Ηταν κάτι περισσότερο από «κεραυνός εν αιθρία», κάτι περισσότερο από μια «συγκλονιστική έκπληξη» η είδηση το απόγευμα εκείνης της Τρίτης 23 Αυγούστου 1939 ότι ο υπουργός
Εξωτερικών της χιτλερικής Γερμανίας Γιόακιμ φον Ρίμπεντροπ πήγε στη Μόσχα για να υπογράψει σύμφωνο φιλίας και μη επίθεσης με τη Σοβιετική Ενωση.Η γαλλική εφημερίδα «Les Τemps» και ο άγγλος υπουργός Εξωτερικών λόρδος Χάλιφαξ εμφανίζονταν κατάπληκτοι
από ένα γεγονός το οποίο ασφαλώς δεν ανέμεναν και το οποίο ανέτρεπε την ιδεολογική ισορροπία της Ευρώπης και έκτοτε προβλήθηκε ως το «πράσινο φως» που προσέφερε η Μόσχα στον Χίτλερ για να επιτεθεί στην Πολωνία και να οδηγήσει ολόκληρη την
ανθρωπότητα σε μια μοναδικών διαστάσεων καταστροφική σύγκρουση. Σήμερα, 70 χρόνια μετά την υπογραφή εκείνης της συμφωνίας και με πλήθος στοιχείων που έχουν πλέον γίνει δημόσιο κτήμα, μπορούμε να δούμε αυτό το «επεισόδιο» με αντικειμενικό βλέμμα.
Δεν περίμενε ο Χίτλερ την άδεια του Στάλιν για να επιτεθεί στην Πολωνία με πρόσχημα την «απελευθέρωση» του Ντάνσιχ, του σημερινού Γκντασκ, το οποίο είχε περιέλθει στην Πολωνία στο τέλος του πολέμου 1914-1918 και το οποίο θεωρούσε «ανέκαθεν γερμανικό». Τέσσερις μήνες νωρίτερα, στις 4 Απριλίου, είχε δώσει διαταγή στη Βέρμαχτ να ετοιμάσει «σχέδια σύντομης εκστρατείας στην Πολωνία (…) το ταχύτερο». Οπως, άλλωστε, η οποιαδήποτε προσέγγιση με τη Μόσχα δεν ακύρωσε τη διαταγή του Μαΐου 1938 για σχέδια επίθεσης κατά της τότε Σοβιετικής Ενωσης, τα οποία διαμορφώθηκαν αργότερα ως σχέδιο «Μπαρμπαρόσα». Αν ο Χίτλερ έκανε μια πλήρη στροφή και από δριμύτατος κατήγορος της «μπολσεβίκικης Ρωσίας», όπως την αποκαλούσε, προχώρησε σε σύμφωνο «φιλίας»(!) με τον Στάλιν το έκανε για να εξασφαλίσει την ανοχή της Μόσχας στην επίθεσή του στην Πολωνία. Η στροφή μπορεί να αιφνιδίασε αλλά δεν έγινε την τελευταία στιγμή.

Το πολιτικό παρασκήνιο
Τρεις πρωτεύουσες ήταν εκείνη την εποχή στο παιχνίδι και οι τρεις έβλεπαν τον κόσμο διαφορετικά. Το Λονδίνο, όπου ο πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεν δεχόταν σφοδρές επιθέσεις από τους λίμπεραλ συντηρητικούς με επικεφαλής τον Γουίνστον Τσόρτσιλ, δεν ήθελε να έρθει σε σύγκρουση με τον Χίτλερ, τον οποίο- όπως και η πλειονότητα των άγγλων πολιτικών- ήθελε να επιτεθεί εναντίον της κομμουνιστικής Σοβιετικής Ενωσης. Στο Βερολίνο ο Χίτλερ είχε διακηρυγμένο στόχο να απωθήσει τη Σοβιετική Ενωση «πέρα από τα Ουράλια, στα βάθη της Σιβηρίας», ήλπιζε ότι αργά ή γρήγορα η Αγγλία «ακόμη και αν δεν βοηθήσει δεν θα φέρει αντιρρήσεις» και, όπως έγραψε ο στρατάρχης Γκουντέριαν, «δεν μπορούσε να πιστέψει ότι (η Αγγλία) θα του κήρυττε πόλεμο χάριν της Πολωνίας τη στιγμή που δεν τον απείλησε καν για την κατάκτηση της Τσεχοσλοβακίας». Ο Στάλιν έβλεπε δύο αντιπάλους, στο Βερολίνο και στο Λονδίνο, δεν ήξερε ποιος από τους δύο είναι πιο επικίνδυνος και τελικώς έκρινε ότι η Αγγλία και η Γαλλία ήταν εκείνες με τις οποίες «έπρεπε να συνεργαστεί εν ανάγκη και στρατιωτικά» έγραψε ο τότε σοβιετικός πρεσβευτής στο Λονδίνο Ιβάν Μαΐσκι.

