Την περασµένη Κυριακή έκλεισαν 20 χρόνια από την υποστολή της «κόκκινης σηµαίας µε το σφυροδρέπανο» από τον κεντρικό πύργο του Κρεµλίνου – η τελική πράξη της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ενωσης. Το γεγονός πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Ωστόσο ήταν ένα από τα πιο σηµαντικά του 20ού αιώνα. Τη σηµασία του την υπογράµµισε ίσως όσο κανένας άλλος τόσο εύγλωττα ο Χένρι Κίσινγκερ µε τη φράση: «Αν υπήρχε (Σοβιετική Ενωση) θα ήταν αδιανόητη η οποιαδήποτε στρατιωτική επέµβασή µας στο Ιράκ».

Ο ρώσος καθηγητής Ντµίτρι Τρένιν σε µια παλαιότερη πολυσέλιδη ανάλυση των «ιστορικών µεταβολών της νεότερης πολιτικής ιστορίας της Ευρώπης» σηµειώνει ότι « η εξαφάνιση της ΕΣΣ∆ από την παγκόσµια ανταγωνιστική αρένα (…) ανέτρεψε ακαριαία το διπολικό σύστηµα που επί 40 χρόνια συντήρησε την ειρήνη στον κόσµο, ανοίγοντας έτσι τον δρόµο σε µία µοναδική ∆ύναµη η οποία, αλαζονικά και εκβιαστικά, έκανε τη χειρότερη χρήση αυτής της ευνοϊκής για εκείνη συγκυρίας».

Η αλλαγή στα σύµβολα κυριαρχίας στο Κρεµλίνο εκείνα τα Χριστούγεννα του 1991 δεν ήταν παρά η επισηµοποίηση µιας κατάστασης που είχε διαµορφωθεί πολλούς µήνες πριν, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν η µία µετά την άλλη οι χώρες του πάλαι ποτέ Συµφώνου της Βαρσοβίας ανακτούσαν αναίµακτα την ανεξαρτησία τους και οι ∆ηµοκρατίες της ΕΣΣ∆ (Καζακστάν, Ουζµπεκιστάν, Ουκρανία κ.ά.) είχαν ήδη αποχωρήσει από τη σοβιετική αυτοκρατορία. Στη θέση της σοβιετικής σηµαίας – που συµβόλιζε ένα όνειρο αλλά και µία ελπίδα για εκατοντάδες εκατοµµύρια ανθρώπους σε όλα τα πλάτη και τα µήκη της Γης – στις 25 ∆εκεµβρίου του 1991 υψώθηκε και κυµατίζει έκτοτε η τρίχρωµη ρωσική σηµαία, που αν είχε και τον χρυσό δικέφαλο αετό θα ήταν η σηµαία της τσαρικής Ρωσίας.

Ούτε το νέο εθνικό έµβληµα ούτε η επαναφορά της µουσικής, αλλά µε άλλους στίχους, του σοβιετικού ύµνου ως εθνικού ύµνου της «νέας Ρωσίας» είναι ένδειξη ότι η ρωσική πολιτική ηγεσία τρέφει ιµπεριαλιστικά όνειρα. Ακόµη και το «όραµα» της Ευρασίας το οποίο εµφάνισε ο Βλαντίµιρ Πούτιν πριν από λίγους µήνες είναι περισσότερο προεκλογική λαϊκιστική παρλάτα παρά ρεαλιστική πολιτική προοπτική. Ωστόσο, είναι το µόνο συγκεκριµένο σχέδιο εξωτερικής πολιτικής που παρουσίασε το Κρεµλίνο στην 20ετία της «νέας κατάστασης».

∆εν ξενίζει αυτή η «ξηρασία» σχεδίων και προοπτικών της Μόσχας. Ο Πολ Κένεντι, βρετανός καθηγητής στο αµερικανικό Πανεπιστήµιο του Γέιλ, στο σύγγραµµά του «The Rise and Fall of the Great Powers» (1987) διαπιστώνει – και τεκµηριώνει πλήρως – ότι όλες οι χώρες και οι ηγεσίες τους που προέκυψαν από την κατάρρευση είτε τη διάλυση αυτοκρατοριών δεν κατόρθωσαν να διατυπώσουν µια ρεαλιστική κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής τους και λίγο – πολύ προσκολλήθηκαν στο αντίπαλο στρατόπεδο. Η Ρωσία που γεννήθηκε από τη διάλυση της ΕΣΣ∆ µπορεί να µην ακολούθησε αυτό το προηγούµενο, έγινε όµως «εταίρος», «συνεταίρος», «στρατηγικός παράγων» κ.ά. µε την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και άλλους µηχανισµούς διεθνούς συνεργασίας που δηµιούργησε και προωθεί το «αντίπαλο στρατόπεδο».

