Μια οικογενειακή βεντέτα που «έθρεψε» γενιές και γενιές. Ενα µωρό δύο µηνών που κατάφερε να επιβιώσει, χάνοντας όµως τους γονείς του. Μια τρυφερή ιστορία αγάπης ανάµεσα σε δύο ηλικιωµένους που θα µπορούσε άνετα να αποτελέσει το σενάριο κάποιας νέας κινηµατογραφικής ταινίας. Ανατρέχοντας κανείς στους «φακέλους» των 706 διασωθέντων (επί συνόλου 2.223 επιβαινόντων) του ναυαγίου του θρυλικού «Τιτανικού», θα ανακαλύψει ότι ακόµη και σήµερα, έναν ολόκληρο αιώνα αργότερα, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που παρουσιάζουν πραγµατικό ενδιαφέρον.

|||||||| Η ηρωική σουφραζέτα

Η Αµερικανίδα Μάργκαρετ Τόµπιν, για παράδειγµα, είναι µία από αυτές. Οταν επιβιβάστηκε στον «Τιτανικό» προκειµένου να βρεθεί κοντά στο άρρωστο εγγόνι της στη Νέα Υόρκη όσο το δυνατόν γρηγορότερα από τη Γαλλία την οποία επισκεπτόταν τότε, ήταν ήδη γνωστή για την ενεργή δράση της τόσο στο φεµινιστικό κίνηµα της εποχής όσο και στην πολιτική, αφού διεκδικούσε θέση στα κοινά προτού καν αναγνωριστεί στις γυναίκες δικαίωµα ψήφου. Αποφάσισε να κάνει αυτό το ταξίδι µε την κόρη της, φοιτήτρια στη Σορβόνη, η οποία όµως έµεινε πίσω την τελευταία στιγµή. Ετσι λίγοι ήταν οι συγγενείς και οι φίλοι που γνώριζαν ότι η Μάργκαρετ ήταν µεταξύ των επιβαινόντων του «αβύθιστου» υπερωκεανίου, το οποίο χάθηκε τελικά στα βάθη του Ατλαντικού Ωκεανού στις 2.30 το πρωί της 15ης Απριλίου 1912…

Οταν ο «Τιτανικός» – που εκτελούσε το παρθενικό του ταξίδι από το Σαουθάµπτον της Αγγλίας στη Νέα Υόρκη – προσέκρουσε στο παγόβουνο, η Μάργκαρετ βοήθησε µε αυταπάρνηση όσους µπορούσε να επιβιβαστούν στις σωσίβιες λέµβους και ωστόσο χρειάστηκε µεγάλη πίεση προκειµένου να αποφασίσει και η ίδια να βρει µια θέση στην τελευταία από αυτές. Και εκεί όµως ανέλαβε δράση: κωπηλατούσε σαν άνδρας και έδινε κουράγιο σε όλους τους υπόλοιπους. Ωστόσο την πιο ουσιαστική βοήθεια την προσέφερε αφού είχαν πλέον επιβιβαστεί στα «Καρπάθια», το πλοίο που περισυνέλεξε τους διασωθέντες, όπου έµεινε αξιοποιώντας τις γνώσεις της στη γαλλική, στη γερµανική και στη ρωσική γλώσσα, ώσπου και ο τελευταίος από αυτούς να επανασυνδεθεί µε την οικογένειά του ή να τύχει της αναγκαίας ιατρικής βοήθειας. Και όχι µόνο: αµέσως µόλις έφθασαν, επιτέλους, στη Νέα Υόρκη, η Μάργκαρετ ίδρυσε την Επιτροπή ∆ιασωθέντων, ανέλαβε την προεδρία της και κατόρθωσε να συγκεντρώσει σε χρόνο-ρεκόρ τα πρώτα 10.000 δολάρια για την ανακούφιση όσων είχαν ανάγκη.

«Υστερα από µια τροµακτική περιπέτεια στη µέση του ωκεανού, κατάφερα να επιζήσω» έγραφε λίγο αργότερα στην κόρη της. «Μου έστειλαν τόσα λουλούδια, γράµµατα και τηλεγραφήµατα που κυριολεκτικά ζαλίστηκα. Κάποιοι ζητούν από το Κογκρέσο να µου απονείµει µετάλλιο… Ακόµη και γιατρό να χρειαστώ για το πιο απλό πράγµα, θα τρέξει όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά επειδή είµαι η ηρωίδα του “Τιτανικού”…».

|||||||| Η οργή της για τη δίκη

Η Μάργκαρετ ήταν µια γυναίκα µε χιούµορ, όπως προκύπτει από την επιστολή που έστειλε λίγο µετά τα γεγονότα στον δικηγόρο της στο Ντένβερ: «Σας ευχαριστώ για τις ευγενικές σας σκέψεις. Το νερό ήταν καλό και το κολύµπι περίφηµο. Ο Ποσειδώνας ήταν εξαιρετικά καλός µαζί µου και τώρα ευτυχώς είµαι καλά και στεγνή…».

