ΒΙΕΝΝΗ Μπορεί στην πρόσφατη συλλογική μνήμη η 11η Σεπτεμβρίου να έχει συνδεθεί αδιάρρηκτα με την αιματηρή επίθεση της Αλ Κάιντα στη Νέα Υόρκη και στην Ουάσιγκτον το 2001, όμως δεν ήταν αυτή η πρώτη φορά που καταγραφόταν στη συγκεκριμένη ημερομηνία μια ιστορική σύγκρουση μεταξύ «Ανατολής» και «Δύσης», με μακροχρόνιες και καθοριστικές συνέπειες. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1683 ο χριστιανικός και ο μουσουλμανικός κόσμος βρέθηκαν αντιμέτωποι στην περίφημη πολιορκία της Βιέννης από τους πανίσχυρους τότε Οθωμανούς.

Υστερα από δίμηνη πολιορκία και μια αιματηρή μάχη ο συνασπισμός πολωνικών, αυστριακών και γερμανικών δυνάμεων κατάφερε να ανακόψει οριστικά την προέλαση της νέας αυτοκρατορίας προς Δυσμάς, γλιτώνοντας έτσι την Ευρώπη από την οθωμανική κατοχή και κυριαρχία. Η ολοκληρωτική ήττα του σουλτάνου ΜεχμέτΔ΄ σήμανε την αργή αλλά σταθερή πορεία της αυτοκρατορίας προς την παρακμή και τον κατακερματισμό. Παράλληλα, σήμανε την έναρξη της πολιτικής ηγεμονίας της δυναστείας των Αψβούργων στην Κεντρική Ευρώπη.

Μία φιλοδοξία είχε ο σουλτάνος Μεχμέτ Δ΄: να μοιάσει στον προκάτοχό του, Σουλεϊμάντον Μεγαλοπρεπή , τον στρατιωτικό και πολιτικό ηγέτη που επέλασε στα ευρωπαϊκά εδάφη το 1529 και το 1541, προσαρτώντας, μεταξύ άλλων, την Ουγγαρία. Αυτή η φιλοδοξία όμως δεν ήταν ο μοναδικός λόγος που στο Ντιβάνι, στην Κωνσταντινούπολη, συζητούσαν από χρόνια τη ρήξη της 20ετούς ειρηνευτικής συνθήκης του Βασβάρ μεταξύ Οθωμανών και Αψβούργων. Η «αντιευρωπαϊκή» (με νεότερους όρους) συμπεριφορά του ΛουδοβίκουΙΔ΄ υπήρξε καταλυτική για την απόφαση να κινηθούν τα τουρκικά στρατεύματα προς τη Βιέννη. Οχι μόνο έστειλε τον γάλλο πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη να διαβεβαιώσει τον σουλτάνο ότι η Γαλλία δεν θα κινούσε ούτε το δαχτυλάκι της σε μια τέτοια περίπτωση, αλλά ενώ τα γερμανικά στρατεύματα πολεμούσαν άδραξε την ευκαιρία, τόσο πριν όσο και μετά τη μάχη, να προσαρτήσει περιοχές όπως το Λουξεμβούργο και η Αλσατία με το Στρασβούργο.

Μ άταια έκανε έκκληση από το 1676 ο πάπας Ινοκέντιος ΙΑ΄ για ειρήνη μεταξύ των δυτικών χωρών και συστράτευσή τους εναντίον του οθωμανικού κινδύνου. Οι έριδες συνεχίζονταν και την 1η Απριλίου ο Μεγάλος Βεζίρης Καρά Μουσταφά Πασά ξεκινούσε από τη σημερινή Αλεξανδρούπολη για την κατάκτηση της Βιέννης. Στις 14 Ιουλίου ο κύριος όγκος των οθωμανικών στρατευμάτων βρισκόταν προ των πυλών της πόλης και ζητούσε την παράδοσή της.

