ΟΣΟ κι αν ο Καντάφι και οι άλλοι δικτάτορες του αραβικού κόσμου, απελθόντες ή απερχόμενοι, επιμένουν να αποδίδουν το «αραβικό τσουνάμι» λαϊκών επαναστάσεων σε «δάκτυλο» των ισλαμιστών, κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα γεγονότα. Αντίθετα, όλα δείχνουν ότι όχι μόνον η Αλ Κάιντα, αλλά ακόμη και τα πιο οργανωμένα στοιχεία του μετριοπαθούς πολιτικού Ισλάμ, όπως για παράδειγμα η Μουσουλμανική Αδελφότητα στην Αίγυπτο, «πιάστηκαν στον ύπνο» από την αυθόρμητη εξέγερση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, τα οποία ως εκείνη τη στιγμή δεν είχαν καταφέρει να «στρατολογήσουν» στους πολιτικούς σκοπούς τους.

Mετά το πρώτο ξάφνιασμα, οι ισλαμιστές – μετριοπαθείς και μη – ξύπνησαν: σε έναν αραβικό κόσμο γεμάτο από ξενοκίνητα ολοκληρωτικά καθεστώτα, όπου η φτώχεια, η ανεργία, η ανισότητα, η διαφθορά και η συνεχής καταστολή είναι μόνιμα χαρακτηριστικά της καθημερινότητας, κόμματα και οργανώσεις σαν την Αδελφότητα, τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ, αλλά και τα διάφορα παρακλάδια τους στις άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής και του Μαγκρέμπ, βρίσκονται ξαφνικά σε θέση ισχύος, όντας οι μόνες δυνάμεις με ισχυρή εσωτερική δομή και σαφές πολιτικο-κοινωνικό πρόγραμμα δράσης.

Ο λόγος που το πολιτικό Ισλάμ είναι σε θέση να εκμεταλλευθεί καλύτερα από κάθε άλλον τη «μεταβατική φάση» μετά τις εξεγέρσεις είναι προφανής: η αδιαφορία των διεφθαρμένων καθεστώτων των περισσότερων αραβικών κρατών για τα προβλήματα της καθημερινότητας επέτρεψε στους «Αδελφούς» και στα παρακλάδια τους να υποκαταστήσουν το συχνά ανύπαρκτο κοινωνικό κράτος, δημιουργώντας δίκτυα αλληλοβοήθειας που βελτίωσαν εμπράκτως τη ζωή εκατομμυρίων απλών ανθρώπων.

Αυτή η κοινωνική προσφορά των ισλαμιστών- που έφθασαν να διαχειρίζονται σχολεία, νοσοκομεία και πάσης φύσεως φιλανθρωπικά ιδρύματα εκεί όπου πριν δεν υπήρχε τίποτε- είναι και το «διαβατήριό» τους για την εξουσία, σε περίπτωση φυσικά που οι εξεγέρσεις οδηγήσουν σε κάποια μορφή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγουν τουλάχιστον οι ως τώρα εμπειρίες από τη Λωρίδα της Γάζας (όπου στις πρώτες δημοκρατικές εκλογές, το 2006, υπερίσχυσε άνετα η Χαμάς) και τον Λίβανο (όπου η Χεζμπολάχ, ενισχυμένη από την αντίσταση που επέδειξε κατά την ισραηλινή εισβολή, παραμένει η κραταιά πολιτική δύναμη), και βέβαια από το κατ΄ εξοχήν μοντέλο του πολιτικού Ισλάμ, την Τουρκία, όπου εδώ και μία δεκαετία κυριαρχεί απόλυτα το ΑΚΡ του νεοοθωμανού ισλαμιστή «σουλτάνου» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Αν μη τι άλλο, οι ισλαμιστές ξέρουν- ύστερα από τόσες δεκαετίες διώξεωννα περιμένουν και να αφήνουν τον χρόνο και τις εγγενείς αδυναμίες των αντιπάλων τους να λειτουργούν υπέρ τους. Η περίπτωση της Τουρκίας, όπου οι ισλαμιστές περίμεναν υπομονετικά για δεκαετίες την αποσύνθεση των κεμαλικών δομών πο λιτικής, στρατιωτικής και δικαστικής εξουσίας για να κυριαρχήσουν, δείχνει τον δρόμο και για τους υπόλοιπους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο πρώτος ηγέτης που επισκέφθηκε το Κάιρο μετά την πτώση Μουμπάρακ ήταν ο Αμπντουλάχ Γκιουλ – ούτε, φυσικά, ότι στις δηλώσεις του, που μεταδόθηκαν ζωντανά από την αιγυπτιακή τηλεόραση, ο τούρκος πρόεδρος χαρακτήρισε τη χώρα του το κατ΄ εξοχήν μοντέλο σύγχρονης ισλαμικής δημοκρατίας και κάλεσε τους Αιγυπτίους να ακολουθήσουν το παράδειγμά της…

