Αν υπάρχει µια πειστική ένδειξη της απόστασης που χωρίζει τη Βρετανία από τα κράτη του ευρωπαϊκού Continent, αυτή ασφαλώς είναι η αδιαφορία – για να µη γράψω η ανακούφιση – µε την οποία έγινε δεκτή στις Βρυξέλλες η στοµφώδης δήλωση του βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάµερον στο Ευρωπαϊκό Συµβούλιο της 8ης-9ης ∆εκεµβρίου ότι αρνείται να αποδεχτεί το προσχέδιο για µεγαλύτερη δηµοσιονοµική ένωση της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ).

Αναµφισβήτητα, η απόφαση των Βρυξελλών περιορίζει ακόµη περισσότερο την οικονοµική ανεξαρτησία των κρατών-µελών της ΕΕ, ιδιαίτερα εκείνων που µετέχουν στην ευρωζώνη. Αλλά είναι ακριβώς αυτό το «κούρεµα» της δηµοσιονοµικής ανεξαρτησίας τους – ήδη περιορισµένης άλλωστε – το οποίο ανοίγει τον δρόµο όχι µόνο σε µια αληθινή οικονοµική ενοποίηση της Ευρώπης αλλά και στην οµοσπονδιακή ενοποίησή της, προς το πολιτικό µοντέλο το οποίο οραµατίστηκαν οι πρώτοι εµπνευστές της και το οποίο, δυστυχώς, αγνοήθηκε ως στόχος τα τελευταία χρόνια. Κατά βάθος, ήταν αυτό το µοντέλο το οποίο ενοχλούσε τη βρετανική πολιτική τάξη και τον βρετανικό κόσµο των επιχειρηµατιών, τραπεζιτών κ.ά. Το φάντασµά του – όραµα, για την πλειονότητα των Ευρωπαίων, περιλαµβανοµένων και των πολιτικών τους – ήταν εκείνο που οδήγησε στο βέτο τον βρετανό πρωθυπουργό.

Ο ενοχλητικός εταίρος

∆εν χύνουν µαύρο δάκρυ οι Ευρωπαίοι για τον αυτοαποκλεισµό της Βρετανίας από τη δηµοσιονοµική και (απώτερη) πολιτική προοπτική της ΕΕ. Αλλωστε, η Βρετανία δεν θέλησε ποτέ να γίνει και να είναι ένα πραγµατικό µέλος της ενωµένης Ευρώπης.

Εκείνη που θα πληγεί από την άρνηση να συµπλεύσει µε την Ευρώπη δεν θα είναι η Ευρώπη αλλά η Βρετανία. Αυτό αν δεν το ξέρουν κάποιοι στο Λονδίνο, θα το µάθουν αργά ή γρήγορα. Από µήνες τώρα, όταν οι Συντηρητικοί µε επικεφαλής τους ευρωσκεπτικιστές τους ήρθαν στην εξουσία, οι σχέσεις Βρετανίας – ΕΕ έγιναν προβληµατικές. Οι (φραστικές) συγκρούσεις έγιναν καθηµερινότητα, οι Βρυξέλλες κατηγορούσαν ακόµη και δηµόσια το Λονδίνο ότι «δεν βοηθά» στη λήψη µέτρων – είναι και η Ελλάδα θύµα αυτής της βρετανικής τακτικής – και έτσι βρήκαν κάποια βάση οι φήµες που κυκλοφορούν στην έδρα της ΕΕ. Οτι δηλαδή ο Κάµερον έπεσε σε παγίδα που του έστησαν – για να τον ξεφορτωθούν – οι Νικολά Σαρκοζί και Ανγκελα Μέρκελ, όταν τον ώθησαν σε «δίληµµα χωρίς άλλη διέξοδο από το βέτο».

