ΜΑΔΡΙΤΗ, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ. Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ, αστός δικηγόρος και κομμουνιστής, του έδωσε το όνομα Ιλιτς Ραμίρες Σάντσες, στη Βενεζουέλα όπου γεννήθηκε πριν από 59 χρόνια. Η μητέρα του, καθολική και συντηρητική, προτίμησε να τον βαφτίσει Κάρλος. Η αστυνομία τού έδωσε το παρωνύμιο «Το Τσακάλι». Στην ιστορία πέρασε ως «Κάρλος το Τσακάλι». Τη δεκαετία του 1970 ήταν ο πιο καταζητούμενος άνθρωπος στον κόσμο και κυκλοφορούσε με 52 ψεύτικα ονόματα. Σπούδασε σε πανεπιστήμιο της Σοβιετικής Ενωσης όπου γνώρισε μέλη της παλαιστινιακής αντίστασης. Στη συνέχεια εξελίχθηκε σε κορυφαίο τρομοκράτη. Του αποδίδονται δολοφονίες με όπλα, βομβιστικές επιθέσεις σε καταστήματα στο κέντρο του Παρισιού, σε τρένα, με παγιδευμένα αυτοκίνητα… Το 1975 μαζί με άλλους πέντε τρομοκράτες εισέβαλε σε συνεδρίαση του ΟΡΕC στη Βιέννη και συνέλαβε ομήρους 60 άτομα (μεταξύ των οποίων 11 υπουργούς). Το γαλλικό υπουργείο Εσωτερικών τον θεωρεί υπεύθυνο για 80 δολοφονίες. Επί 20 χρόνια κυκλοφορούσε ινκόγκνιτο από χώρα σε χώρα- από την Υεμένη στην Ουγκάντα, από τη Συρία στην Αλγερία, από τη Λιβύη του Καντάφι στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου. Συνελήφθη ένα ξημέρωμα του Αυγούστου 1994 ενώ κοιμόταν στα περίχωρα του Χαρτούμ, στο Σουδάν. Τον «πούλησαν» οι σουδανικές Αρχές στον περίφημο γάλλο κατάσκοπο Φιλίπ Ροντό. Εκτοτε εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης σε γαλλική φυλακή, από όπου έδωσε τηλεφωνική συνέντευξη στην ισπανική εφημερίδα «Εl Ρais».
– Λέτε ότι υπάρχει πολλή μετριότητα στη φυλακή. Γιατί;

«Διότι υπάρχουν πολλοί αναλφάβητοι. Ο κόσμος εδώ δεν έχει πνευματικά ενδιαφέροντα, είναι δύσκολο να καθήσεις με κάποιον να σχολιάσεις μια είδηση. Οι περισσότεροι ενδιαφέρονται μόνο να καπνίσουν ναρκωτικά».

– Εσείς με τι ασχολείστε; «Προσπαθώ να βοηθήσω τους δικηγόρους μου και παρακολουθώ τις ειδήσεις όσο καλύτερα μπορώ, στα τηλεοπτικά κανάλια που πιάνω. Επίσης διαβάζω».

– Εχουν αλλάξει οι πολιτικές σας πεποιθήσεις;

«Στα 14 μου χρόνια, τον Ιανουάριο του 1964, εντάχθηκα στην Κομμουνιστική Νεολαία της Βενεζουέλας. Και ως σήμερα δεν έχω αλλάξει στο παραμικρό. Παραμένω κομμουνιστής. Δεν είμαι δογματικός, έχω μελετήσει, έχω γνωρίσει σημαντικές προσωπικότητες από την ηγεσία κομμουνιστικών χωρών. Παραμένω πιστός στις λενινιστικές αρχές: είμαι ένας κομμουνιστής που μετατράπηκε σε μαχητή».

– Συνεχίζετε να υπερασπίζεστε τη χρήση όπλων;

«Ανάλογα με τις περιστάσεις. Οπως στην Κολομβία σήμερα ή στο Αφγανιστάν».

– Εγώ αναφερόμουν στην τρομοκρατία…

«Οταν βομβαρδίζουν το Αφγανιστάν, αυτό είναι τρομοκρατία».

– Εγώ αναφερόμουν σε εσάς:ήσασταν κάποτε ο πιο καταζητούμενος τρομοκράτης στον κόσμο.

