Είναι οι τελευταίοι επιζώντες ενός σφριγηλού πολιτισμού της λίθινης εποχής, με τη δική του θρησκεία και τη δική του γλώσσα, που ονόμασε το καθετί: από τα πλάσματα των τροπικών δασών ως τα άστρα του ουρανού.

Σήμερα μόλις πέντε άνθρωποι αποτελούν τον εναπομείναντα πληθυσμό της φυλής Ακουντσού, μιας αρχαίας φυλής του Αμαζονίου η οποία μόλις πριν από μία γενεά είχε εκατοντάδες μέλη και εξολοθρεύθηκε από ένα τραγικό μείγμα εχθρότητας και εγκατάλειψης. Αυτή η κοινότητα ιθαγενών της Βραζιλίας προ ημερών ήλθε πιο κοντά στην εξαφάνισή της, με τον θάνατο του έκτου μέλους της, μιας ηλικιωμένης γυναίκας με το όνομα Ουρουρού .

Πέθανε από γηρατειά την 1η Οκτωβρίου σε μια καλύβα φτιαγμένη από άχυρα και φύλλα. Τα νέα του θανάτου της έγιναν γνωστά από υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίοι αγωνίζονται την τελευταία δεκαετία για να σώσουν τον τόπο από την αποψίλωση των δασών. Πολλοί Ακουντσού σφαγιάστηκαν το 1990 από υλοτόμους. Πλέον όμως η εξαφάνιση της φυλής είναι αναπόφευκτη, αφού κανένα από τα επιζήσαντα μέλη της δεν είναι σε ηλικία αναπαραγωγής.

Ο προαναγγελθείς αργός θάνατος της φυλής συνδέεται με μια από τις πιο επιτυχημένες γενοκτονίες στην ανθρώπινη ιστορία. Η μοίρα των Ακουντσού θεωρείται από κοινωνικούς ανθρωπολόγους τυπικό παράδειγμα των κινδύνων που αντιμετωπίζουν φυλές που δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμη, κατά την αποκαλούμενη «πρώτη επαφή». Μεγάλο μέρος της ιστορίας των Ακουντσού είναι, για προφανείς λόγους, μη καταγεγραμμένη. Για χιλιετίες ζούσαν απαρατήρητοι, βαθιά μέσα στο τροπικό δάσος του κρατιδίου Ροντόνια, μια απόμακρη περιοχή της Δυτικής Βραζιλίας, κοντά στα σύνορα με τη Βολιβία. Κυνηγούσαν αγριογούρουνα, τάπιρους και διατηρούσαν στα χωριά τους μικρούς κήπους, όπου καλλιεργούσαν καλαμπόκι και μανιόκες.

Τη δεκαετία του ΄80 υπογράφηκε η θανατική τους καταδίκη: αγρότες και υλοτόμοι κλήθηκαν να «εξερευνήσουν» την περιοχή, κόβοντας δένδρα βαθιά μέσα στο δάσος, μετατρέποντας την άλλοτε άγρια φύση σε επικερδή χωράφια καλλιέργειας σόγιας και ράντσα με βοοειδή.