μπιλ Κλίντον και Μπαράκ Ομπάμα, με τον πρώτο ένθερμο υποστηρικτή του δόγματος περί δικαιώματος καταφυγής των ΗΠΑ στη στρατιωτική τους ισχύ προκειμένου να εξασφαλίσουν «την απρόσκοπτη πρόσβαση σε βασικές αγορές, ενεργειακά αποθέματα και στρατηγικές πηγές» (sic) και τον δεύτερο να συνυπογράφει, ως γερουσιαστής, ψήφισμα της αμερικανικής Γερουσίας υπέρ της ισραηλινής στρατιωτικής επιχείρησης κατά του Λιβάνου το 2006.

Υπό το ίδιο πρίσμα αδυσώπητης ειρωνείας, ο αμερικανός πολιτικός στοχαστής, αποδομεί σταδιακά το βασικό θεωρητικό υπόβαθρο της αμερικανικής παντοδυναμίας, αναμετρώμενος με κορυφαίους θεωρητικούς όπως ο Χανς Μοργκεντάου (βασικός θεμελιωτής της σύγχρονης θεωρίας των διεθνών σχέσεων), αλλά και σημαντικούς εκπροσώπους της σύγχρονης αμερικανικής Συντηρητικής σκέψης (Thomas Carothers), χωρίς να λείπει η κριτική σε προσωπικότητες της φιλελεύθερης-αριστερής διανόησης (Μάθιου Ιγκλέσιας).

Αξίζει να διαβάσει κανείς ολόκληρο το απόσπασμα που φιλοξενεί ο Guardian ως πρόγευση του βιβλίου:

– Ασκούν οι Ηνωμένες Πολιτείες τον ίδιο έλεγχο στις ενεργειακές πηγές της Μέσης Ανατολής όπως παλιά;

Οι κυριότερες χώρες παραγωγής ενέργειας εξακολουθούν να βρίσκονται υπό τον στενό έλεγχο των δικτατοριών, οι οποίες στηρίζονται από τη Δύση. Γι’ αυτό το λόγο, ουσιαστικά, η πρόοδος που έχει επιτευχθεί από την Αραβική Ανοιξη είναι περιορισμένη, όχι όμως άνευ σημασίας. Το σύστημα των δικτατοριών, υπό δυτικό έλεγχο, διαβρώνεται. Για την ακρίβεια, η διάβρωση έχει αρχίσει εδώ και καιρό. Για παράδειγμα, αν κοιτάξετε πενήντα χρόνια πίσω, οι ενεργειακές πηγές – βασική μέριμνα των αμερικανών σχεδιαστών πολιτικής – έχουν στην πλειονότητά τους κρατικοποιηθεί. Υπήρξαν συνεχείς προσπάθειες αναστροφής αυτής της τάσης, χωρίς ωστόσο επιτυχία.

Πάρτε για παράδειγμα την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ. Για όλους, πλην των ορκισμένων ιδεολόγων, ήταν αρκετά εμφανές ότι εισβάλαμε στο Ιράκ, όχι από αγάπη για τη δημοκρατία, αλλά επειδή είναι η δεύτερη, ίσως η τρίτη πηγή πετρελαίου στον κόσμο, και βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο της περιοχής με τη μεγαλύτερη παραγωγή ενέργειας. Αυτό ωστόσο είναι κάτι που δεν πρέπει να λέει κανείς: θεωρείται θεωρία συνωμοσίας.

Οι ήττα που υπέστησαν οι ΗΠΑ στο Ιράκ από τον ιρακινό εθνικισμό – κυρίως μέσω της μη βίαιης αντίστασης – ήταν συντριπτική. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπόρεσαν να σκοτώσουν τους αντάρτες, αλλά δεν μπόρεσαν να τα βγάλουν πέρα με το ένα εκατομμύριο ανθρώπους που διαδήλωναν στους δρόμους.