«Το να με αποκαλεί κάποιος τρομοκράτη είναι μια ταμπέλα, όπως το “Τσακάλι”. Κατέχω το ρεκόρ της εκτέλεσης επιχειρήσεων για λογαριασμό της παλαιστινιακής αντίστασης. Δεν είπα διεύθυνσης ή σχεδιασμού αλλά εκτέλεσης. Προσωπικά. Κανείς δεν εκτέλεσε περισσότερες επιχειρήσεις από μένα. Και είμαι περήφανος γι΄ αυτό».

– Αυτές οι επιχειρήσεις, όπως τις αποκαλείτε, προκαλούσαν αιματοχυσία και θύματα.

«Ναι, βεβαίως. Ωστόσο τα αθώα θύματα ήταν λίγα, το 10%, που δεν είναι τίποτε, αδερφέ μου».

– Δεν μετανιώνετε για τίποτε; «Η μετάνοια είναι θρησκευτική έννοια. Δεν υποστηρίζω ότι ποτέ δεν αμάρτησα, όχι όμως στον στρατευμένο αγώνα. Ημουν γυναικάς, μου άρεσε η μπίρα, το ρούμι, το καλό κρασί. Τώρα που είμαι μουσουλμάνος απέχω από αυτά».

– Πώς άρχισαν όλα; Είχατε ως πρότυπο τον πατέρα σας;

«Ο πατέρας μου δεν συμφωνούσε με τη βία, ήταν δικηγόρος, έβλεπε την κατάληψη της εξουσίας με άλλο τρόπο».

– Πότε αποφασίσατε να πάρετε τα όπλα;

«Δεν το αποφασίζει κανείς, οι περιστάσεις το αποφασίζουν. Εκείνη τη δεδομένη στιγμή είτε πηγαίνει προς τα πίσω είτε συνεχίζει προς τα εμπρός».

– Ποια ήταν αυτή η στιγμή για εσάς;

«Το 1971, μετά τις μάχες του Μαύρου Σεπτέμβρη εναντίον του ιορδανικού στρατού (σ.τ.μ.: αναφέρεται στις διώξεις των παλαιστινίων μαχητών από τον βασιλιά της Ιορδανίας τον Σεπτέμβριο του 1970), ένας στρατηγός μου είπε: “Σε χρειαζόμαστε στο εξωτερικό”. Εγώ ήδη είχα πολεμήσει εναντίον των ιορδανών στρατιωτών οι οποίοι ήταν γενναίοι τύποι, καλοί μαχητές, με αρχ…., που είχαν πίστη στον βασιλιά τους, τον Χουσεΐν, ο οποίος ήταν βασιλιάς με τα όλα του. Μου είπαν λοιπόν να πάω στο Λονδίνο και έτσι ξεκίνησαν τα διεθνή θέματα».

– Τι σκεφτόσασταν όταν διαβάζατε ότι ήσασταν ο πιο καταζητούμενος τρομοκράτης στον κόσμο; «Καμιά φορά με έπιαναν τα γέλια. Διότι γνώριζα ότι είχαν καλές φωτογραφίες μου αλλά έβαζαν τις χειρότερες».

– Διστάσατε ποτέ θεωρώντας ότι θα υπήρχαν αθώα θύματα;

«Οταν γίνονται επιχειρήσεις με εκρήξεις, βόμβες, φωτιές, τέτοια πράγματα, καμιά φορά κόσμος άσχετος περνάει από εκεί. Ηδη το είπα, είναι το 10%».

– Αναλαμβάνετε ευθύνη… «Ακου, αδερφέ, θα σου πω κάτι: το 90% των επιχειρήσεων που εκτέλεσα δεν τις αναφέρουν ποτέ».

– Γιατί; «Εχουν τους λόγους τους. Ολα θα γίνουν γνωστά όταν έρθει ο καιρός. Οταν θα δημοσιεύσω τα απομνημονεύματά μου. Ακόμη είναι νωρίς. Κάθησα και τις έγραψα τον Νοέμβριο του 1992 στο Αμμάν, έκανα δύο αντίγραφα και τα έστειλα σε δύο άτομα που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Ακόμη δεν έφθασε η στιγμή. Εγώ δεν θα γίνω “καρφί”. Αναμειγνύονται αρχηγοί κρατών, ακόμη και στη Γαλλία». – Πού αναμείχθηκαν; «Δεν πρόκειται να “καρφώσω” τον εαυτό μου. Αν πίναμε καφέ δίπλα σε μια πισίνα στο Καράκας, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε πιο ελεύθερα. Σε αυτές τις συνθήκες, όμως, καταλαβαίνετε…».

