Μια Καραμανλή – και μάλιστα σοσιαλίστρια – στη γαλλική Βουλή! Μόνο που δεν κατάγεται από τις Σέρρες αλλά από τον Βόλο. Ποια είναι, από πού ξεκίνησε, τι πιστεύει; Η νεοεκλεγείσα βουλευτής του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος Μαριέττα Καραμανλή έφυγε από την Ελλάδα το 1984 για να σπουδάσει φιλολογία στη γαλλική πόλη Λε Μαν, όπου ζει ως και σήμερα με τον γάλλο σύζυγό της και τα τέσσερα παιδιά τους, την Ερμιόνη, τη Μελίνα, τη Λίβια και τον Κωνσταντίνο. Εχοντας μια πρώιμα ανεπτυγμένη κοινωνική συνείδηση, η Μαριέττα Καραμανλή δεν είχε ποτέ φανταστεί ότι μια μέρα θα έπαιζε ενεργό ρόλο στην πολιτική σκηνή, και μάλιστα μιας χώρας σαν τη Γαλλία. Η ιδέα να ασχοληθεί με την πολιτική αρχίζει να διαμορφώνεται μετά το 1981 και την άνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία, όταν είδε, όπως μας λέει χαρακτηριστικά, για πρώτη φορά τους γονείς της, πρώην αντιστασιακούς, να μπορούν να εκφράζονται ελεύθερα. Ετσι ύστερα από τα κλασικά γράμματα κατευθύνεται προς την Ιστορία του Δικαίου και τις Πολιτικές Επιστήμες, ενώ στο διδακτορικό της με τίτλο «Κράτος και κοινωνία στην Ελλάδα: Συνέχειες και αλλαγές» μελετά τις δυσλειτουργίες του ελληνικού κρατικού μηχανισμού, αλλά και τις αλλαγές στις οποίες προχώρησαν οι τελευταίες ελληνικές κυβερνήσεις, με ιδιαίτερη μνεία στην κυβέρνηση Σημίτη. Αρχίζει λοιπόν να συμμετέχει στα κοινά, να ασχολείται με θέματα που αγγίζουν την καθημερινή ζωή των πολιτών και σιγά σιγά μέσα από την έντονη πολιτική δράση της το 1989 γίνεται η πιο νέα δημοτική σύμβουλος του Λε Μαν, αδελφοποιημένης πόλης της ιδιαίτερης πατρίδας της, του Βόλου. Πολύ γρήγορα δημιουργεί πόλους διαλόγου με τους δημότες και το όνομά της αρχίζει να γίνεται ολοένα και πιο γνωστό. Το 1995 γίνεται αντιπρόεδρος της Υπερδημαρχίας σε θέματα περιβάλλοντος, το 1997 κατεβαίνει ανεπιτυχώς στις βουλευτικές εκλογές ως υποψήφια του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, ενώ το 1998 αποσπά από τη Δεξιά τη βορειοδυτική περιφέρεια του Λε Μαν και το 2001 γίνεται η πρώτη γυναίκα σοσιαλίστρια αντιδήμαρχος-υπεύθυνη Νεολαίας.




– Κυρία Καραμανλή, ποιες είναι οι ρίζες του ονόματός σας;


«Για να είμαι ειλικρινής, δεν το έχω ψάξει. Πάντως, αν υπάρχουν κάποιοι δεσμοί με την οικογένεια Καραμανλή, θα είναι μάλλον μακρινοί. Τρέφω μεγάλο σεβασμό για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, αυτόν τον πολιτικό που το όραμά του για την Ελλάδα ξεπερνούσε τις στενές κομματικές αντιπαραθέσεις. Οδήγησε τη χώρα μας στην Ευρώπη και, πάνω απ’ όλα, της χάρισε την ελευθερία».


