Η αφή της ολυμπιακής φλόγας στην Αρχαία Ολυμπία κάθε τέσσερα χρόνια, ως αφετηρία μιας παγκόσμιας λαμπαδηδρομίας που οδηγεί το ολυμπιακό φως στη χώρα που φιλοξενεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αποτελεί μια πολλαπλά συμβολική πράξη. Πρώτον, συμβολίζει την αρχαία καταγωγή των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Δεύτερον, επικυρώνει τη συμβολική αξία της αρχαίας Ελλάδας (και συνακόλουθα το κύρος της σύγχρονης Ελλάδας) μέσα στο ολυμπιακό κίνημα. Τρίτον, συμπυκνώνει με συμβολικό τρόπο βασικές αξίες του ολυμπισμού, όπως τον οραματίστηκε και τον σχεδίασε ο Coubertin, παρόλο που η λαμπαδηδρομία δεν αποτέλεσε δική του έμπνευση. Σήμερα, στο πλαίσιο των ηθικών αξιών του ολυμπισμού, η λαμπαδηδρομία παραπέμπει στην ειρηνική συνύπαρξη και στη συνεργασία διαφορετικών λαών στο ολυμπιακό έργο, εφόσον απαιτεί το άνοιγμα των συνόρων και τη συμμετοχή λαμπαδηδρόμων από διαφορετικά έθνη στη μεταφορά του ολυμπιακού φωτός.


Ωστόσο, η καθιέρωση της λαμπαδηδρομίας ως ολυμπιακού θεσμού συνδέθηκε με μια αντίφαση: οι ολυμπιακές αξίες που η λαμπαδηδρομία επιθυμεί να προβάλλει έγιναν αντικείμενο της ναζιστικής προπαγάνδας στους Αγώνες του Βερολίνου το 1936. Αυτή η ιστορική συγκυρία που γέννησε τη λαμπαδηδρομία έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις, οι οποίες κινούνται ανάμεσα σε δύο αντίθετους πόλους: αφενός, εκείνοι που αποσιωπούν τη ναζιστική προέλευση της λαμπαδηδρομίας θεωρώντας προφανώς ότι αυτό αμαυρώνει το σημερινό πρόσωπό της, και αφετέρου εκείνοι που υπενθυμίζουν το ίδιο γεγονός για να καταγγείλουν τον ολοκληρωτικό ιδεολογικό χαρακτήρα της ως διηνεκές στοιχείο.


Εντούτοις, είναι δυνατόν οι ιστορικές συνθήκες καθιέρωσης αυτής της ολυμπιακής τελετουργίας να επηρεάζουν το περιεχόμενό της σήμερα; Το ότι χρησιμοποιήθηκε για να νομιμοποιήσει το ναζιστικό καθεστώς σημαίνει ότι και σήμερα είναι φορέας ολοκληρωτικών αξιών; Ας δούμε λοιπόν τα ιστορικά δεδομένα.


Η απόφαση για τη θέσπιση αυτής της νέας ολυμπιακής τελετουργίας ελήφθη το 1934 στη σύνοδο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής στην Αθήνα, με πρόταση του Carl Diem. Η σύνοδος αυτή συνέπεσε με τον εορτασμό της τεσσαρακονταετηρίδας της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων και τη διοργάνωση Κλασικών Αγώνων στην Αθήνα. Η πρώτη τελετή αφής της ολυμπιακής φλόγας θα γίνει στην Ολυμπία, δύο χρόνια αργότερα, στις 20 Ιουλίου 1936 για την Ολυμπιάδα του Βερολίνου. Η φλόγα είχε βεβαίως χρησιμοποιηθεί και σε προηγούμενες Ολυμπιάδες με συμβολικούς στόχους αλλά δεν είχε γίνει λαμπαδηδρομία. Ούτε βεβαίως είχε γίνει λαμπαδηδρομία στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896.