Στις 17 Απριλίου ο σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών Μαξίμ Λιτβίνοφ προτείνει στο Λονδίνο και στο Παρίσι σύμφωνο «φιλίας και στρατιωτικής συνεργασίας» και στις 2 Ιουνίου, απαντώντας σε ερωτήματα του Φόρεϊν Οφις, η Μόσχα διευκρινίζει ότι βλέπει ένα «τριμερές σύμφωνο στρατιωτικής συνεργασίας» το οποίο θα μπορεί «να καλύπτει με εγγυήσεις και τις χώρες Βέλγιο,Ελλάδα, Τουρκία,Ρουμανία,Πολωνία, Φινλανδία, Εσθονία και Λετονία». Ο Τσάμπερλεν, ο οποίος ενεργούσε και για λογαριασμό του γάλλου πρωθυπουργού Εντουάρ Νταλαντιέ, έκρινε «ενδιαφέρουσες» τις προτάσεις και, παρά την αντίδραση του υπουργού του λόρδου Χάλιφαξ και υπό την πίεση της κοινής γνώμης και του Τσόρτσιλ, αποφάσισε να σταλεί στη Μόσχα αποστολή υπό τον άγγλο ναύαρχο Νταξ και τον γάλλο στρατηγό Ντουέν, η οποία όμως δεν είχε εξουσιοδότηση να υπογράψει οτιδήποτε. Τέσσερις ημέρες κράτησαν οι συνομιλίες αλλά έφθασαν σε αδιέξοδο όταν η Πολωνία δήλωσε ότι σε περίπτωση πολέμου δεν επρόκειτο να επιτρέψει την είσοδο σοβιετικού στρατού στη χώρα. Ο πολωνός υπουργός Εξωτερικών συνταγματάρχης Γιόζεφ Μπεκ δήλωσε ότι η Βαρσοβία θα ήθελε η Μόσχα να κηρύξει πόλεμο στη Γερμανία αλλά ο στρατός της να εισέλθει στη χώρα μόνο αν (και όταν) οι Γερμανοί φθάσουν στα σοβιετικά σύνορα. Και ο στρατάρχης Ριτζ Σμιγκλί έκανε την ιστορική δήλωση: «Με τους Γερμανούς ίσως χάσουμε την ελευθερία μας αλλά με τους Ρώσους θα χάσουμε την ψυχή μας».

Οι ενδοιασμοί του Στάλιν
Ο Στάλιν, ο οποίος για ιδεολογικούς και για στρατιωτικούς λόγους δεν ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδης στη συμφωνία με την Αγγλία, δεν χρειάστηκε πολλά για να αντιληφθεί ότι το Λονδίνο δεν ήθελε τη συμφωνία και ότι το Παρίσι ακολουθούσε. Τότε, στις 18 Αυγούστου, αποφάσισε «να κοιτάξει και αλλού», όπως γράφει ο (νέος) υπουργός Εξωτερικών Βιατσεσλάβ Μολότοφ στα Απομνημονεύματά του. Δεν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια, καθώς από καιρό είχαν γίνει κινήσεις και «προς αλλού» και μάλιστα την πρώτη έκανε ο ίδιος ο Στάλιν. Σε λόγο του στις 10 Μαρτίου 1939 με τον οποίο κατηγόρησε την Αγγλία και τη Γαλλία για την ανεκτική στάση τους προς τους χιτλερικούς προειδοποίησε ότι δεν ήταν εκείνος που «θα έβγαζε τα κάστανα από τη φωτιά» για να ικανοποιήσει τους Αγγλογάλλους. Μόνο ο Τσόρτσιλ, απλός βουλευτής και μάλιστα πολιτικά απομονωμένος, βλέπει να υπάρχει «κάποιο μήνυμα» σ΄ αυτό. Ο Χίτλερ όμως διακρίνει κάτι περισσότερο. Ετσι, μιλώντας στις 28 Απριλίου προκαλεί ερωτήματα επειδή για πρώτη φορά δεν επιτίθεται εναντίον της μπολσεβικικής Ρωσίας. Ο τότε γάλλος πρεσβευτής στο Βερολίνο Ρομπέρ Κουλόντρ σημειώνει τη «διαφορά από την καθιερωμένη σημειολογία» στο υπουργείο του αλλά εκείνο δεν συγκινείται. Στις αρχές Μαΐου οι χιτλερικοί στέλνουν ένα κατευθείαν μήνυμα στο Κρεμλίνο. Ο πρεσβευτής τους στη Μόσχα Φον Σούλεμπουργκ συναντά σε μια δεξίωση τον υφυπουργό Εξωτερικών Ποτέμκιν και του «υπενθυμίζει» ότι μόλις πριν από δέκα χρόνια οι δύο χώρες είχαν «στενές φιλικές σχέσεις».

