Η χρήση απεμπλουτισμένου ουρανίου σε βόμβες και πυρομαχικά κατά τη διάρκεια του πολέμου του Κοσσυφοπεδίου αποτελεί για πολλούς την αιτία για τα ασυνήθιστα υψηλά ποσοστά λευχαιμίας και άλλων μορφών καρκίνου στην περιοχή σήμερα. Ωστόσο το ΝΑΤΟ δεν έχει κάνει, όπως είχε δεσμευτεί, σχετικές μελέτες τα τελευταία χρόνια για να αποδειχθεί η φρικτή υποψία ότι η ραδιενέργεια είναι υψηλή και συνδέεται με αυξημένα κρούσματα της επάρατης νόσου. Οι δε μακροπρόθεσμες συνέπειες στο περιβάλλον παραμένουν άγνωστες.

Οπως μαρτυρούν οι κάτοικοι της περιοχής, οι ζημιές που έγιναν από τον πόλεμο καλύφθηκαν, αλλά δεν καθαρίστηκαν ποτέ όπως θα έπρεπε. Οι νατοϊκές δυνάμεις χρησιμοποίησαν περίπου 30.000 μικρά και μεγάλα όπλα με εμπλουτισμένο ουράνιο στο Κοσσυφοπέδιο.
Το ΝΑΤΟ διατηρεί ακόμη ειρηνευτικές δυνάμεις στην περιοχή (KFOR), αλλά δεν επιτηρεί πια τις περιοχές όπου είχαν χρησιμοποιηθεί τα περισσότερα ραδιενεργά πυρομαχικά για να ελέγξει αν υπάρχει ραδιενέργεια και πόση, δεδομένου ότι θεωρεί ότι τα επίμαχα πυρομαχικά είχαν ελεγχθεί λίγο μετά τη λήξη του πολέμου και «διαπιστώθηκε ότι δεν συνιστούν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία».
Το 2000 μία ομάδα του ΟΗΕ επισκέφτηκε μικρό τμήμα (περίπου το 12%) των περιοχών όπου χρησιμοποιήθηκε απεμπλουτισμένο ουράνιο και σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύτηκε τον επόμενο χρόνο η μόλυνση στο έδαφος ή το νερό δεν ήταν υψηλή.
Ομως η έκθεση δεν απέκλεισε μελλοντικούς κινδύνους και συνέστησε περαιτέρω ελέγχους, ιδίως του υδροφόρου ορίζοντα. Μάλιστα, ανέφερε ότι το απεμπλουτισμένο ουράνιο μπορεί να διεισδύσει στο έδαφος σε βάθος ως και επτά μέτρα και έπειτα να διαλυθούν σε θραύσματα.
Ορισμένες βόμβες είχαν πλήξει περιοχές κοντά σε υπόγεια υδροφόρα κοιτάσματα και πηγάδια που βρίσκονταν σε μικρό βάθος, ως και δύο μέτρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Το πόρισμα του ΟΗΕ προειδοποιούσε ότι το ουράνιο οξειδώνεται πολύ γρήγορα όταν έρχεται σε επαφή με το νερό και το οξυγόνο και ότι η «σκουριά» που δημιουργεί μπορεί εύκολα να διαλυθεί στο νερό και να το μολύνει.