Στη συγκυρία του 1936, η καθιέρωση της λαμπαδηδρομίας στηρίχτηκε για διαφορετικούς λόγους από το διεθνές ολυμπιακό κίνημα, από την Ελλάδα και από τη ναζιστική Γερμανία. Για την Ελλάδα, η λαμπαδηδρομία, θα συμβολίσει τη σύνδεση των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων με την αρχαιότητα και μάλιστα με τον ίδιο τον τόπο των αρχαίων Αγώνων, την Ολυμπία. Το τελετουργικό που υιοθετήθηκε – με τη μέθοδο αφής της φλόγας και τις ενδυμασίες των ιερειών – αποτελούσε μια επιπλέον προσπάθεια «αναβίωσης» της αρχαιότητας. Ταυτόχρονα, η τελετή αυτή επιβεβαίωνε την «ελληνικότητα» των Ολυμπιακών Αγώνων και χάριζε στην Ελλάδα μια ξεχωριστή, τιμητική θέση στο ολυμπιακό τελετουργικό αντίστοιχη με εκείνη που της παρείχε το δικαίωμα να παρελαύνει πρώτη στην τελετή έναρξης (από το 1928). Στην ουσία, αποτελούσε μια μερική ικανοποίηση του αιτήματος της μόνιμης τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων που είχε διατυπώσει η Ελλάδα το 1896, εφόσον της πρόσφερε τη δυνατότητα να είναι η μόνιμη αφετηρία τους.


Εν τούτοις, παρά το διεθνικό και το «ελληνικό» περιεχόμενο της λαμπαδηδρομίας, δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε την απευθείας σύνδεσή της με τον γερμανικό εθνικισμό, ιδιαίτερα στη συγκυρία των Αγώνων του Βερολίνου. Η ιερή φλόγα αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα σύμβολα του γερμανισμού και η χρήση της από τον γερμανικό εθνικισμό εντοπίζεται ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα. Αλλά και όλα τα φασιστικά κινήματα χρησιμοποιούσαν τις πορείες με πυρσούς με συμβολικούς στόχους, προσφέροντας έτσι ένα σύγχρονο πρότυπο για τους γερμανούς εμπνευστές της νέας ολυμπιακής τελετουργίας.


Στους Ολυμπιακούς του Βερολίνου έγινε μια προπαγανδιστική αναβίωση του αρχαιοελληνικού παρελθόντος μέσα σε μια προσεκτικά οργανωμένη μαζική γιορτή, η οποία είχε ως στόχο να στηρίξει το ναζιστικό καθεστώς απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο που το αντιμετώπιζε με καχυποψία και ανησυχία. Οι ναζιστές κατέστρωσαν λοιπόν μια στρατηγική εκμετάλλευσης της αρχαιότητας, ώστε να εξασφαλίσουν την ιδεολογική νομιμοποίησή τους. Στη Γερμανία υπήρχε βεβαίως μια μακρά παράδοση φιλελληνισμού με κεντρική φυσιογνωμία τον J.J. Winckelmann, ενώ οι ανασκαφές του Ernst Curtius στην Ολυμπία (1874-1881) είχαν επαναφέρει στο προσκήνιο τους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες. Οι ναζιστές, κατά την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων, αναζήτησαν – και βρήκαν – παραλληλισμούς ανάμεσα στη γερμανική και την αρχαία ελληνική κουλτούρα. Στο πλαίσιο της ολοκληρωτικής ιδεολογίας τους, θέλησαν να συναγωνιστούν τους αρχαίους Ελληνες ως ηγέτες ενός «χρυσού αιώνα».


Είναι προφανές πάντως ότι η ιδεολογική αφετηρία της λαμπαδηδρομίας δεν καθορίζει το συμβολικό της περιεχόμενο ούτε στους επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες ούτε σήμερα. Η φλόγα δεν είναι στοιχείο ολοκληρωτικής ιδεολογίας παρά μόνο αν τη χρησιμοποιούν ολοκληρωτικά καθεστώτα. Σήμερα εξάλλου, το πρόβλημα δεν έγκειται στο αν τη χρησιμοποίησε η ναζιστική προπαγάνδα πριν από εβδομήντα χρόνια αλλά στην εμπορική της εκμετάλλευση για την προώθηση ποικιλώνυμων οικονομικών συμφερόντων προφανώς άσχετων με τον ολυμπισμό.


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.