Βήμα-βήμα, το Ιράκ κατάφερε να διαλύσει τους ελέγχους που είχαν θέσει σε ισχύ οι δυνάμεις κατοχής. Από το Νοέμβριο του 2007, είχε γίνει αρκετά σαφές ότι η επίτευξη των αμερικανικών στόχων θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη.

Και σε αυτό το σημείο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι αυτοί οι στόχοι διατυπώνονταν ξεκάθαρα. Ετσι, τον Νοέμβριο του 2007, η δεύτερη κυβέρνηση Μπους παρουσίασε μία επίσημη δήλωση σχετικά με το ποια πρέπει να είναι η μελλοντική συμφωνία με το Ιράκ.

Η τελευταία περιελάμβανε δύο κύριες απαιτήσεις: πρώτον, οι ΗΠΑ θα ήταν ελεύθερες να διεξάγουν επιχειρήσεις από τις στρατιωτικές τους βάσεις, τις οποίες θα κρατούσαν στο σύνολό τους, και η δεύτερον, «θα ενθαρρυνόταν η εισροή ξένων επενδύσεων στο Ιράκ, με έμφαση στις αμερικανικές επενδύσεις».

Τον Ιανουάριο του 2008, ο Μπους έκανε σαφείς τους παραπάνω στόχους σε κείμενο που υπέγραψε ο ίδιος. Λίγους μήνες αργότερα, αντιμέτωπες με την ιρακινή αντίσταση, οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν (αυτούς τους στόχους). Σήμερα, ο έλεγχος του Ιράκ εξανεμίζεται μπροστά στα μάτια τους.

Το Ιράκ ήταν μία προσπάθεια να θεσμοθετεί εκ νέου, μέσω της ισχύος, το παλαιό σύστημα ελέγχου, προσπάθεια η οποία ωστόσο απέτυχε. Γενικώς, θεωρώ, οι αμερικανικές πολιτικές παραμένουν σταθερές, και χρονολογούνται από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η δυνατότητα επιβολής τους ωστόσο φθίνει.

– Φθίνει λόγω οικονομικής αδυναμίας;

Εν μέρει γιατί ο κόσμος γίνεται πιο πλουραλιστικός: διαθέτει περισσότερα διαφορετικά κέντρα εξουσίας. Στα τέλη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, οι ΗΠΑ βρίσκονταν στο απόλυτο απόγειο της ισχύος τους. Διέθεταν το ήμισυ του παγκόσμιου πλούτου, και όλοι οι αντίπαλοί τους είχαν υποστεί σοβαρά πλήγματα ή είχαν καταστραφεί. Βρίσκονταν σε θέση αφάνταστης ασφάλειας και ανέπτυσσαν σχέδια για να κυβερνήσουν ουσιαστικά τον κόσμο- κάτι όχι μη ρεαλιστικό τη συγκεκριμένη περίοδο.

– Ηταν το επονομαζόμενο σχέδιο της «μεγάλης περιοχής» (grand area planning);

Ναι. Ακριβώς μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Τζορτζ Κέναν (σ.σ: από τους σημαντικότερους αμερικανούς διπλωμάτες) επικεφαλής της υπηρεσίας πολιτικού σχεδιασμού του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, σχεδίασε μαζί με άλλους τις λεπτομέρειες, οι οποίες ακολούθως εφαρμόστηκαν. Αυτό που συμβαίνει σήμερα στη Μέση Ανατολή, τη βόρεια Αφρική, και σε κάποιο βαθμό στη Λατινική Αμερική, ουσιαστικά έχει τις ρίζες του στα τέλη της δεκαετίας του 1940.

