Ενα υπερσύγχρονο πολεμικό μουσείο, σχεδιασμένο από τον διάσημο αρχιτέκτονα Ντάνιελ Λίμπεσκιντ, θα ανοίξει σύντομα στη Δρέσδη. Αν και βρίσκεται υπό την αιγίδα των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, της Μπούντεσβερ, ιστορικοί ελπίζουν ότι θα ρίξει νέο φως στον πόλεμο και τα δεινά που προκαλεί. Μάλιστα μία μεγάλη αίθουσα είναι αφιερωμένη στη σφαγή των κατοίκων του ελληνικού χωριού Κομμένο από την Βέρμαχτ, επί ναζιστικής κατοχής.
Στις 16 Αυγούστου 1943, γερμανοί στρατιώτες επιτέθηκαν στο χωριό Κομμένο, στο νομό Αρτας, αν και είχαν διαταγή να κάνουν απλώς αναγνωριστική επιχείρηση αναζητώντας αντάρτες και όχι επίθεση. Εκαψαν τα σπίτια, βίασαν γυναίκες, σκότωσαν και βασάνισαν άνδρες και γυναικόπαιδα. Κάποια στιγμή ένας παπάς με το ευαγγέλιο στα χέρια πήγε να μιλήσει στους γερμανούς στρατιώτες. Επεσε νεκρός από τις σφαίρες τους. Το ευαγγέλιο έπεσε στο έδαφος. Φυλάσσεται σήμερα στην εκκλησία του χωριού που συμφώνησε να το στείλει στο μουσείο της Δρέσδης.
«Επί εννέα ώρες οι στρατιώτες σκότωναν, βίαζαν, έκαιγαν και κατέστρεφαν ό,τι έβρισκαν στο διάβα τους. Οταν έφυγαν είχαν αφήσει πίσω τους 317 νεκρούς μεταξύ των οποίων 97 νήπια και παιδιά μέχρι 15 χρονών και 119 γυναίκες. H σφαγή έγινε μια μέρα μετά το πανηγύρι του χωριού για τη γιορτή της Παναγίας…»

Ο γερμανός ιστορικός Γκορχ Πίκεν αφηγείται αυτή την ιστορία όποτε τον ρωτούν γιατί υπάρχει ανάγκη για ένα στρατιωτικό μουσείο, και μάλιστα στη Δρέσδη. Ξαναλέει την ιστορία καθώς περιδιαβαίνει τις σκοτεινές, άδειες ακόμη αίθουσες του μουσείου.
Ο 49χρονος Πίκεν αναπαρέστησε τη σφαγή στο Κομμένο για το μουσείο. Ανακάλυψε ότι το ευαγγέλιο του γενναίου παπά φυλάσσεται ακόμη στην εκκλησία του χωριού. Ο Πίκεν θέλει να το εκθέσει μαζί με άλλα 7.000 αντικείμενα στο Στρατιωτικό Μουσείο της Δρέσδης, το πρώτο πολεμικό μουσείο στην επανενωμένη Γερμανία.
Η ομάδα των νεαρών ιστορικών έχει φιλόδοξους στόχους για την έκθεση, που θα εγκαινιαστεί στις 14 Οκτωβρίου. Θέλουν να πουν την ιστορία του πολέμου – όλων των πολέμων – από μία εντελώς νέα οτπική γωνία. «Περιμένουμε ότι θα ακολουθήσει έντονος δημόσιος διάλογος», λέει ο Πίκεν, που είναι και επιστημονικός διευθυντής του μουσείου.
Μέχρι τώρα, τα περισσότερα στρατιωτικά μουσεία, όπως το Αυτοκρατορικό Πολεμικό Μουσείο στο Λονδίνο και το Musee de l’Armee στο Παρίσι, μοιάζουν περισσότερο με την απότιση ενός φόρου τιμής παρά με τόπους στοχασμού. Εκθέτουν όπλα και ατσαλάκωτες στολές, υμνούν μεγάλες μάχες, και θυμίζουν «ηρωικές» πράξεις «γενναίων» στρατιωτών που πολέμησαν «με πατριωτισμό» και συχνά «θυσίασαν τη ζωή τους για την πατρίδα».
Το νέο μουσείο της Δρέσδης δεν ακολουθεί αυτή την παράδοση. Αν και θα εκτίθενται πολλά όπλα και κανόνια, όπως και οι χρονολογίες των εκστρατειών του στρατού, οι ιστορικοί έχουν έναν πιο υψηλό στόχο. Θέλουν να εξερευνήσουν το θέμα της βίας από την οπτική γωνία της πολιτισμικής ιστορίας.
Το μουσείο θα φέρει στο προσκήνιο μεγάλα ερωτήματα: Από πού πηγάζει η βία; Μπορεί να είναι ποτέ δίκαιος ένας πόλεμος; Τέτοια ερωτήματα συζητιούνται πάλι στη χώρα, την ώρα που γερμανοί στρατιώτες σκοτώνονται στο Αφγανιστάν, και το ΝΑΤΟ βομβαρδίζει τη Λιβύη. «Ενα γερμανικό πολεμικό μουσείο πρέπει να λάβει υπ’ όψιν του την δύσκολη ιστορία της χώρας, τα ναζιστικά εγκλήματα πολέμου και φυσικά το Ολοκαύτωμα» λέει ο Πίκεν.
Με δεδομένη της ιστορία της Δρέσδης, είναι δύσκολο μέρος για να έχει ένα πολεμικό μουσείο, και επομένως η ιδανική τοποθεσία. Η πόλη υπενθυμίζει ότι και ο γερμανικός λαός βλέπει τον εαυτό του ως θύμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αν και άλλες γερμανικές πόλεις βομβαρδίστηκαν επίσης από αέρος, και περισσότεροι άνθρωποι σκοτώθηκαν στο Αμβουργο τον Ιούλιο του 1943 από ό,τι στη Δρέσδη, η μνήμη των συμμαχικών βομβαρδισμών είναι πιο ζωντανή στη Δρέσδη από όπου οπουδήποτε αλλού στη Γερμανία.
«Στη Δρέσδη, η ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αρχίζει και τελειώνει σε μόνο μία ημέρα: την 13η Φεβρουαρίου του 1945», λέει ο ιστορικός Ματίας Νόιτζνερ. Κάθε Φεβρουάριο νεοναζιστές από όλη την Ευρώπη ταξιδεύουν στη Δρέσδη, σε αμφιλεγόμενες εκδηλώσεις μνήμης για τους γερμανούς αμάχους – θύματα των συμμαχικών βομβαρδισμών.