– Πώς κρίνετε το έργο της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης;


«Δεν συμφωνώ με τον φιλελευθερισμό που απορρυθμίζει τα πάντα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις ανάγκες του λαού. Η κυβέρνηση Καραμανλή δεν έχει δώσει λύση στα προβλήματα των Ελλήνων. Ο Σημίτης είχε κάνει πολύ ενδιαφέρουσες προτάσεις, ακόμη και αν μερικές από αυτές δεν κατόρθωσε να τις φέρει σε πέρας. Τέτοιες προτάσεις νομίζω ότι λείπουν από τη σημερινή κυβέρνηση και γι’ αυτό ίσως παρατηρείται κάποια αποθάρρυνση του εκλογικού σώματος στην Ελλάδα».


Το ΠαΣοΚ πιστεύετε ότι έχει κάποιο μερίδιο ευθύνης σε αυτό;


«Το ΠαΣοΚ διανύει μια δύσκολη περίοδο. Πρέπει να ανανεωθεί, να αποκοπεί από τον λαϊκισμό και τις πελατειακές σχέσεις. Το ερώτημα είναι όμως αν τα μέλη του είναι έτοιμα να δεχθούν μια ριζική ανανέωση. Πιστεύω όμως πως το ΠαΣοΚ σήμερα είναι πολύ πιο ανοιχτό από ό,τι παλιά. Και υπάρχουν άνθρωποι όπως ο Γιώργος Παπανδρέου, η Μιλένα Αποστολάκη, η Φώφη Γεννηματά ή η Αννα Διαμαντοπούλου που θα το βοηθήσουν να αποδεσμευθεί από το συντηρητικό παρελθόν του και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα σημερινά προβλήματα των πολιτών. Αυτό θα είναι το στοίχημά του».


Αυτό δεν είναι και το στοίχημα των γαλλικών κομμάτων;


«Βεβαίως. Και αυτό ακριβώς έχω βάλει σε εφαρμογή εδώ και πολλά χρόνια στο Λε Μαν, όντας σε άμεση και διαρκή επαφή με τους πολίτες. Πηγαίνω εγώ προς αυτούς, δεν περιμένω να έρθουν αυτοί προς εμένα. Και οι λύσεις που προτείνω, είναι λύσεις στα καθημερινά τους προβλήματα, στην εργασία, στη στέγαση, στην παιδεία και στην ασφάλεια. Αυτές είναι οι προτεραιότητές μου. Συνεργάζομαι μαζί τους για κάθε απόφαση που πρόκειται να πάρω. Και αυτή τη μέθοδο θα συνεχίσω να την εφαρμόζω, ως βουλευτής πια, γιατί πιστεύω ότι πρέπει κανείς να ενημερώνει τον λαό και να του εξηγεί τη σημασία των μέτρων που πρόκειται να θεσπίσει».


Αυτή ήταν και η θεωρητική βάση της «συμμετοχικής δημοκρατίας» της Σεγκολέν Ρουαγιάλ. Πώς κρίνετε την προεκλογική εκστρατεία της;


«Οταν αναδείχθηκε επίσημη υποψήφια του Σοσιαλιστικού Κόμματος για τις προεδρικές εκλογές, ήμασταν πρώτοι στις δημοσκοπήσεις. Μετά όμως τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν άσχημα. Η Σεγκολέν άργησε να ανακοινώσει το πρόγραμμα του κόμματος και μιλούσε κυρίως για τον απολογισμό της θητείας του Σαρκοζί ως υπουργού. Ομως δεν αρκεί να λέει κανείς: «Το πρόγραμμά μου είναι το πρόγραμμα της Γαλλίας». Πρέπει να αναφέρει συγκεκριμένα μέτρα, συγκεκριμένες μεθόδους εφαρμογής τους και συγκεκριμένο προϋπολογισμό. Αυτό έγινε στο τέλος της εκστρατείας, όταν ήταν πια πολύ αργά».