Εντός των τειχών βρίσκονταν 11.000 στρατιώτες και 5.000 πολίτες και εθελοντές με 370 κανόνια. Ο επικεφαλής τους, Ερνστ Ρούντιγκερ Γκραφ φον Στάρεμπεργκ, αρνήθηκε να παραδώσει τα κλειδιά της πόλης και ξεκίνησε μια εξοντωτική δίμηνη πολιορκία κατά την οποία πολλοί πέθαναν από πείνα. Οι Βιεννέζοι βρίσκονταν σε απόγνωση όταν άρχισαν να φθάνουν οι ενισχύσεις. Στις 6 Σεπτεμβρίου ο δούκας της Λωρραίνης ΚάρολοςΕ΄ και ο πολωνός βασιλιάς ΙωάννηςΓ΄ Σομπιέσκι είχαν απαντήσει στην έκκληση για μια Ιερά Συμμαχία που υποστήριζε ο Πάπας και είχαν έρθει να ενωθούν με τα αυτοκρατορικά στρατεύματα του ΛεοπόλδουΑ΄ επιπρόσθετες δυνάμεις από τη Σαξονία, τη Βαυαρία, το Μπάντεν, τη Φρανκονία και τη Σβάμπια. Παρά την πανσπερμία των στρατευμάτων και τον ελάχιστο χρόνο που είχαν για να προετοιμαστούν και να εξασφαλίσουν τη νίκη, οι αντιμαχόμενοι κατέληξαν με μια αποτελεσματική ηγεσία, βασισμένη αδιαμφισβήτητα στον πολωνό βασιλιά και στο βαρύ ιππικό του. Οι σύμμαχοι είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν 84.000 στρατιώτες και 152 κανόνια. Είχαν ακμαίο ηθικό, μια και ο συγκεκριμένος πόλεμος δεν διεξαγόταν, όπως συνήθως, για τα συμφέροντα των βασιλέων αλλά υπέρ πίστεως και, αντίθετα με τις Σταυροφορίες, διεξαγόταν σε ευρωπαϊκό έδαφος. Οι Οθωμανοί αποτελούνταν από 150.000 στρατιώτες, 12.000 γενίτσαρους και 350 κανόνια, αλλά πολλοί από αυτούς είχαν εξαναγκαστεί να συμμετάσχουν στην εκστρατεία, κυρίως οι Βλάχοι και οι Μολδαβοί.

Η μάχη ξεκίνησε προτού μπορέσουν και οι δύο παρατάξεις να αναπτύξουν πλήρως τα στρατεύματά τους και διεξήχθη τόσο υπέργεια όσο και… υπόγεια. Οι Οθωμανοί είχαν σκάψει τούνελ κάτω από τα τείχη και τα είχαν γεμίσει με εκρηκτικά, ελπίζοντας να τα ανατινάξουν και να καταφέρουν ένα αποφασιστικό χτύπημα στους Δυτικούς. Παρ΄ όλα αυτά, αυστριακοί κατάσκοποι εντόπισαν το τούνελ μόλις λίγες ώρες προτού φθάσει η υπέργεια σφαγή στο ζενίθ της και κατάφεραν να εξουδετερώσουν τα εκρηκτικά εγκαίρως.

Γύρω από τα τείχη η μάχη μαινόταν λυσσαλέα μεταξύ των διαφορετικών σωμάτων των δύο παρατάξεων. Οταν πια διαφαινόταν η ήττα των Οθωμανών, οι πολιορκημένοι Βιεννέζοι έκαναν έξοδο. Επειτα από 12 ώρες αιματοχυσίας, οι χριστιανικές δυνάμεις είχαν κερδίσει. Οταν κατακάθισε ο κουρνιαχτός, ο βασιλιάς Σομπιέσκι παράφρασε τη διάσημη φράση του Ιούλιου Καίσαρα αναφωνώντας: «Ηρθαμε, είδαμε, ο Θεός νίκησε».

Ο απολογισμός ήταν τραγικός για την πλευρά των Οθωμανών. Μετρούσαν 15.000 νεκρούς και τραυματίες, 5.000 αιχμαλώτους, είχαν χάσει όλα τους τα κανόνια και είχαν αφήσει πίσω τους λάφυρα ικανά να θαμπώσουν ακόμη και έναν βασιλέα, όπως φάνηκε από το γράμμα που έγραψε ο Σομπιέσκι στη σύζυγό του μετά τη μάχη. Οι χριστιανοί θρηνούσαν σχεδόν 4.500 νεκρούς και τραυματίες.

