Η Ταϊτή που παρουσίαζε ο Πολ Γκογκέν στα έργα του δεν είχε καμιά σχέση με την πραγματικότητα της εποχής του. Ο μεγάλος καλλιτέχνης ζωγράφιζε την εξιδανικευμένη εικόνα μιας πρωτόγονης κοινωνίας που είχε στο μυαλό του, και όχι ό,τι έβλεπε γύρω του. Και μάλιστα το έκανε πιστεύοντας ότι έτσι τα έργα του θα πωλούνταν καλύτερα, όπως εκτιμούν οι διοργανωτές μιας νέας, μεγάλης αναδρομικής έκθεσής του.

Ο Γκογκέν σαλπάρισε από τη Μασσαλία για το νησί στη Γαλλική Πολυνησία το 1891, ελπίζοντας ότι εκεί θα συναντούσε έναν πιο καθαρό και αγνό κόσμο. Τα αισθησιακά έργα με τα έντονα χρώματα που δημιούργησε εκεί τα τελευταία 12 χρόνια της ζωής του είναι από τα πλέον αναγνωρίσιμα και σημαντικά στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης.

Αλλά, όπως πρόκειται να αποκαλύψει μια φιλόδοξη έκθεση στο Λονδίνο, τα έργα του απογοητευμένου Γκογκέν δεν αντικατόπτριζαν καθόλου την ιστορική πραγματικότητα στις Νότιες Θάλασσες.

Η έκθεση «Gauguin: Μaker of Μyth» («Γκογκέν: Δημιουργός Μύθου»), που θα ανοίξει τον Σεπτέμβριο στην πινακοθήκη Τate Μodern, θα είναι η πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεση του καλλιτέχνη στη Βρετανία από τη δεκαετία του 1950. Πρόκειται για μια έκθεση που θα παρουσιάσει περισσότερα από 100 έργα του Γκογκέν από ολόκληρο τον κόσμο, εκ των οποίων το ένα τρίτο παρουσιάζεται για πρώτη φορά στη Βρετανία.

Μέσα από αυτά αποκαλύπτεται ένας εντυπωσιακά σύγχρονος καλλιτέχνης: ένας τερατώδης εκμεταλλευτής, ψεύτης, μάνατζερ του εαυτού του, που διέθετε εντυπωσιακό ταλέντο στο να προκαλεί συναισθήματα δέους και αισθησιασμού, ενώ ήταν αναμφίβολα μια ιδιοφυΐα.

Η επιμελήτρια Μπελίντα Τόμσον λέει ότι η έκθεση εστιάζει «στην τάση του Γκογκέν προς τη δημιουργία μύθων στο έργο του και στην παρουσίαση του εαυτού του», αποφεύγοντας μια αυστηρά χρονολογική ή υφολογική εξέταση της καλλιτεχνικής πορείας του.

Οταν ο Γκογκέν έφθασε στην Ταϊτή «απογοητεύθηκε ανακαλύπτοντας ότι οι ευρωπαίοι ιεραπόστολοι είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους. Αντί για αισθησιακά ημίγυμνα κορίτσια, βρήκε γυναίκες ντυμένες ως τον λαιμό που πήγαιναν κάθε μέρα στην εκκλησία» λέει η κυρία Τόμσον.

Παρ΄ όλα αυτά, ο Γκογκέν τις ζωγράφιζε σαν να ήταν γυμνές ή πρωτόγονα ντυμένες, συνδυάζοντας στοιχεία από τη φαντασία του και ένα μακρινό παρελθόν. Τα γυμνά κορίτσια του ταίριαζαν στην εικόνα της Ταϊτής, ως τα Νέα Κύθηρα του γάλλου εξερευνητή Λουί- Αντουάν ντε Μπουγκενβίλ, και ελάχιστα στην πραγματικότητα της εποχής.

Ο Γκογκέν ήταν ένας αδιόρθωτος και πρωτοποριακός διαστρεβλωτής της αλήθειας. Το 1897 εξέδωσε το «Νόα Νόα», ταϊτινές ιστορίες που ο ίδιος υποστήριξε ότι του είχε διηγηθεί μία από τις ερωμένες του. Στην πραγματικότητα τις είχε αντιγράψει από το βιβλίο ενός γάλλου προξένου.

Ο καλλιτέχνης ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του ως προς τον τρόπο που κατασκεύαζε την εικόνα του. Υποστήριζε (αναληθώς) ότι ήταν ένας Ινκα επειδή είχε μεγαλώσει στο Περού. Προκάλεσε σκοπίμως τους συγχρόνους του όταν το 1889 ζωγράφισε τον Χριστό με κόκκινα μαλλιά, όπως ο φίλος του Βαν Γκογκ.

Τελικά αναγκάστηκε να υποστεί τις συνέπειες της αυτοπροβολής του. «Στο τέλος της ζωής του ήθελε να επιστρέψει στην Ευρώπη, αλλά ο έμπορος έργων τέχνης με τον οποίον συνεργαζόταν του είπε:“Οχι, είναι πολύ αργά. Είσαι καλλιτέχνης εκεί”» λέει η κυρία Τόμσον.

© Τhe Τimes 2010