Η καταδικαστική απόφαση για τους στρατηγούς ε.α. και τους ανώτερους αξιωματικούς του τουρκικού στρατού αποτελεί αναμφισβήτητα ιστορικό γεγονός για την Τουρκία, δημιουργεί όμως και σοβαρά πολιτικά προβλήματα. Ενισχύει τον διπολισμό και διευρύνει το χάσμα μεταξύ κεμαλιστών και φιλοϊσλαμιστικής κυβέρνησης και, ταυτόχρονα, επαναφέρει στο πολιτικό προσκήνιο το πρόβλημα της «κάθαρσης του στρατεύματος» και ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Υστερα από μια μαραθώνια διαδικασία 21 μηνών, την Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου, ημέρα προσευχής για τους μουσουλμάνους, το 10ο Κακουργιοδικείο της Κωνσταντινούπολης καταδίκασε 325 ανώτατους και ανώτερους αξιωματικούς εν αποστρατεία σε ποινές από ισόβια ως 15 ετών φυλάκιση για την άμεση ή έμμεση συμμετοχή τους στην κατάστρωση σχεδίων και την «προετοιμασία μηχανισμού ανατροπής της κυβέρνησης», τα οποία, ευτυχώς, δεν μπόρεσαν να υλοποιήσουν «λόγω καταστάσεων πέραν του ελέγχου τους».

Είναι ασφαλώς μια νίκη του δημοκρατικού κόσμου της Τουρκίας – της κυβέρνησης και των πνευματικών και άλλων εξωκυβερνητικών οργανώσεων – η καταδίκη των συνωμοτών. Εδειξε πρώτα απ’ όλα ότι ακόμη και τα ημίμετρα της κυβέρνησης του πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για τη Δικαιοσύνη και τον στρατό άρχισαν να αποδίδουν. Η γαλλική «Le Figaro» σημειώνει ότι με ικανοποίηση η κοινή γνώμη στην Τουρκία είδε «για πρώτη φορά να τιμωρούνται στρατηγοί επίδοξοι πραξικοπηματίες για απόπειρα ανατροπής της νόμιμης κυβέρνησης». Οπως τονίζει ο Μπουλέντ Κενές σε άρθρο του στη «Zaman», η όλη υπόθεση της ανάκρισης των αξιωματικών, της δίκης τους και της απόφασης του δικαστηρίου δείχνει ότι «η εποχή των άμεσων και συνηθισμένων πραξικοπημάτων παρήλθε».
Δεν είναι όλοι σύμφωνοι αν παρήλθε. Η εφημερίδα «Taraf», η οποία αποκάλυψε τη συνωμοσία, κάλεσε τον πρωθυπουργό «να ερευνήσει» μήπως «άρχισαν να διαπλέκονται» νέες «ύποπτες κινήσεις (…) σε εκδίκηση της καταδίκης των ηρώων τους». Ο ίδιος ο Κενές ανησυχεί μήπως στη θέση των παλαιού τύπου πραξικοπημάτων εμφανιστούν «έμμεσα και πολύ έξυπνα πραξικοπήματα» τα οποία δεν αποκλείεται «να άρχισαν ήδη να υλοποιούνται». Το «έγκλημα του Ουλούντερε», δηλαδή η «κατά λάθος» (;) δολοφονία 34 αμάχων από μια στρατιωτική μονάδα, οι αλλοπρόσαλλες «εξηγήσεις» του στρατού για την κατάρριψη του τουρκικού αεροσκάφους ανοιχτά των ακτών της Συρίας, η «πολύ περίεργη» έκρηξη στην αποθήκη πολεμικού υλικού στο Αφιόν Καραχισάρ για την οποία ο στρατός δεν δίνει καμία πληροφορία είναι μερικά από τα «περίεργα συμβάντα» που – δικαιολογημένα ίσως – ανησυχούν πολλούς.