Το κακό είναι ότι, ενώ οι περισσότερες αραβικές χώρες μοιάζουν έτοιμες για μια τέτοια λιγότερο ή περισσότερο ομαλή δημοκρατική «μετάβαση», ο υπόλοιπος κόσμος- και ιδιαίτερα οι ισχυρές «προστάτιδες» δυνάμεις της Δύσηςδεν είναι. Αυτό δείχνει η επιμονή τους να αντιμετωπίζουν αποκαλούν «τρομοκρατικές» λαοπρόβλητες ισλαμικές οργανώσεις σαν τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ, εξισώνοντάς τες με τα πιο ακραία ισλαμιστικά στοιχεία, την ίδια στιγμή που επιμένουν στη στήριξη του Ισραήλ και των σκληρών δικτατορικών καθεστώτων του Κόλπου… Στον νέο αραβικό κόσμο που διαμορφώνεται, με τις λαϊκές εξεγέρσεις να διαδέχονται η μία την άλλη και το πολιτικό Ισλάμ να θεριεύει μέρα με τη μέρα, η «οριενταλιστική» αυτή πολιτική δεν μπορεί πλέον να σταθεί και απλά μεγαλώνει την ήδη τεράστια απόσταση που χωρίζει Ανατολή και Δύση. Καιρός ΗΠΑ και Ευρώπη να διαλέξουν: Ερντογάν ή… Χομεϊνί;

Ζωντανεύει το φάντασμα της Λιβύης κομμένης στα δύο

Προς μια de facto διχοτόμηση οδεύει η Λιβύη, καθώς η απροθυμία των μεγάλων δυνάμεων- πρώτα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και στη συνέχεια στο ΝΑΤΟ- να αναλάβουν δράση για την έμπρακτη στήριξη των ανταρτών και την ανατροπή του καθεστώτος, επιβάλλοντας ζώνη απαγόρευσης πτήσεων και εξοπλίζοντας τους επαναστάτες με σύγχρονο οπλισμό, επέτρεψε στον Μοαμάρ Καντάφι και στους γιους του Σαΐφ αλ Ισλάμ και Χαμίς να ανακτήσουν την πρωτοβουλία και να προχωρήσουν σε γενικευμένη αντεπίθεση, ανακαταλαμβάνοντας την πόλη-κλειδί Ζαουίγια, στα δυτικά της Τρίπολης, και το στρατηγικής σημασίας λιμάνι Ρας Λανούφ στα ανατολικά.

Από στρατιωτική άποψη, η εξέλιξη αυτή ήταν θα λέγαμε αναμενόμενη: ναι μεν οι αντάρτες διαθέτουν μεγάλο αριθμό από ενθουσιώδεις νεοσύλλεκτους, που σχημάτισαν μέσα σε λίγες ημέρες έναν ογκώδη αλλά άτακτο στρατό, πλην όμως ο Καντάφι έχει αεροσκάφη Μινγκ, Σουχόι και Μιράζ, άρματα μάχης Τ-55 και Τ-62, πάνω από 2.000 βαρέα πυροβόλα και ρουκετοβόλα, και βέβαια αρκετές χιλιάδες εμπειροπόλεμους στρατιώτες, τόσο έμπιστους Λιβύους όσο και ξένους μισθοφόρους.

Βλέποντας ότι, παρά τους λεονταρισμούς των Σαρκοζί και Κάμερον (ο πρώτος αναγνώρισε, πρώτος και μόνος, τους αντάρτες της Βεγγάζης ως νόμιμη κυβέρνηση της Λιβύης και πρότεινε σοβαρά την πραγματοποίηση αεροπορικών επιδρομών στην Τρίπολη!), η Δύση και ιδίως οι ΗΠΑ δεν είναι έτοιμες να αναλάβουν δράση, ο «Αδελφικός Ηγέτης» της ραγισμένης «Δημοκρατίας της Τζαμαχιρίας» πήρε το μήνυμα και εξαπέλυσε την ολομέτωπη επίθεσή του. Με την κατάληψη του Ρας Λανούφ το βράδυ της Πέμπτης, ύστερα από άγριο βομβαρδισμό από αέρα, στεριά και θάλασσα, οι κανταφικές δυνάμεις ανέκοψαν οριστικά τη βραδεία και ασύντακτη προέλαση των επαναστατών προς Δυσμάς, και σκόρπισαν τα σενάρια περί μιας επικείμενης «μητέρας όλων των μαχών» στη Σύρτη- πολλώ δε μάλλον στην πρωτεύουσα Τρίπολη, που τελεί υπό τον πλήρη έλεγχο του καθεστώτος.

Αξιωματούχοι των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών που ερωτήθηκαν από την επιτροπή Αμυνας της αμερικανικής Γερουσίας στην Ουάσιγκτον δήλωσαν ότι διαπίστωσαν μια «εξισορρόπηση» έπειτα από την αρχική προέλαση των δυνάμεων της εξέγερσης. Ο Τζέιμς Κλέιπερ, ο «τσάρος των κατασκόπων» (spy czar) που συντονίζει τη δράση 16 αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, δήλωσε ότι κατά την εκτίμησή του το καθεστώς Καντάφι μακροπρόθεσμα «θα επικρατήσει».

Πόσο πιθανό είναι ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Οχι και τόσο: παρά την υπεροπλία του, ο Καντάφι δεν δείχνει να διαθέτει αρκετές δυνάμεις για να προελάσει προς- και πολύ περισσότερο για να καταλάβει- τη Βεγγάζη. Πολύ πιθανότερο είναι να δούμε ένα «πάγωμα» των εχθροπραξιών και μια, προσωρινή έστω, «συμβίωση» δύο κρατικών οντοτήτων. Εδώ που τα λέμε άλλωστε (και) η Λιβύη είναι ένα τεχνητό κράτος, κατασκευασμένο με βάση τα αποικιοκρατικά συμφέροντα των ευρωπαίων ισχυρών: από την αρχαιότητα, η γεωγραφία χωρίζει σαφώς τη Λιβύη σε δύο διακριτά κράτη, την Τριπολίτιδα και την – ελληνική κάποτε – Κυρηναϊκή…
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