Οποιο κι αν θα είναι το αποτέλεσμα των γαλλικών προεδρικών εκλογών, κάποιοι από τους νικητές είναι ήδη γνωστοί. Είναι ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν, πρώην γερουσιαστής των Σοσιαλιστών και νυν υποψήφιος του Αριστερού Μετώπου, στο οποίο συμμετέχουν τρία κόμματα της Αριστεράς, ο οποίος συγκεντρώνει στις δημοσκοπήσεις σήμερα 15% και την τρίτη θέση. Είναι όμως αναμφίβολα και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας (ΚΚΓ), που αφού εμφάνισε σημάδια διάλυσης, καταλήγοντας στην πανωλεθρία του 2007, ζει σήμερα απρόσμενα μεγάλη άνθηση, χάρη στην επιλογή του να υποστηρίξει μια υποψηφιότητα προερχόμενη από τον σοσιαλιστικό χώρο. Ο γενικός γραμματέας και αναμορφωτής του κόμματος, Πιερ Λοράν, βρέθηκε στην Ελλάδα και μας μίλησε για το φαινόμενο Μελανσόν, τα διακυβεύματα των γαλλικών εκλογών, αλλά και για τις διεξόδους που προτείνει η Αριστερά εξόδου από την οικονομική κρίση.

Από το 1,93% της Μαρί-Ζορζ Μπυφέ το 2007, στο 15% που δίνουν οι δημοσκοπήσεις στον Ζαν-Λυκ Μελανσόν σήμερα. Είναι θέμα προσώπου, εποχής ή κάτι διαφορετικό;
«Πρέπει να σας πω ότι η περίοδος που κυοφόρησε αυτή τη στρατηγική ήταν η ενωτική καμπάνια για το «Οχι» στο Ευρωσύνταγμα το 2005. Την καμπάνια εκείνη την ξεκίνησε το ΚΚΓ, αλλά συγκέντρωσε πολύ ευρύτερες δυνάμεις που αντιτίθενται στον φιλελευθερισμό. Από τότε γεννήθηκε η ανάγκη να μετατρέψουμε το ρεύμα αυτό σε μια συνεκτική πολιτική δύναμη. Βεβαίως η εξέλιξη δεν υπήρξε γραμμική, είχαμε και μεγάλες αποτυχίες, όπως αυτή του 2007. Ωστόσο πήραμε μαθήματα από τα λάθη μας. Η απόφασή μας να παραιτηθούμε από μια καθαρά κομμουνιστική υποψηφιότητα και να δώσουμε βάρος στο πρόγραμμα και στις θέσεις απέδειξε τη διάθεσή μας για ενότητα και βοήθησε τη συνεργασία και την εμπιστοσύνη των εταίρων μας. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και η βιαιότητα των πολιτικών του Νικολά Σαρκοζί, που είναι οι σκληρότερες που γνώρισε η Γαλλία μετά τον πόλεμο. Αυτή η πολιτική έκανε ένα μεγάλο κομμάτι Γάλλων να συναισθανθούν την ανάγκη μιας Αριστεράς που να μην είναι χλιαρή και αυτή την ανάγκη κάλυψε το Αριστερό Μέτωπο».

Αρκετοί υποστηρίζουν ωστόσο ότι η δημοσκοπική έκρηξη του Ζαν-Λυκ Μελανσόν είναι η τελευταία ελπίδα του Νικολά Σαρκοζί, καθώς αποδυναμώνει τον κύριο αντίπαλό του που είναι ο Σοσιαλιστής Ολάντ…
«Δεν συμφωνώ. Ο Σαρκοζί, ο οποίος είναι ο μοναδικός υποψήφιος της παραδοσιακής Δεξιάς στη Γαλλία, εδώ και εβδομάδες είναι κολλημένος στο ίδιο ποσοστό: 28%. Εκεί περίπου σταθερά βρίσκονται και οι Σοσιαλιστές. Επομένως η άνοδος του Αριστερού Μετώπου κάνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που λέτε: αυξάνει τη διαφορά της Αριστεράς επί της Δεξιάς εν όψει του δεύτερου γύρου. Η άνοδός μας αποτελεί εγγύηση για τη νίκη της Αριστεράς, γιατί προκύπτει από την κινητοποίηση ενός κόσμου ο οποίος συχνά απείχε από τις εκλογές. Οχι γιατί ανεχόταν τις πολιτικές της Δεξιάς, αλλά γιατί δεν έβρισκε προοπτική στις πολιτικές της Αριστεράς. Αυτό ακριβώς το φαινόμενο αλλάζει με το Αριστερό Μέτωπο που είναι η τροχαλία που τραβάει αριστερά το πολιτικό σκηνικό. Είμαστε άλλωστε καθαροί: θα πολεμήσουμε τον Σαρκοζί στον δεύτερο γύρο, αλλά δεν θα επιτρέψουμε η αλλαγή αυτή να γίνει μια αλλαγή χωρίς πραγματικό περιεχόμενο».