Τα χειρότερα έρχονται

Τα πρώτα αρνητικά για τη Βρετανία συµπτώµατα θα εκδηλωθούν την ερχόµενη άνοιξη, όταν θα αρχίσουν να υλοποιούνται από τους «17+6» τα µέτρα. Οι συναλλαγές µε τις ευρωπαϊκές τράπεζες που είναι εγκαταστηµένες στο Σίτι του Λονδίνου θα είναι υποχρεωµένες στο εξής να ακολουθήσουν τους κανόνες και τους περιορισµούς που θα επιβάλει η δηµοσιονοµική πειθαρχία στην ευρωζώνη και αυτό θα περιορίσει τον κύκλο εργασιών τους. Η «Frankfurter Allgemeine» (12/12) υπολογίζει ότι οι 16 µεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες του Σίτι, µε συναλλαγές το 2010 που ξεπέρασαν τα 32 δισ. λίρες, θα δουν την πελατεία τους – και τις συναλλαγές τους, φυσικά – να περιορίζεται ως και 60%.

Η ΕΥΡΩΠΗΤΕΛΕΙΩΝΕΙΣΤΗ ΜΑΓΧΗ
Οταν η Θάτσερ απαιτούσε «τα λεφτά µου πίσω»

Στη δεκαετία του ’50, τότε που µπήκαν οι βάσεις για την ενωµένη Ευρώπη, η Βρετανία έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να την εµποδίσει και να την υπονοµεύσει, δελεάζοντας τα µικρά ευρωπαϊκά κράτη, συµπεριλαµβανοµένης της Ελλάδας, να συνασπισθούν σε µια «κοινή εµπορευµατική αγορά», την αλήστου µνήµης ΕΖΕΣ (Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών). Το Λονδίνο ζούσε ακόµη µε τις φαντασιώσεις της αυτοκρατορίας, ότι θα µπορούσε να «ηγείται λαών και κρατών», αλλά η πραγµατικότητα το προσγείωσε. Με «κράχτες» την Ολλανδία και την Ιταλία προκάλεσε «ευρωπαϊκή (!) πρόταση» να ενταχθεί στην τότε ΕΟΚ, αλλά αυτό προσέκρουσε στον ψυχρό ρεαλισµό του στρατηγού Ντε Γκωλ ο οποίος δηµόσια αµφισβήτησε την «ευρωπαϊκότητα» της Αγγλίας. Μόνο όταν πέθανε ο γάλλος ηγέτης και µε πιεστική παρέµβαση της Ουάσιγκτον στις Βρυξέλλες η Βρετανία έγινε δεκτή στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Από την πρώτη στιγµή άρχισαν οι – στην ουσία – υπονοµευτικές βρετανικές προσπάθειες. Στις Βρυξέλλες – τις οποίες ο βρετανικός Τύπος λοιδορεί συνεχώς ως «άντρον αναποτελεσµατικής γραφειοκρατίας» – ακόµη ηχεί η απειλητική πρόκληση της πρωθυπουργού κυρίας Μάργκαρετ Θάτσερ «απαιτώ να πάρω τα λεφτά µου πίσω», που σήµαινε αξίωση για αυξηµένα κονδύλια και περιορισµένες υποχρεώσεις για τη Βρετανία και τους πολίτες της. ∆ιότι, διαφορετικά, θα αποχωρούσε η Βρετανία από τη διαµορφούµενη τότε ΕΕ.

Ας σηµειωθεί ότι η απειλή είχε την πλήρη υποστήριξη της «Αµερικής του Ρίγκαν» και η Ευρώπη δεν ήταν δυνατόν να την αγνοήσει. Ετσι η Βρετανία απέκτησε «καθεστώς ειδικής µεταχείρισης» µέσα στην ΕΕ, αρχίζοντας από τα κονδύλια των γεωργικών προγραµµάτων, ως τη «διακριτικότητα εφαρµογής» του Σένγκεν, τη φορολογική νοµοθεσία, την άτυπη ασυλία των υπηκόων της κ.λπ. Και, εννοείται, ούτε µία στιγµή το Σίτι δεν συζήτησε σοβαρά το ενδεχόµενο ένταξης της Βρετανίας στην ευρωζώνη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