Από τη θέση της προέδρου της Επιτροπής ∆ιασωθέντων, η Μάργκαρετ Τόµπιν µερίµνησε για την απονοµή µεταλλίων στον πλοίαρχο και στο πλήρωµα του «Καρπάθια». Αργότερα φρόντισε για την ανέγερση του µνηµείου του «Τιτανικού» στην Ουάσιγκτον, έκανε ό,τι µπορούσε για τη µνήµη των θυµάτων και εξέφρασε σε όλους τους τόνους την οργή της για το ότι, ως γυναίκα, δεν της επιτράπηκε να καταθέσει στη δίκη για το ναυάγιο. Ως αντίδραση σε αυτό, κατέγραψε την προσωπική της άποψη σε άρθρα τα οποία δηµοσιεύθηκαν σε εφηµερίδες στο Ντένβερ, στη Νέα Υόρκη και στο Παρίσι. Η Μάργκαρετ εκµεταλλεύθηκε την ιδιότυπη «φήµη» που απέκτησε µέσω του ναυαγίου προκειµένου να προωθήσει τα θέµατα τα οποία την απασχολούσαν πάντα: τα εργατικά δικαιώµατα, τη χειραφέτηση των γυναικών, την παιδεία και την εξάλειψη του αναλφαβητισµού, τη διαφύλαξη της Ιστορίας και της παράδοσης. Ως το τέλος της ζωής της όµως, στις 26 Οκτωβρίου 1932, η φροντίδα των επιζώντων του «Τιτανικού» ήταν η βασικότερη, ίσως, έγνοια της…

|||||||| Το όνειρο που έγινε εφιάλτης

Ανελκυστήρες για γρήγορη πρόσβαση στα διάφορα καταστρώµατα, χαµάµ, γυµναστήριο, πισίνα, ταχυδροµεία και υπερβολική πολυτέλεια, αφού το σέρβις και το φαγητό που προσέφερε στους επιβάτες της Α’ θέσης ήταν πολύ πλουσιότερο από αυτό των σύγχρονων ξενοδοχείων πέντε αστέρων. Αυτά ήταν µερικά µόνο απ’ όσα δελεαστικά µπορούσαν να απολαύσουν όσοι επέλεγαν να ταξιδέψουν µε τον «Τιτανικό», ένα πραγµατικό θαύµα της ναυπηγικής για την εποχή του, δεδοµένου του ότι αποτελούσε έναν πρωτοποριακό τύπο πλοίου. Ναυπηγήθηκε από τα ναυπηγεία Harland και Wolf στο Μπέλφαστ, για την εταιρεία White Star Line.

Στις 23.40 της 14ης Απριλίου 1912 προσέκρουσε σε ένα παγόβουνο στον Ατλαντικό, αφού οι προσπάθειες για την αποφυγή µιας τέτοιας εξέλιξης απέβησαν άκαρπες λόγω της µεγάλης ταχύτητας µε την οποία κινούνταν το πλοίο στην προσπάθειά του να φθάσει στο λιµάνι της Νέας Υόρκης νωρίτερα του αναµενοµένου. Ο «Τιτανικός», ένα από τα πρώτα πλοία που χρησιµοποίησε το σήµα κινδύνου SOS, βυθίστηκε δύο ώρες και σαράντα λεπτά αργότερα, παρασύροντας στον θάνατο περίπου 1.500 ανθρώπους. Το ναυάγιο έχει κατά καιρούς εµπνεύσει διάφορες θεωρίες εξήγησής του, ενώ στάθηκε και η αιτία για την αλλαγή διαφόρων νόµων της ναυτιλίας, και κυρίως σε θέµατα σωστικών µέσων των πλοίων.

ΜΕΜΙΑΜΑΤΙΑ

4.350 δολάρια κόστιζε το εισιτήριο της Α’ θέσης στον «Τιτανικό» , 1.750 της Β’ θέσης και 30 της Γ’ .

13 ζευγάρια που γιόρταζαν τον μήνα του μέλιτος ταξίδευαν με το υπερωκεάνιο.

900 τόνους αποσκευών και φορτίου μετέφερε στο ταξίδι του.

30 δευτερόλεπτα ήταν το διάστημα που μεσολάβησε από τη στιγμή που είδαν το παγόβουνο ως την πρόσκρουση του πλοίου σε αυτό.

3 χρόνια χρειάστηκαν για την κατασκευή του πλοίου και λιγότερο από τρεις ώρες για να βυθιστεί.

270 μέτρα ήταν το μήκος του «Τιτανικού», δηλαδή το μέγεθος τριών σύγχρονων Airbus A380.

6.000 αντικείμενα έχουν ανακτηθεί ως σήμερα από τα συντρίμμια του «Τιτανικού», ο οποίος βρίσκεται 12.467 μέτρα κάτω από την επιφάνεια του ωκεανού.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