Η πρώτη μεγάλη επιτυχής αντίσταση κατά της αμερικανικής ηγεμονίας χρονολογείται το 1949. Τότε ήταν που έλαβε χώρα ένα γεγονός, το οποίο, όλως παραδόξως, ονομάζεται «η απώλεια της Κίνας». Πρόκειται για μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα φράση, η οποία δεν έχει ποτέ τεθεί υπό αμφισβήτηση. Υπήρξαν τότε εκτενείς συζητήσεις όσον αφορά το ποιος ήταν υπεύθυνος για την απώλεια της Κίνας. Εξελίχθηκε σε τεράστιο εσωτερικό θέμα (των ΗΠΑ). Η φράση ωστόσο παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον: μπορείς να απολέσεις κάτι μόνο όταν σου ανήκει. Αυτό ωστόσο θεωρήθηκε δεδομένο: η Κίνα μας ανήκει – και αν κινηθεί προς την ανεξαρτησία της, τότε έχουμε χάσει την Κίνα.

Αργότερα, ακολούθησε ο προβληματισμός για την «απώλεια της Λατινικής Αμερικής», την «απώλεια της Μέσης Ανατολής», την «απώλεια» συγκεκριμένων χωρών, βασισμένος στη θεωρητική βάση ότι ο κόσμος μας ανήκει και ότι οτιδήποτε αποδυναμώνει τον έλεγχό μας αποτελεί απώλεια για μας και προβληματισμό για το πώς μπορούμε να το ανακτήσουμε.

Σήμερα, αν διαβάσετε για παράδειγμα επιστημονικά περιοδικά εξωτερικής πολιτικής ή ακούσετε τα επιχειρήματα των Ρεπουμπλικανών, (θα δείτε ότι) αναρωτιόνται: «πώς μπορούμε να αποτρέψουμε νέες απώλειες;».

Από την άλλη, η δυνατότητα να διατηρηθεί ο έλεγχος έχει εκλείψει βιαίως. Από το 1970 ήδη, ο κόσμος ήταν ήδη αυτό που ονομάζουμε τριπολικός από οικονομικής απόψεως, με ένα βιομηχανικό κέντρο με έδρα τη Βόρεια Αμερική, ένα ευρωπαϊκό κέντρο με έδρα τη Γερμανία και ένα ασιατικό κέντρο με έδρα την Ιαπωνία, η οποία ήταν τότε η περιοχή με την πιο δυναμική ανάπτυξη παγκοσμίως. Εκτοτε, η παγκόσμια οικονομική τάξη έχει γίνει πολύ πιο πολυμορφική. Είναι λοιπόν πιο δύσκολο να εφαρμόσουμε τις πολιτικές μας. Οι υποβόσκουσες αξίες ωστόσο δεν έχουν αλλάξει πολύ.

Πάρτε για παράδειγμα το δόγμα του Κλίντον. Το δόγμα του Κλίντον πρέσβευε ότι οι ΗΠΑ είχαν το δικαίωμα να καταφύγουν στη μονομερή στρατιωτική επέμβαση προκειμένου να εξασφαλίσουν «την απρόσκοπτη πρόσβαση σε βασικές αγορές, ενεργειακά αποθέματα και στρατηγικές πηγές».

Το συγκεκριμένο δόγμα προχωράει πολύ παραπέρα από οτιδήποτε είπε ο Τζορτζ Μπους. Ηταν ωστόσο σιωπηλό και δεν ήταν αλαζονικό και ενοχλητικό, γι’ αυτό και δεν προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις. Η προσήλωση σε αυτό το δόγμα εξακολουθεί ακόμα και σήμερα. Αποτελεί επίσης μέρος της πνευματικής κουλτούρας (των ΗΠΑ).

Αμέσως μετά τη δολοφονία του Οσάμα Μπιν Λάντεν, εν μέσω όλων των χειροκροτημάτων και των επευφημιών, υπήρξαν ελάχιστα επικριτικά σχόλια, τα οποία έθεταν υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της συγκεκριμένης ενέργειας.

Αιώνες πριν, υπήρχε κάτι το οποίο ονομαζόταν «τεκμήριο αθωότητας». Αν συλλάβεις έναν ύποπτο, είναι ύποπτος μέχρι να αποδειχθεί ένοχος. Θα πρέπει να υποβληθεί σε δίκη. Πρόκειται για βασικό μέρος του αμερικανικού δικαίου, το οποίο έχει τις ρίζες του στη Magna Carta.