– Σας κατηγορούν ότι εργαστήκατε ως πληρωμένος δολοφόνος, κυρίως στη Ρουμανία, για τον Τσαουσέσκου.

«Αγαπούσα και έτρεφα σεβασμό για τον Τσαουσέσκου. Ηταν πεφωτισμένος, βουνίσιος τύπος, καταγόταν από πολύ φτωχή οικογένεια. Μεγάλος πατριώτης. Μας δέχθηκε πολύ θερμά. Λαμβάναμε όλες τις τιμές: στέγη, μέσα για να ταξιδεύουμε, όμως δεν παίρναμε ούτε δεκάρα από αυτούς. Σας το λέω: όλες οι επιθέσεις εναντίον εξόριστων Ρουμάνων πραγματοποιούνταν από την αστυνομία όσο ζούσε ακόμη ο Τσαουσέσκου. Αν ήμασταν πληρωμένοι δολοφόνοι, γιατί στο καλό να εργαζόμασταν για τη Ρουμανία; Θα εργαζόμασταν για τις ΗΠΑ! Πιστεύεις ότι μπορούσα να πω στους συντρόφους μου “πάμε να σκοτώσουμε τον τάδε καθηγητή ή τον δείνα δημοσιογράφο” επειδή το πρόσταξε ο Τσαουσέσκου; Θα με είχαν φτύσει κατάμουτρα. Εμείς δεν ζητούσαμε χρήματα, τα απαιτούσαμε. Τα κράτη πλήρωναν εκατομμύρια δολάρια και είμαι περήφανος που έπαιξα σημαντικό ρόλο σε αυτό το ζήτημα. Οι Γάλλοι μας πλήρωσαν πέντε εκατ. δολάρια το 1976 για ένα αεροπλάνο της Αir France που οδηγήσαμε στο Εντεμπε της Ουγκάντας. Ολος ο κόσμος πληρώνει, αδερφέ». – Πώς σας συνέλαβαν; «Μια νύχτα, στις 2 τα ξημερώματα, μπήκε ένας σουδανός αστυφύλακας σε κατάσταση υστερίας, μαζί με οπλισμένους αστυνομικούς που έκλαιγαν. Ενας από αυτούς μου είπε: “Εκτελούμε εντολές, αρχηγέ”. Μου έβαλαν μια κουκούλα και με πήγαν στο αεροδρόμιο. Εκεί βρισκόταν ο Ροντό». – Πώς σας εντόπισε ο Ροντό; «Δεν με εντόπισε ο Ροντό. Οι σουδανικές Αρχές πληροφόρησαν τη CΙΑ. Οι τύποι της CΙΑ μας τραβούσαν πολλές φωτογραφίες. Δεν τους δίναμε σημασία γιατί βρισκόμασταν σε φιλική χώρα. Οι Σαουδάραβες πλήρωσαν με τα πετροδολάριά τους την κυβέρνηση του Χαρτούμ».

– Τι πιστεύετε για τον Μπιν Λάντεν;

«Πολλοί γιοι αυτών των Αράβων είναι διεφθαρμένοι, πλούσιοι που ζουν μέσα στην ξεδιαντροπιά και στα ναρκωτικά. Ο Μπιν Λάντεν όμως, γιος πλούσιου Αραβα, είναι ιδεαλιστής, κάνει τζιχάντ. Τρέφω σεβασμό για αυτόν».

– Στη δίκη σας στο Παρίσι είπατε: «Ακόμη και ο πιο απεχθής εγκληματίας μπορεί να αλλάξει. Εκτός από την ακραία περίπτωση του τέρατος, όλος ο κόσμος μπορεί να διορθωθεί».

«Εγώ το είπα αυτό;». – Ναι. Αναφερόσασταν στον εαυτό σας;

«Οχι, εγώ δεν είμαι τέρας. Είμαι πολύ ανθρώπινος».