Αρα θα ψηφίσετε υπέρ του Φρανσουά Ολαντ στον δεύτερο γύρο και είστε έτοιμοι να κυβερνήσετε μαζί του; Ή είναι πιθανότερη μια συγκυβέρνηση των Σοσιαλιστών με το Κέντρο;
«Αυτά είναι δύο διαφορετικά ερωτήματα. Θα έλεγα να περιμένουμε το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου. Πριν από δύο μήνες ουδείς περίμενε ότι το Αριστερό Μέτωπο θα είχε σήμερα 15%, ουδείς γνωρίζει και ως πού μπορεί να φτάσει αυτή η άνοδος. Εμείς λέμε ότι αν στον δεύτερο γύρο βρεθεί ένας υποψήφιος της Αριστεράς, είτε ο Μελανσόν είτε ο Ολάντ, απέναντι από τον Σαρκοζί, πρέπει ο Σαρκοζί να χάσει. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα συναινέσουμε σε οποιαδήποτε πολιτική λιτότητας, έστω κι αν προέρχεται από τους Σοσιαλιστές. Αν ο Ολάντ δεν αλλάξει την πολιτική που προτείνει σήμερα, εμείς δεν πρόκειται να συγκυβερνήσουμε μαζί του. Εχουμε άλλωστε και τις βουλευτικές εκλογές αμέσως μετά και εκεί μια ισχυρή κοινοβουλευτική παρουσία του Αριστερού Μετώπου μπορεί να καθορίσει και τις πολιτικές της κυβέρνησης αλλά και τις εξελίξεις στο κοινωνικό μέτωπο».

Η Αριστερά σε όλη την Ευρώπη κατηγορείται ότι πέραν της διαμαρτυρίας δεν έχει καμία ρεαλιστική πρόταση.
«Αυτοί που μας εγκαλούν για έλλειψη ρεαλισμού καλά θα έκαναν να κοιταχθούν πρώτα στον καθρέφτη τους. Είναι οι δικές τους πολιτικές που μας βύθισαν σε αυτή την κρίση. Και όσες λύσεις πρότειναν όξυναν και την κοινωνική και την οικονομική κρίση. Πόσο ρεαλιστική λοιπόν είναι η επίμονη άρνησή τους στην πρόταση η Ευρωπαϊκή Τράπεζα να δανείζει τα κράτη με χαμηλό ή μηδενικό επιτόκιο προκειμένου να καλύψουν τα ελλείμματά τους και σταδιακά να αναπτύξουν τις οικονομίες τους; Η ΕΚΤ δάνεισε αυτά τα χρόνια 1.000 δισ. ευρώ στις ευρωπαϊκές τράπεζες με επιτόκιο 1% και αυτές οι τράπεζες εξακολουθούν να απομυζούν τα ευρωπαϊκά κράτη. Η πρόταση της Αριστεράς είναι να αλλάξει ο ρόλος της ΕΚΤ, να χρηματοδοτεί απευθείας τα κράτη, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα ευρωπαϊκό κοινωνικό απόθεμα που θα ενισχύσει τις δημόσιες υπηρεσίες και θα σταματήσει τη λιτότητα. Είναι ένα απολύτως ρεαλιστικό πρόγραμμα. Προφανώς, αυτό σημαίνει το πέρασμα στο κράτος ενός σημαντικού τμήματος της οικονομίας και τομέων-κλειδιών, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών. Αυτό θα οδηγήσει σε μια αύξηση του βιοτικού επιπέδου στην Ευρώπη, μέσω και της καθιέρωσης ενός ενιαίου κατώτατου μισθού, που θα σταματήσει τις εσωτερικές μετακινήσεις των επιχειρήσεων».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