Υπήρξαν λοιπόν κάποιες φωνές που έλεγαν ότι δεν πρέπει ενδεχομένως να πετάξουμε όλη τη βάση του αγγλοσαξωνικού δικαίου. Η συγκεκριμένη θέση προκάλεσε πολλές και έντονες οργισμένες και έξαλλες αντιδράσεις. Οι πιο ενδιαφέρουσες ωστόσο, ως συνήθως, προέρχονταν από το άκρο του φιλελεύθερου-αριστερού πολιτικού φάσματος.

Ο Μάθιου Ιγκλέσιας, γνωστός και υψηλού κύρους φιλελεύθερος-αριστερός σχολιαστής, έγραψε ένα άρθρο στο οποίο γελοιοποιούσε τις συγκεκριμένες απόψεις. Υποστήριζε ότι ήταν «εκπληκτικά αφελείς» και ανόητες. Και εξηγούσε το λόγο.

Ελεγε: «Μία από τις βασικές λειτουργίες της παγκόσμιας θεσμικής τάξης είναι ακριβώς η νομιμοποίηση της χρήσης θανατηφόρας στρατιωτικής ισχύος από τις δυνάμεις της δύσης». Δεν εννοούσε φυσικά τη Νορβηγία. Αναφερόταν στις ΗΠΑ.

Η αρχή λοιπόν στην οποία βασίζεται το διεθνές σύστημα είναι ότι οι ΗΠΑ έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τη βία κατά βούληση. Το να μιλάει κανείς για παραβίαση του διεθνούς δικαίου ή κάτι τέτοιο από τις ΗΠΑ, είναι εκπληκτικά αφελές, εντελώς ανόητο. Ολως τυχαίως, ο στόχος αυτών των σχολίων ήμουν εγώ, και χαίρομαι που ομολογώ την ενοχή μου. Πράγματι πιστεύω ότι η Magna Carta και το διεθνές δίκαιο αξίζουν μία κάποιας προσοχής.

Το αναφέρω αυτό απλώς για να δείξω ότι, όσον αφορά την πνευματική κουλτούρα, ακόμα και γι’ αυτό που ονομάζεται ακραίο φιλελεύθερο-αριστερό πολιτικό φάσμα, οι βασικές αρχές δεν έχουν αλλάξει πολύ.

Η δυνατότητα ωστόσο επιβολής τους έχει μειωθεί σημαντικά. Εξ’ ου και όλες αυτές οι συζητήσεις περί αμερικανικής παρακμής. Ρίξτε μια ματιά στο τελευταίο τεύχος του 2012 του Foreign Affairs, κύριου εκφραστή του αμερικανικού κατεστημένου.

Στο μεγάλο πρωτοσέλιδό του υπήρχε απερίφραστα η ερώτηση: «Εχει τελειώσει η Αμερική;» (Is America over?). Πρόκειται για τυπική ένσταση όλων αυτών που θεωρούν ότι πρέπει να έχουν τα πάντα. Αν θεωρείς ότι πρέπει να έχεις τα πάντα και σου πάρουν το παραμικρό, πρόκειται για μεγάλη τραγωδία, ο κόσμος καταρρέει. Εχει λοιπόν τελειώσει η Αμερική;

Λίγα χρόνια πριν «χάσαμε» την Κίνα, έχουμε χάσει την νοτιοανατολική Ασία, τη Λατινική Αμερική. Ισως χάσουμε τη Μέση Ανατολή και τις χώρες τις βόρειας Αφρικής. Εχει τελειώσει η Αμερική; Πρόκειται για ένα είδος παράνοιας, αλλά είναι η παράνοια του υπερ-πλούσιου και του υπερ-ισχυρού. Αν δεν σου ανήκουν τα πάντα, είναι η καταστροφή.

