Είναι κοινή αντίληψη στην Ουάσιγκτον ότι ένα σκάνδαλο αποκαλύπτεται και παίρνει δημοσιότητα όχι όταν γίνεται αλλά όταν επιχειρείται η συγκάλυψή του. Το Γουοτεργκέιτ θα παρέμενε άγνωστο αν ο Νίξον και η παρέα του δεν προσπαθούσαν να συγκαλύψουν τη διάρρηξη των γραφείων του Δημοκρατικού Κόμματος. Ούτε και το σκάνδαλο της πώλησης ιρανικών όπλων στους Κόντρας της Νικαράγουας θα γινόταν γνωστό αν το επιτελείο του Ρίγκαν δεν προσπαθούσε να καλύψει τον ρόλο κάποιων «ανθρώπων του προέδρου». Το ίδιο γίνεται τώρα με την υπόθεση της αποκάλυψης ότι η Βάλερι Πλέιμ, η σύζυγος του διπλωμάτη Τζόζεφ Γουίλσον, ήταν πράκτορας της CIA.


Αυτό καθεαυτό το «έγκλημα» δεν είναι τόσο σπουδαίο ­ πολύ σοβαρότερες παραβιάσεις κρατικών κανόνων και αποφάσεων περνούν σχεδόν απαρατήρητες. Απορούν οι Αμερικανοί γιατί αυτό το ζήτημα έχει κατατρομάξει τον Λευκό Οίκο, τη CIA, το Πεντάγωνο αλλά και πολιτικές προσωπικότητες όχι μόνο της Αμερικής. Υπάρχει η εξήγηση και αυτή είναι σωστό θρίλερ. Πίσω από το «ποιος αποκάλυψε την ταυτότητα της Βάλερι» υπάρχει ένα σκάνδαλο πλαστογράφησης εγγράφων που χρησιμοποιήθηκαν από τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους, τον αντιπρόεδρο Ντικ Τσένι και τον βρετανό πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ για τη δικαιολόγηση της εισβολής στο Ιράκ. Συγκεκριμένα, πώς και γιατί «διαπιστώθηκε» ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν προμηθεύθηκε ουράνιο από τον Νίγηρα στην Κεντρική Αφρική.


H ιστορία δεν ξεκινά από την Αμερική. Αρχίζει από την Ιταλία και τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι τον Οκτώβριο του 2001, λίγες εβδομάδες μετά την τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους του Μανχάταν και στο Πεντάγωνο. Ο ιταλός πρωθυπουργός ετοιμάζεται να επισκεφθεί επισήμως την Ουάσιγκτον και θέλει να κάνει εντύπωση στον αμερικανό πρόεδρο. Τον συνοδεύει, μεταξύ άλλων, και ο Νικολό Πολάρι, διευθυντής της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Στρατού (SISMI), ο οποίος, όπως έγραψαν τότε οι ιταλικές εφημερίδες, ήθελε να αποκτήσει «γερές προσβάσεις για ουσιαστική συνεργασία» με την ηγεσία της CIA και προσωπικά με τον τότε αρχηγό της Τζορτζ Τένετ. Ο Πολάρι είχε στα χέρια του έναν φάκελο με έγγραφα τα οποία «αποδείκνυαν ότι το Ιράκ ζητούσε να αγοράσει ουράνιο από τον Νίγηρα», σύμφωνα με δημοσίευμα του περιοδικού «The American Conservative». Ο Μπερλουσκόνι ήξερε πολύ καλά ότι τίποτε δεν θα εντυπωσίαζε περισσότερο τον Μπους από το να του δώσει συγκεκριμένα επιχειρήματα εναντίον του Ιράκ.


