Τον «ηρωικό μύθο» και την «άβολη αλήθεια» για τους πολεμικούς ανταποκριτές αποκαλύπτει ο Ρόμπερτ Φισκ σε άρθρο του στον «Independent». Ο επί δεκαετίες ανταποκριτής της βρετανικής εφημερίδας στη Μέση Ανατολή, ο οποίος έχει καλύψει και ο ίδιος πολλούς πολέμους, τονίζει πόσο στρεβλό είναι να γνωρίζουμε όλοι το όνομα του βρετανού φωτογράφου Πολ Κονρόι, που τραυματίστηκε πρόσφατα στη Χομς της Συρίας, αλλά να μην γνωρίζουμε – ούτε να ενδιαφερόμαστε να μάθουμε – τα ονόματα των 13 σύρων εθελοντών που σκοτώθηκαν (από ελεύθερους σκοπευτές και θραύσματα) προσπαθώντας να τον σώσουν.

«Υπάρχει κάτι αδιόρατα αποικιοκρατικό σε όλα αυτά», γράφει ο Φισκ. «Εχουμε συνηθίσει τόσο την κινηματογραφική εκδοχή των «πολεμικών» ανταποκριτών που γίνονται πιο σημαντικοί από το ρεπορτάζ τους».

Το στρατιωτικό αλεξίσφαιρο γιλέκο έχει μετατραπεί στο σύμβολο κάθε τηλεοπτικού δημοσιογράφου που καλύπτει έναν πόλεμο. «Δεν έχω τίποτε εναντίον του γιλέκου αυτού. Φορούσα κι εγώ ένα στη Βοσνία», λέει ο πολυβραβευμένος βρετανός δημοσιογράφος. «Γνωρίζω ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες επιμένουν οι δημοσιογράφοι και τα συνεργεία να φορούν τέτοιες στολές. Αλλά εκεί έξω δημιουργείται μια διαφορετική εντύπωση: ότι η ζωή ενός δυτικού δημοσιογράφου έχει μεγαλύτερη αξία από εκείνη των «ξένων» αμάχων που υποφέρουν γύρω του».

Ενα εξίσου στρεβλό φαινόμενο έκανε την εμφάνισή του πριν από μια 15ετία: πώς «αντεπεξέρχονταν» οι πολεμικοί ανταποκριτές; Πρέπει να δουν ψυχολόγο για τις φοβερές τους εμπειρίες; Η «Press Gazette», βρετανικό έντυπο που απευθύνεται σε δημοσιογράφους, κάλεσε τον Φισκ για ένα σχόλιο επ’ αυτού. «Αρνήθηκα να μιλήσω. Το άρθρο φλυαρεί για τα τραύματα που υφίστανται οι δημοσιογράφοι – και στη συνέχεια υποστηρίζει ότι όσοι αρνούνται την ψυχολογική «βοήθεια» είναι αλκοολικοί. Είναι είτε οι ψυχολογικές μπαρούφες είτε το μπουκάλι του τζιν. Η τρομερή αλήθεια βεβαίως είναι ότι, αν η κατάσταση γίνει υπερβολικά δύσκολη, οι δημοσιογράφοι μπορούν να πετάξουν στο σπίτι τους business class και με ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι. Οι φτωχοί, χωρίς αλεξίσφαιρα γιλέκα, που αφήνουν πίσω τους – οι οποίοι έχουν παρακατιανά διαβατήρια χωρίς βίζα για τη Δύση και προσπαθούν απεγνωσμένα να αποφύγουν την αιματοχυσία της ευάλωτης οικογένειάς τους – είναι εκείνοι που χρειάζονται «βοήθεια»».

Ο Φισκ θυμάται τους ξένους δημοσιογράφους που είχαν συρρεύσει στη Σαουδική Αραβία με στρατιωτική περιβολή πριν από τον Πόλεμο του Κόλπου το 1991. «Ενας από αυτούς, Αμερικανός, φορούσε ακόμη και μπότες παραλλαγής με φύλλα ζωγραφισμένα πάνω τους – αν και η έρημος χαρακτηρίζεται από παντελή έλλειψη δέντρων. Παραδόξως, πολλοί πραγματικοί στρατιώτες, ιδίως αμερικανοί πεζοναύτες, κρατούσαν ημερολόγιο με τις εμπειρίες τους το οποίο συχνά μου πρόσφεραν προς δημοσίευση. Ως φαίνεται, οι ρεπόρτερ ήθελαν να γίνουν στρατιώτες και οι στρατιώτες ρεπόρτερ».

Η περίεργη αυτή «συνένωση» γίνεται ιδιαίτερα εμφανής όταν «»πολεμικοί» ανταποκριτές μιλούν για τις «εμπειρίες τους από τη μάχη»». Ο Φισκ θυμάται τρεις βετεράνους των πολέμων σε Ιράκ και Αφγανιστάν οι οποίοι υποτίμησαν δημοσιογράφο που χρησιμοποίησε την έκφραση αυτή σε εκδήλωση αμερικανικού πανεπιστημίου πριν από τρία χρόνια: «»Συγνώμη κύριε», του είπε ο ένας τους ευγενικά. Δεν είχατε «εμπειρία από τη μάχη» αλλά «έκθεση στη μάχη». Δεν είναι το ίδιο».

«Κάθε τιμή σε όλους όσοι έστειλαν ρεπορτάζ από τη Χομς», καταλήγει ο Φισκ. «Ιδού όμως μια σκέψη: όταν οι Ισραηλινοί εξαπέλυσαν τον ωμό βομβαρδισμό της Γάζας το 2008, απαγόρευσαν σε όλους τους δημοσιογράφους να καλύψουν τον πόλεμο, όπως ακριβώς προσπάθησαν να κάνουν και οι Σύροι στη Χομς. Οι Ισραηλινοί πέτυχαν πολύ καλύτερα να αποκλείσουν εμάς τους Δυτικούς από το να δούμε την αιματοχυσία που ακολούθησε. Οι παλαιστίνιοι ρεπόρτερ ανέλαβαν να καλύψουν την δοκιμασία του ίδιου του λαού τους. Εκαναν εξαιρετική δουλειά. Περιέργως, όμως, τα ειδησεογραφικά μέσα του Λονδίνου και της Ουάσινγκτον δεν επέδειξαν τον ίδιο ενθουσιασμό για να στείλουν τους ανθρώπους τους στη Γάζα με εκείνον που επέδειξαν για να τους στείλουν στη Χομς. Απλώς μια σκέψη. Πολύ δυσάρεστη».