– Οι New York Times αναφέρονται στον «ορισμό της πολιτικής στο αδιέξοδο της Αραβικής Ανοιξης, ως τη συμφιλίωση αντικρουόμενων αμερικανικών τάσεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η στήριξη για δημοκρατική αλλαγή, η επιθυμία για σταθερότητα, και ο προβληματισμός για το ότι οι ισλαμιστές έχουν αναδειχθεί σε ισχυρή πολιτική δύναμη». Οι Times αναφέρονται σε τρεις στόχους των ΗΠΑ. Πως τους αξιολογείται εσείς;

Δύο εξ’ αυτών είναι ακριβείς. Οι ΗΠΑ τάσσονται υπέρ της σταθερότητας. Πρέπει ωστόσο να θυμάται κανείς τι σημαίνει «σταθερότητα». Σταθερότητα σημαίνει υποταγή στα αμερικανικά προστάγματα. Ετσι, για παράδειγμα, μία από τις μεγαλύτερες κατηγορίες κατά του Ιράν, τη μεγάλη απειλή όσον αφορά την εξωτερική απειλή, είναι ότι αποσταθεροποιεί το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Πώς; Προσπαθώντας να επεκτείνει την επιρροή του στις γείτονες χώρες. Από την άλλη, εμείς «σταθεροποιούμε» τις χώρες όταν τις κατακτάμε και τις καταστρέφουμε.

Εχω συχνά αναφερθεί σε ένα από τα αγαπημένα μου παραδείγματα στο οποίο απεικονίζεται αυτό (το πιστεύω), το οποίο προέρχεται από ένα πολύ γνωστό και πολύ καλό φιλελεύθερο αναλυτή εξωτερικής πολιτικής, τον Τζέιμς Τσέις (James Chace), πρώην διευθυντή σύνταξης του Foreign Affairs.

Σε άρθρο του για την ανατροπή του καθεστώτος του Σαλβαδόρ Αλιέντε και την επιβολή της δικτατορίας του Αουγκούστο Πινοσέτ το 1973, έγραψε ότι έπρεπε να «αποσταθεροποιήσουμε» τη Χιλή, προς το συμφέρον της «σταθερότητας».

Η συγκεκριμένη διαπίστωση δεν θεωρείται αντίφαση- και δεν είναι. Επρεπε να καταστρέψουμε το κοινοβουλευτικό σύστημα προκειμένου να κερδίσουμε τη σταθερότητα, που σημαίνει να κάνουν αυτό που τους λέμε. Λοιπόν ναι, είμαστε υπέρ της σταθερότητας, υπό αυτήν την τεχνική έννοια.

Η ανησυχία για το πολιτικό Ισλάμ είναι όπως κάθε άλλη ανησυχία για οποιαδήποτε ανεξάρτητη εξέλιξη. Οτιδήποτε είναι ανεξάρτητο πρέπει να μας ανησυχεί, γιατί μπορεί να σε υπονομεύσει. Για την ακρίβεια, αυτό είναι ελαφρώς παράδοξο, γιατί παραδοσιακά τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Βρετανία έχουν σε γενικές γραμμές παράσχει ισχυρή στήριξη στον ριζοσπαστικό, ισλαμικό φονταμενταλισμό- όχι στο πολιτικό Ισλάμ- ως δύναμης για την αποτροπή της πραγματικής τους ανησυχίας, που δεν ήταν άλλη από τον κοσμικό εθνικισμό.

Ετσι, για παράδειγμα, η Σαουδική Αραβία, μπορεί να είναι το πιο ακραίο φονταμενταλιστικό κράτος του κόσμου, ένα ριζοσπαστικό ισλαμικό κράτος, με θρησκευτικό ζήλο, ταγμένο στη διάδοση του ριζοσπαστικού Ισλάμ στο Πακιστάν και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

Αποτελεί ωστόσο οχυρό για την αμερικανική και τη βρετανική εξωτερική πολιτική. Οι τελευταίες το έχουν στηρίξει σταθερά έναντι της απειλής του κοσμικού εθνικισμού του Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσσερ στην Αίγυπτο και του Αμπντ-αλ- Καρίμ Κασίμ στο Ιράκ, μεταξύ άλλων. Δεν τους αρέσει ωστόσο το πολιτικό Ισλάμ, γιατί μπορεί να ανεξαρτητοποιηθεί.