Τελικά ήταν μια εκστρατεία προγραμμάτων ή προσώπων;


«Η Σεγκολέν θέλησε να κάνει μια εκστρατεία προσώπων σε στυλ Μιτεράν, μόνο που οι εποχές έχουν πια αλλάξει. Οφείλω όμως να αναφερθώ στην ισχυρή προσωπικότητά της, στο θάρρος και στην επιμονή της. Αν και συμφωνούσα με τις ιδέες του Ντομινίκ Στρος Καν, μετά την ανάδειξη της Σεγκολέν ως επίσημης υποψηφίας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, την υποστήριξα πραγματικά, παρά τις διαφωνίες που επικρατούσαν στο κόμμα. Το μήνυμα όμως δεν μπόρεσε να φθάσει στον λαό, πράγμα που αποδεικνύει ότι δεν μπορεί κανείς να βασίζεται μόνο στην εικόνα. Από την άλλη, ο Σαρκοζί, που βασίστηκε επίσης στην εικόνα, έδωσε στον λαό ψεύτικες υποσχέσεις, που άρχισαν ήδη να αποκαλύπτονται. Αυτό όμως που με ανησυχεί περισσότερο είναι ότι κυβερνά με τρόπο απολυταρχικό. Η κυβέρνηση δεν είναι παρά μια μαριονέτα στα χέρια του και αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Ο ρόλος του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος θα είναι να κάνει μια σωστή αντιπολίτευση, αφού αποδεχθεί την καινούργια του σύνθεση και καθορίσει το καινούργιο ιδεολογικό του υπόβαθρο».


Ως βουλευτής θα υποστηρίξετε την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση;


«Ναι. Και πιστεύω ότι πρέπει να συνεχίσουμε τις διαπραγματεύσεις για να επιτρέψουμε στη χώρα αυτή να προοδεύσει, να εξελιχθεί. Τώρα την απομονώσαμε και την αφήσαμε χωρίς καμία βοήθεια, ζητώντας της να αποδείξει ότι πρέπει να γίνει μέλος της Ενωσης. Για μένα η ένταξη της Τουρκίας θα ήταν μια εγγύηση ειρήνης. Είμαι Ελληνίδα και ξέρω πολύ καλά τι σημαίνει αυτό».


Ως Ελληνίδα λοιπόν πώς κρίνετε τον ρόλο που μπορεί να παίξει η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ενωση;


«Θα μπορούσε να παίξει έναν πολύ σημαντικό συνδετικό ρόλο ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες, στα Βαλκάνια και στην Τουρκία. Και λυπάμαι που κανένας δεν της έχει αναγνωρίσει τη δυνατότητα αυτή. Ισως και η Ελλάδα να μην μπόρεσε πολιτικά να τη διεκδικήσει. Σήμερα όμως έχει αποδείξει ότι είναι άξιο μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και μπορεί να επιβληθεί με την ωριμότητα που έχει κατακτήσει και την ικανότητα να χειρίζεται διεθνή θέματα με άξιους πολιτικούς, όπως ο Θεόδωρος Πάγκαλος ή ο Γιώργος Παπανδρέου».


Ποιες είναι οι σχέσεις σας με την Ελλάδα σήμερα ύστερα από τόσα χρόνια διαμονής στη Γαλλία;


«Ερχομαι συχνά στην Ελλάδα. Οι γονείς μου και η αδελφή μου ζουν πάντα στον Βόλο, έχω ένα σπίτι στη Σκόπελο, όπου πηγαίνω για να ξεκουραστώ και να αντλήσω ενέργεια, και πηγαίνω βέβαια συχνά και στην Αθήνα για συνέδρια ή σεμινάρια συγκριτικής μελέτης της γαλλικής και της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας. Οι Ελληνες πρέπει να πιστεύουν στον εαυτό τους και στην ικανότητά τους να θέτουν στόχους και να τους υλοποιούν. Η Ελλάδα μπορεί να είναι μια χώρα μικρή σε μέγεθος, αλλά είναι μεγάλη σε αξία και μπορεί να επιβληθεί με την πολιτιστική της κληρονομιά, αλλά και με το δυναμικό σύγχρονο παρόν της».