ΤΡΙΠΟΛΗ

Στην Ατζνταμπίγια, την σημαντική αυτή πετρελαϊκή πόλη της ανατολικής Λιβύης και τελευταία «πύλη» προς την Βεγγάζη, θα κριθεί όπως όλα δείχνουν η τύχη της αντί-κανταφικής εξέγερσης, καθώς οι αντάρτες εξακολουθούν να πολεμούν με νύχια και με δόντια για να ανακόψουν την προέλαση των κυβερνητικών δυνάμεων. Πρόκειται αναμφίβολα για την σκληρότερη μάχη του πολέμου ως τώρα, με δεκάδες νεκρούς εκατέρωθεν.

Αν και το μεγαλύτερο μέρος της πόλης έχει πέσει από χτες, νέες βίαιες συγκρούσεις με χρήση βαρέων όπλων ξέσπασαν το απόγευμα στα περίχωρα της, με την αεροπορία και τα σοβιετικής κατασκευής τεθωρακισμένα άρματα μάχης του Καντάφι να μην καταφέρνουν προσώρας να κάμψουν την αντίσταση των ανταρτών, οι οποίοι φαίνεται πως ενισχύθηκαν το μεσημέρι με φρέσκες εφεδρείες από την Βεγγάζη. Γνωρίζουν άλλωστε πως αν πέσει η Αντζνταμπίγια, τίποτε δεν θα εμποδίζει την πορεία των κανταφικών προς την πρωτεύουσα της ανατολικής Λιβύης και «λίκνο» της εξέγερσης – εκτός βέβαια αν ο Καντάφι προτιμήσει να στραφεί προς το Τομπρούκ, κοντά στα σύνορα με την Αίγυπτο, ώστε να περικυκλώσει την Βεγγάζη και να αποφύγει μιά απευθείας σύγκρουση με τον κορμό των επαναστατών.

Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση στο στρατόπεδο των ανταρτών είναι ιδιαίτερα τεταμένη και σε τίποτε δεν θυμίζει τα πανηγύρια δεκαπέντε ημέρες πριν, όταν όλοι θεωρούσαν πως η πτώση του Καντάφι ήταν τετελεσμένο γεγονός. Στη Βεγγάζη –όπου εδρεύει το μεταβατικό Εθνικό Συμβούλιο των εξεγερμένων– οι διαθέσεις κυμαίνονταν από τον εκνευρισμό ως την αδιαλλαξία, με ορισμένους να περιμένουν ότι θα γίνει σφαγή και άλλους να εμφανίζονται πεπεισμένοι ότι θα μπορέσουν να αποσπάσουν μια νίκη παρά την επίθεση των κυβερνητικών δυνάμεων.

Οι αγωνιώδεις φωνές των αντικαθεστωτικών προς τη Δύση για την επιβολή ζώνης αεροπορικού αποκλεισμού δεν εισακούγονται, και η αίσθηση είναι πως οι προκεχωρημένες μονάδες των κανταφικών θα φτάσουν σύντομα στα περίχωρα της συμπρωτεύουσας.

Ο γιος και διάδοχος του Καντάφι, Σαΐφ αλ Ισλάμ, δήλωσε πάντως ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις βρίσκονται κοντά στη Βεγγάζη και «όλα θα έχουν τελειώσει σε 48 ώρες». Μιλώντας στο τηλεοπτικό κανάλι Euronews και απαντώντας ερωτηθείς σχετικά με τις συζητήσεις των διεθνών δυνάμεων για την επιβολή ζώνης απαγόρευσης πτήσεων στη Λιβύη, είπε: «Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις έχουν τελειώσει. Σε 48 ώρες τα πάντα θα έχουν τελειώσει. Οι δυνάμεις μας βρίσκονται κοντά στη Βεγγάζη. Όποια απόφαση κι αν ληφθεί θα είναι πολύ καθυστερημένη».

«Συμβουλεύστε τους εξαπατημένους σας γιους να παραδώσουν τα όπλα τους στις ένοπλες δυνάμεις της Ηγεσίας του Λαού και θα καλυφθούν από την αμνηστία που ζήτησε ο Διοικητής, που θα ισχύει για όποιον παραδίδει το όπλο του στις ένοπλες δυνάμεις και απέχει από πράξεις αντίστασης και υπονόμευσης», ανέφερε το ανακοινωθέν του στρατού που μεταδόθηκε από την κρατική τηλεόραση. Όπου, βεβαίως, η ολομέτωπη επίθεση από στεριά, αέρα και θάλασσα βαπτίστηκε «ανθρωπιστική επιχείρηση για την διάσωση του πολυαγαπημένου λαού της Βεγγάζης»!

Αδιέξοδο στον ΟΗΕ

Η προέλαση των κανταφικών δυνάμεων προς τη Βεγγάζη έρχεται τη στιγμή που το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών συζητά ψήφισμα που προώθησαν η Βρετανία, η Γαλλία και ο Λίβανος σχετικά με την επιβολή ζώνης αεροπορικού αποκλεισμού -τον οποίο ζητούν οι εξεγερμένοι, καθώς και ο Αραβικός Σύνδεσμος. Ο πρόεδρος της Γαλλίας, Νικολά Σαρκοζί ζήτησε μάλιστα από τα μέλη του

Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ να «υποστηρίξουν» σθεναρά την έκκληση του Αραβικού Συνδέσμου, ενώ ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Μπαν Γκι Μουν κάλεσε «όλες τις ενεχόμενες πλευρές στη διαμάχη της Λιβύης να αποδεχτούν την άμεση κατάπαυση του πυρός». «Αυτοί που ευθύνονται για τη συνέχιση της χρήσης στρατιωτικής βίας κατά πολιτών θα πρέπει να ελεγχθούν για τις πράξεις τους» προσθέτει ο γ.γ. στην έκκληση του, όπου εκφράζει και τη «βαθύτατη ανησυχία του για την στρατιωτική κλιμάκωση των επιθέσεων κατά αμάχων πολιτών».

Την ίδια στιγμή, η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού ανακοίνωσε ότι αποσύρει τους εργαζόμενούς της από τη Βεγγάζη και κάλεσε όλες τις πλευρές στη Λιβύη να αποφεύγουν επιθέσεις κατά πολιτών και ιατρικού προσωπικού. Οι γιατροί και οι νοσηλευτές μεταφέρθηκαν στην (ασφαλέστερη) πόλη Τομπρούκ όπου θα συνεχίσουν την παροχή βοήθειας στα θύματα των μαχών.