Η πρώτη από αυτές τις επισημάνσεις (σσ των NYT), η επιθυμία μας για δημοκρατία, κινείται στο επίπεδο του Ιωσήφ Στάλιν όταν ο τελευταίος μιλούσε για τη ρωσική προσήλωση στις αρχές της ελευθερίας και της δημοκρατίας στον κόσμο. Είναι το είδος της δήλωσης που σου προκαλεί γέλιο όταν το ακούς από τους κομισάριους ή τους κληρικούς του Ιράν, αλλά που γνέφεις ευγενικά, και ενδεχομένως και με κάποιο δέος, όταν το ακούς από τους δυτικούς μας εταίρους.

Αν κοιτάξει κανείς τα ιστορικά αρχεία, η επιθυμία για δημοκρατία είναι ένα κακό αστείο. Η συγκεκριμένη διαπίστωση αναγνωρίζεται ακόμα και από εξέχοντες ακαδημαϊκούς και επιστήμονες, παρά το γεγονός ότι δεν το θέτουν ακριβώς έτσι.

Ενας από τους πιο σημαντικούς είναι ο Thomas Carothers, ο οποίος είναι αρκετά συντηρητικός και απολαμβάνει σεβασμού- οπαδός του νέο-ρηγκανισμού, όχι διάπυρος φιλελεύθερος. Εργάστηκε στο υπουργείο Εξωτερικών επί Ρήγκαν και έχει εκδώσει αρκετά βιβλία στα οποία αναλύεται η πορεία της προώθησης της δημοκρατίας- την οποία παίρνει πολύ σοβαρά.

Ο Carothers λέει, ναι, (η προώθηση της δημοκρατίας) είναι ένα αμερικανικό ιδανικό με βαθιές ρίζες- αστεία ωστόσο ιστορία. Κάθε αμερικανική κυβέρνηση είναι «σχιζοφρενική»: προασπίζεται τη δημοκρατία, μόνο εάν αυτή συμβαδίζει με συγκεκριμένα στρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα.

Περιγράφει το ανωτέρω φαινόμενο ως μία περίεργη παθολογία, ωσάν οι Ηνωμένες Πολιτείες να έχρηζαν ψυχιατρικής θεραπείας ή κάτι τέτοιο. Φυσικά, υπάρχει και μία άλλη ερμηνεία. Μία ερμηνεία ωστόσο που δεν θα σου περάσει από το μυαλό αν είσαι ένας καλοσπουδασμένος, διανοούμενος που ξέρε πώς να συμπεριφερθεί.

– Μέσα σε λίγους μόνο μήνες από την ανατροπή του προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ στην Αίγυπτο, ο τελευταίος βρέθηκε στο εδώλιο. Η ιδέα ότι οι αμερικανοί ηγέτες μπορεί να βρεθούν υπόλογοι για τα εγκλήματά τους στο Ιράκ και αλλού φαντάζει ασύλληπτη. Πρόκειται αυτό να αλλάξει σύντομα;

Αυτή είναι βασικά η αρχή του Ιγκλέσιας: η άποψη ότι οι ΗΠΑ έχουν το δικαίωμα προσφυγής στη βία κατά βούληση είναι η ίδια η βάση της διεθνούς τάξης πραγμάτων. Πώς μπορείς λοιπόν να αλλάξεις τον οποιονδήποτε;

– Και κανένας άλλος δεν έχει αυτό το δικαίωμα;

Και βέβαια όχι. Ισως μόνο οι πελάτες μας. Αν το Ισραήλ εισβάλει στον Λίβανο σκοτώσει 1.000 άμαχους και καταστρέψει τη μισή χώρα, τότε ΟΚ, είναι όλα εντάξει. Είναι ενδιαφέρον. Ο Μπαράκ Ομπάμα ήταν γερουσιαστής πριν γίνει πρόεδρος.