Οι απειλές του Βερολίνου
Το επόμενο βήμα γίνεται από το Βερολίνο. Στις 30 Μαΐου ο μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών της ναζιστικής Γερμανίας Βαϊτσζέκερ δηλώνει στον σοβιετικό επιτετραμμένο Γκ. Ασταχοφ ότι «υπάρχουν δυνατότητες βελτίωσης των σχέσεων» των δύο χωρών. Η Μόσχα δεν αντέδρασε όταν της διαβιβάστηκε το μήνυμα, γεγονός το οποίο ενοχλεί τον Χίτλερ, ο οποίος, ύστερα από σύσκεψη, στις 10 Ιουλίου, με τους Γκέρινγκ, Ες, Φον Πάπεν, Ρίμπεντροπ και δύο στρατιωτικούς στο Μπέρχτεσγκατεν, εξουσιοδοτεί τον υπουργό Εξωτερικών «να συνεχίσει τις κινήσεις του» προς το Κρεμλίνο. Ετσι, στις 3 Αυγούστου, ο ίδιος ο Ρίμπεντροπ, ο οποίος γνωρίζει ότι στη Μόσχα γίνονται συνομιλίες με τους Αγγλογάλλους, καλεί στο γραφείο του τον Ασταχοφ και του λέει ότι δεν υπάρχουν άλυτα προβλήματα στις σχέσεις των χωρών τους «σε όλο το μήκος από τη Βαλτική ως τη Μαύρη Θάλασσα», ότι είναι στο χέρι της Μόσχας να γίνουν «κινήσεις», τον βεβαιώνει ότι του είναι ευκολότερο να μιλάει με τους Ρώσους παρά με τους Αγγλους και Γάλλους και προχωρεί σε μια καλυμμένη απειλή: «Αν έχετε κάποια άλλη λύση στο μυαλό σας, αν λ.χ. νομίζετε ότι είναι καλύτερο να προσκαλείτε στη Μόσχα άγγλους και γάλλους στρατιωτικούς από το να συζητήσετε μαζί μας, αυτή θα είναι δική σας επιλογή.Να ξέρετε όμως ότι είμαστε πολύ ισχυροί και δεν υπάρχει πόλεμος που δεν μπορούμε να κερδίσουμε». Και ο Ρίμπεντροπ προχώρησε. Πρότεινε η Γερμανία και η Σοβιετική Ενωση να υπογράψουν «μυστικό πρωτόκολλο» το οποίο θα χώριζε σε ζώνες επιρροής όλη την περιοχή από Βαλτική ως τη Μαύρη Θάλασσα. Αρχικά η Μόσχα είχε επιφυλάξεις καθώς και ο Ασταχοφ από το Βερολίνο προειδοποιούσε ότι οι χιτλερικοί «δεν είναι πάντοτε αξιόπιστοι», ότι μπορεί «να αθετήσουν ακόμη και εκείνα που υποσχέθηκαν γραπτώς», αλλά στις 20 Αυγούστου ο Χίτλερ, ο οποίος είχε ήδη καθορίσει την 1η Σεπτεμβρίου ως ημέρα επίθεσης στην Πολωνία, στέλνει τηλεγράφημα προσωπικά στον Στάλιν ζητώντας την έγκρισή του να έρθει στη Μόσχα να εκθέσει τις γερμανικές απόψεις ο υπουργός Φον Ρίμπεντροπ. Στις 22 ο υπουργός φθάνει στη Μόσχα και την επομένη, στις 23 Αυγούστου 1939, υπογράφεται η συνθήκη και το μυστικό πρωτόκολλο, το οποίο ουσιαστικά έφερε τον διαμελισμό της Πολωνίας.