Αλλά η απόφαση του Κακουργιοδικείου φέρνει προβλήματα στην κυβέρνηση Ερντογάν. Θα πρέπει να προχωρήσει στον εκδημοκρατισμό του στρατεύματος, θα πρέπει να πάρει μέτρα για μια πιο ανεξάρτητη Δικαιοσύνη. Θα τολμήσει ο πρωθυπουργός; «Ή θα αδιαφορήσει, θα φοβηθεί, θα μεταμεληθεί για όσα έλεγε προεκλογικά», όπως τον κατηγόρησε προσφάτως αρθρογράφος της «Milliyet»; Υπάρχουν, πραγματικά, δυσκολίες – η νότια περιοχή της χώρας (Ιράκ, Συρία) φλέγεται και το Κουρδικό με καθημερινά θύματα βρίσκεται πάλι στο προσκήνιο – αλλά και οι προσδοκίες του τούρκου πολίτη δεν είναι δυνατόν να εξακολουθήσουν να μένουν ανικανοποίητες. Την επομένη της απόφασης του Κακουργιοδικείου πανεπιστημιακοί, κοινωνικοί παράγοντες, κυβερνητικά και κομματικά στελέχη αλλά και σχολιαστές άρχισαν να φέρνουν στο προσκήνιο το θέμα του λαϊκού ελέγχου στον τουρκικό στρατό – την ανάγκη για «νέο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, έλεγχο (σ.σ. της Βουλής) στις στρατιωτικές δαπάνες, αξιοκρατία, παρακολούθηση της πολιτικής των στελεχών του στρατού κ.λπ.».

Ανασύνταξη των πασάδων
Ανοιχτοί οι λογαριασμοί για τη «Βαριοπούλα»
Η κεμαλική αντιπολίτευση και ένα σημαντικό τμήμα της κοινής γνώμης, όπως και πολλές εφημερίδες και σχολιαστές που στο παρελθόν συντάχθηκαν με τις χούντες και τους πραξικοπηματίες, προσπαθούν να εμφανίσουν την υπόθεση ως πολιτική «βεντέτα», ως «εξόφληση παλιών λογαριασμών» μεταξύ (κοσμικών) κεμαλιστών και του κυβερνητικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ). Η απόφαση του Κακουργιοδικείου «δεν τιμά ούτε τη Δικαιοσύνη ούτε τη δημοκρατία» ήταν ο σχετικός τίτλος στη «Hürriyet».
Ωστόσο η απόφαση δεν είναι το τέλος της υπόθεσης, γνωστής ως «Συνωμοσία της βαριοπούλας». Εγινε ήδη προσφυγή στο Εφετείο, το οποίο ίσως μετριάσει τις ποινές των χαμηλόβαθμων αξιωματικών, και προετοιμάζεται η προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Εχει ενδιαφέρον η «γραμμή» που – πιστεύεται ότι – θα ακολουθήσει η υπεράσπιση. Οπως και στη δίκη στο Κακουργιοδικείο, θα στηριχθεί σε δύο πόλους. Ο πρώτος είναι η αμφισβήτηση της γνησιότητας του σοβαρότερου αποδεικτικού: μιας μαγνητοφωνημένης συνομιλίας ανώτατων αξιωματικών και των τριών Οπλων οι οποίοι σχεδιάζουν το πώς θα δημιουργήσουν «κλίμα ανησυχίας» στην Τουρκία – μεταξύ άλλων, σχεδίαζαν κατάρριψη τουρκικού αεροσκάφους από δήθεν ελληνικό – δικαιολογώντας πραξικόπημα.
Ο δεύτερος πόλος θα είναι η διεθνής κοινή γνώμη. Στο Κακουργιοδικείο η υπεράσπιση περισσότερο φρόντισε να επηρεάσει την κοινή γνώμη στην Τουρκία και στο εξωτερικό παρουσιάζοντας τους κατηγορουμένους ως «θύματα πολιτικής εμπάθειας» παρά να πείσει το δικαστήριο για την αθωότητά τους – θα ήταν άλλωστε δύσκολο, αφού οι στρατηγοί και πολλοί νεότεροι αξιωματικοί είχαν παραδεχθεί ως έναν βαθμό την ενοχή τους.
Με επικεφαλής τον καθηγητή Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στο Χάρβαρντ Ντάνι Ρόντρικ, γαμπρό του πρώην αρχηγού του στρατού στρατηγού Τσελίν Ντογκάν (καταδικάστηκε σε ισόβια και πλήρη απομόνωση), μια πραγματική εκστρατεία «διαφώτισης» της τουρκικής και της δυτικής κοινής γνώμης εξαπολύθηκε ευθύς με την έναρξη της δίκης. Και είχε απήχηση. Στην Αγκυρα εκτιμούν ότι η Δύση επηρεάστηκε και «πιστεύει ότι η δίκη ήταν ανάλογη με τις δίκες του Μακάρθι» («Daily News»). Την περασμένη εβδομάδα η «Washington Post» δημοσίευσε άρθρο του Ρόντρικ, με τίτλο «Το έκτρωμα της τουρκικής Δικαιοσύνης», όπου χαρακτηρίζει την απόφαση «υποχώρηση της δημοκρατίας και της Δικαιοσύνης» και προειδοποιεί ότι «η υπόθεση μόλις τώρα αρχίζει».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