Ηταν φυσικά αναγκασµένη πρώτα να «καθαρίσει» το εσωτερικό της και να βάλει κάποιες νέες βάσεις προτού επιχειρήσει να ανακτήσει µέρος έστω της διεθνούς παρουσίας που είχε ως Σοβιετική Ενωση. Η περίοδος του Μπορίς Γέλτσιν δεν βοήθησε σ’ αυτό, µολονότι η νέα Ρωσία εντάχθηκε στην οµάδα των G7 (G-7+1) όχι τόσο για την οικονοµική ισχύ της όσο από κακό υπολογισµό της Ουάσιγκτον η οποία πίστευε ότι θα την έχει πάντοτε υποχείρια. Η οκταετία του Πούτιν δηµιούργησε κάποιο πλαίσιο ώστε επί Ντµίτρι Μεντβέντεφ να υπάρχει ένα (αρκετά) σύγχρονο κράτος που στα αµέσως επόµενα χρόνια θα είναι σε θέση να παίξει έναν σηµαντικό διεθνή ρόλο. Ο πρόεδρος που θα εκλεγεί την ερχόµενη άνοιξη – ο Βλαντίµιρ Πούτιν, ασφαλώς – µε αυξηµένο τον χρόνο της θητείας του σε έξι χρόνια θα είναι εκείνος που θα αναλάβει αυτό το έργο.

∆ΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΙΣ
Νοσταλγούν την Παιδεία, την Πρόνοια και το κύρος της ΕΣΣ∆

Είναι ευχαριστηµένος ο σηµερινός Ρώσος µε την αλλαγή; Το ολλανδικό Political and Social Studies Fund έκανε τον περασµένο Σεπτέµβριο µια εντυπωσιακή σε µέγεθος και πληρότητα δηµοσκόπηση. Ρώτησε 73.084 άτοµα όλων των µορφωτικών και οικονοµικών κατηγοριών, σε όλη τη χώρα, από τα ευρωπαϊκά της σύνορα στην Ουκρανία ως την Απω Ανατολή. Σε γενικές γραµµές, ένα 65% είναι ικανοποιηµένο, ιδιαίτερα εκείνοι που πιστεύουν ότι «έχουν θετικό µέλλον µπροστά τους». Ενα 22% είναι «πολύ δυσαρεστηµένοι» έως και «εχθρικοί». Στην πλειονότητά τους είναι άτοµα µεγάλης ηλικίας και έφηβοι (45%).

Η έλλειψη ασφάλειας, η µείωση του εθνικού γοήτρου και του διεθνούς ρόλου της Ρωσίας και ο πληθωρισµός τροφοδοτούν τη νοσταλγία τους για το σοβιετικό καθεστώς. (Ενα 8% παραµένουν κοµµουνιστές αλλά κατηγορούν τον Ιωσήφ Στάλιν για τα «γνωστά εγκλήµατα» και τον Μπρέζνιεφ για «ανοχή και συµµετοχή σε µιαν απίστευτη σε έκταση διαφθορά»).

Είναι ενδιαφέρον ότι σε τρία στοιχεία πολιτικής συµφωνούν σχεδόν όλοι – το 90%. Είναι η επιθυµία και η ελπίδα τους να επανέλθει στο σοβιετικό επίπεδο ποιότητας η Παιδεία και ο πολιτισµός, δεύτερον, να «σοβιετοποιηθεί» η κοινωνική προστασία και ασφάλεια και, τρίτον, να ξαναγίνει η Ρωσία µεγάλη δύναµη, µε διεθνές κύρος και ρεαλιστικές διεθνείς πρωτοβουλίες.

ΑΣΙΑ
Αναζητείται ηγετικός ρόλος

Σήµερα και στα επόµενα χρόνια η Ρωσία έχει να «παίξει» σε µια σκακιέρα όπου η διεθνής επιρροή της Αµερικής συρρικνώνεται, µε την προσοχή της να αποµακρύνεται από την Ευρώπη και να στρέφεται προς την Απω Ανατολή. Εκεί δηλαδή όπου η Κίνα αρχίζει να κυριαρχεί, στον Ειρηνικό-Ινδικό χώρο, και να παίζει καθοριστικό ρόλο στην παγκόσµια οικονοµία, ενώ η Ευρώπη – πατροπαράδοτη «περιοχή» της Ρωσίας σε οικονοµικές, πολιτιστικές, στρατιωτικές αλλά και πολιτικές συµµαχίες και συνεργασίες – βρίσκεται σε οικονοµική και πολιτικο-ιδεολογική κρίση. Καθώς µάλλον αποκλείεται να κληθεί να παίξει ρόλο διαιτητή στην απίθανη περίπτωση επικίνδυνης κρίσης µεταξύ Αµερικής και Κίνας, το Κρεµλίνο θα αναγκαστεί να περιοριστεί σε άσκηση ισορροπιών στον διεθνή χώρο και σε ένταξη όσο το δυνατόν περισσότερων ασιατικών κρατών σε µια χαλαρή και άτυπη «συνεργατική οµοσπονδία» (Federal Partnership την ονόµασε το Πεκίνο) στην οποία θα προσπαθήσει να διατηρήσει ηγετικό ρόλο.

Με την εκµετάλλευση του ενεργειακού θησαυρού της και την ανάκαµψη του επιστηµονικού-τεχνολογικού δυναµικού της – τα µόνα πλέον «προσόντα» της – η αυριανή Ρωσία θα προσπαθήσει να διασφαλίσει µια θέση στον προθάλαµο των Μεγάλων ∆υνάµεων. Στόχος διόλου εύκολος…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