Ως γερουσιαστής δεν έκανε πολλά, αλλά έκανε κάποια ελάχιστα, για ένα εκ των οποίων ήταν ιδιαιτέρως περήφανος. Για την ακρίβεια, αν κοιτάξετε την προσωπική του ιστοσελίδα πριν τις προκριματικές εκλογές, (ο Ομπάμα) επεσήμανε το γεγονός ότι, κατά την ισραηλινή εισβολή στον Λίβανο το 2006, προώθησε από κοινού ψήφισμα της Γερουσίας το οποίο απαιτούσε από τις ΗΠΑ να μην προχωρήσουν σε καμία ενέργεια προκειμένου να αποτρέψουν τις στρατιωτικές ενέργειες του Ισραήλ, μέχρι ότου το τελευταίο πετύχαινε τους στόχους του, ενώ (το ψήφισμα) ασκούσε παράλληλα κριτική σε Ιράν και Συρία γιατί στήριζαν την αντίσταση στην καταστροφή του νότιου Λιβάνου από το Ισραήλ- όλως τυχαίως για πέμπτη φορά μέσα σε 25 χρόνια. Πρόκειται λοιπόν για κληρονομικό δικαίωμα. Και οι άλλοι πελάτες μπορούν (να προχωρήσουν σε χρήση βίας κατά βούληση).

Τα πραγματικά δικαιώματα ωστόσο εδρεύουν στην Ουάσιγκτον. Αυτό σημαίνει «να σου ανήκει ο κόσμος». Είναι σαν τον αέρα που αναπνέεις. Δεν μπορείς να τον αμφισβητήσεις. Ο βασικός θεμελιωτής της σύγχρονης θεωρίας Διεθνών Σχέσεων, ο Χανς Μοργκεντάου, σεβαστή προσωπικότητα, ένας από τους ελάχιστους πολιτικούς επιστήμονες και ειδικούς σε θέματα διεθνών σχέσεων που άσκησε κριτική στον πόλεμο του Βιετνάμ, με βάση κριτήρια ηθικής και όχι στρατηγικής.

Πολύ σπάνιο αυτό (Ο Μοργκεντάου) έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο The Purpose of American Politics, (Ο σκοπός της αμερικανικής πολιτικής). Γνωρίζετε ήδη τι ακολουθεί. Οι άλλες χώρες δεν έχουν κανέναν σκοπό. Ο σκοπός της Αμερικής, από την άλλη, είναι «υπερβατικός»: να φέρει ελευθερία και δικαιοσύνη στον υπόλοιπο κόσμο.

Ο Μόργκεντάου ωστόσο είναι καλός επιστήμονας, όπως ο Carothers. Ανέτρεξε λοιπόν στα ιστορικά αρχεία. Και είπε ότι αν τα μελετήσεις, μοιάζει σαν οι ΗΠΑ να μην έχουν καταφέρει να φθάσουν στον υπερβατικό τους σκοπό. Στη συνέχεια ωστόσο υποστηρίζει ότι το να ασκεί κανείς κριτική σε αυτόν τον υπερβατικό μας σκοπό ισοδυναμεί με το «να πέφτει στο ατόπημα του αθεϊσμού, ο οποίος αρνείται την ισχύ της θρησκείας με τα ίδια επιχειρηματολογία»- κάτι το οποίο αποτελεί καλή σύγκριση.

Πρόκειται για ένα πιστεύω με βαθιές θρησκευτικές βάσεις. Τόσο βαθιές που είναι δύσκολο να τις ξεμπλέξει κανείς. Και η οποιαδήποτε αμφισβήτηση οδηγεί σε υστερία σχεδόν, και συχνά σε κατηγορίες περί αντιαμερικανισμού ή «μίσους για την Αμερική»- ενδιαφέρουσες έννοιες που δεν υφίστανται σε δημοκρατικές κοινωνίες, μόνο σε ολοκληρωτικές, και εδώ, όπου θεωρούνται απλώς δεδομένες…