Α ν και κανείς δεν το συνειδητοποιούσε τότε, η μάχη έκρινε τις γεωπολιτικές ισορροπίες ολόκληρης της Ευρώπης. Ο πρίγκιπας Ευγένιος της Σαβοΐας άδραξε την ευκαιρία για να ανακτήσει μέσα στα επόμενα χρόνια την Ουγγαρία και ορισμένες από τις βαλκανικές χώρες από τους Οθωμανούς. Οι Γάλλοι επωφελούνταν από την εξασθένηση των νότιων γερμανικών κρατιδίων στην αντιμετώπιση των Τούρκων και συνέχιζαν τις εχθροπραξίες και τις προελάσεις. Η περίοδος φιλίας μεταξύ Αυστριακών και Πολωνών δεν κράτησε πολύ, καθώς ο Κάρολος Ε΄ της Λωρραίνης άρχισε να μειώνει τον ρόλο του Ιωάννη Γ΄ Σομπιέσκι και των στρατευμάτων του στη μάχη. Ούτε ο πολωνός βασιλιάς ούτε ο συνασπισμός των γερμανικών κρατιδίων επωφελήθηκε από τη διάσωση της Αυστρίας. Αντιθέτως, άνοιξαν τον δρόμο για τον σχηματισμό της αυστριακής αυτοκρατορίας (1804-8067) και τη διάλυση της γερμανικής κοινοπολιτείας.

«Θα ήθελα ένα κρουασάν κι έναν καπουτσίνο, παρακαλώ…»
Η πολιορκία της Βιέννης και η νίκη των δυτικών δυνάμεων ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είχε μόνο μεγάλη ιστορική σημασία αλλά και… γαστριμαργική! Σύμφωνα με τους μύθους, η έκβαση της τελικής μάχης ήταν αφορμή να αποκτήσει η Βιέννη δύο από τα εδέσματα-ορόσημά της: οι κάτοικοι της πόλης γιόρτασαν την υπεροχή τους με κρουασάν και βιεννέζικο καφέ, γνωστό και ως «καπουτσίνο».

Ο μύθος λέει ότι το κρουασάν εφευρέθηκε στη Βιέννη, είτε το 1683 είτε ύστερα από μια παλαιότερη πολιορκία της πόλης, το 1529. Για να θυμίζουν σε όλους την ήττα των Οθωμανών, οι βιεννέζοι ζαχαροπλάστες έφτιαξαν τα κρουασάν στο σχήμα της τουρκικής ημισελήνου. Αυτή η εκδοχή υποστηρίζεται από το γεγονός ότι τα διάφορα είδη κρουασάν στα γαλλικά ονομάζονται «viennoiserie», ενώ οι Γάλλοι πιστεύουν ότι εισήχθησαν στη χώρα τους το 1770 από τη βιεννέζικης καταγωγής Μαρία Αντουανέτα. Μετά τη μάχη οι Αυστριακοί βρήκαν πολλά σακιά με καφέ στο τουρκικό στρατόπεδο. Ο πολωνός βασιλιάς Ιωάννης Γ΄ Σομπιέσκι χάρισε το πολύτιμο εμπόρευμα στον Φράνσιζεκ Γερζί Κουλτσζίκι για να τον ανταμείψει για τις υπηρεσίες του ως κατασκόπου κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Βιέννης. Ο επιτήδειος κατάσκοπος άνοιξε κοντά στον καθεδρικό ναό της πόλης το πρώτο καφέ της Βιέννης και το τρίτο της Ευρώπης το 1684, κάνοντας τον καφέ εξαιρετικά δημοφιλή. Ο μύθος λέει ότι στο καφέ είτε ο ίδιος ο Κουλτσζίκι είτε ο Μάρκο ντ΄Αβιάνο, καπουτσίνος μοναχός και έμπιστος του ρωμαίου αυτοκράτορα Λεοπόλδου Α ΄, πρόσθεσε μέλι και γάλα στον πικρό καφέ, εφευρίσκοντας έτσι τον «καπουτσίνο» και θέτοντας τα θεμέλια για τη φήμη του βιεννέζικου καφέ σε ολόκληρο τον κόσμο.