Τι είδους ντοκουμέντα ήταν αυτά και πώς τα βρήκαν οι Ιταλοί; Αγνωστον. Σημειώνεται όμως το εξής: Τον Ιανουάριο του 2001 έγινε διάρρηξη στην πρεσβεία του Νίγηρα στη Ρώμη. Δεν εκλάπησαν χρήματα ούτε κάτι αξιόλογο εκτός από μερικά έγγραφα. Θυμίζει αυτό τη διάρρηξη στο κτίριο του Γουοτεργκέιτ; Δύο χρόνια αργότερα η ιταλική αστυνομία ανακοίνωσε ότι «θεωρεί περίπου βέβαιο» ότι τη διάρρηξη έκανε κάποιος Ρόκο Μαρτίνο, πρώην πράκτορας της SISMI. Δυστυχώς για τον ιταλό πρωθυπουργό και τον Πολάρι τα ντοκουμέντα δεν εντυπωσίασαν. Οι αναλυτές της CIA και το αρμόδιο γραφείο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ διαπίστωσαν ότι ήταν «πολύ περιορισμένης σημασίας», ήταν παλιά – της δεκαετίας του ’80 – και δεν ήταν «επαρκώς συγκεκριμένα». Ζήτησαν όμως και τη γνώμη της βρετανικής μυστικής υπηρεσίας, της MI-6, η οποία τα απέρριψε αμέσως. Αυτό δεν απογοήτευσε τον Μπερλουσκόνι Επιστρέφοντας στη Ρώμη έστειλε τα έγγραφα με μια εισαγωγική επιστολή στον «επιστήθιο φίλο του» Τόνι Μπλερ και, στις αρχές Φεβρουαρίου 2002, μια μακροσκελή έκθεση προσωπικά στον πρόεδρο Μπους μαζί με «νέα έγγραφα», τα οποία «έδιναν λεπτομερέστερα στοιχεία» για το ουράνιο του Νίγηρα και τα ενδιαφέροντα του Σαντάμ Χουσεΐν. Ο Μπους εξέτασε τα έγγραφα με τους σύμβουλους του, τα διεβίβασε στον αντιπρόεδρο Τσένι, ο οποίος εκείνη την εποχή χειριζόταν τα εκτός Αμερικής θέματα τρομοκρατίας, και αποφασίστηκε να σταλεί στον Νίγηρα ο Τζόζεφ Γουίλσον, ο οποίος πράγματι πήγε εκεί στο τέλος Φεβρουάριου. Ο Γουίλσον ερεύνησε τα πράγματα και επιστρέφοντας υπέβαλε στη CIA έκθεση με την οποία, όπως έγινε έκτοτε γνωστό, τόνιζε ότι «ουδόλως επιβεβαιώνονται» οι πληροφορίες περί αγοράς ή έστω περί προθέσεως του Ιράκ να προμηθευθεί ουράνιο.


Το «επεισόδιο» θα μπορούσε να τελειώσει εδώ αλλά ούτε στην Ουάσιγκτον ούτε στη Ρώμη φαίνεται να ικανοποιούσε ένα άδοξο τέλος. Παρακινούμενος από «ορισμένες υψηλόβαθμες προσωπικότητες» της Αμερικής ο Πολάρι άρχισε να αναζητεί συνεργάτες και, φυσικά, βρήκε. Το όνομα αυτού Μάικλ Λεντίν. Μέλος, όπως λέγεται, της ιταλικής μασονικής Στοάς P2, συνεργάτης του Ολιβερ Νορθ, γνωστού από το σκάνδαλο Ιράν – Κόντρας και σύμβουλος σε θέματα ασφαλείας του Λευκού Οίκου επί Ρίγκαν και πατέρα Μπους, ο Λεντίν «μελετούσε» το 2002 στη Ρώμη αλλά στην πραγματικότητα ήταν ο άνθρωπος του Γραφείου Ειδικών Σχεδίων του Πενταγώνου (OSP) στην ιταλική πρωτεύουσα. Οι άνθρωποι του Πολάρι τον γνώριζαν γιατί το 1978 του είχαν πληρώσει 30.000 δολάρια για μια έκθεση 22 σελίδων σχετικά με την τρομοκρατία που, εκείνη την εποχή, ήταν σε άνοδο στην Ιταλία. Δεν είναι γνωστό μέσω ποιων και πού έγινε η επικοινωνία – ιταλικές πηγές ισχυρίζονται ότι ο μεσάζων ήταν ο βοηθός στρατιωτικός ακόλουθος των ΗΠΑ αλλά δεν υπάρχει καμία επιβεβαίωση αυτού. Γεγονός είναι ότι ο Λεντίν ανέλαβε ως σύνδεσμος μεταξύ της ιταλικής SISMI και του OSP, επικεφαλής του οποίου ήταν ο σημερινός υφυπουργός Αμυνας Ντάγκλας Φιθ.


Μέσα σε δύο εβδομάδες ο Λεντίν έκλεισε μια συνάντηση του Πολάρι με τον τότε υποδιευθυντή του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας (και σημερινού διευθυντή του) Στιβ Χάντλι. Είναι άγνωστο τι συζήτησαν, στις 9 Σεπτεμβρίου στην Ουάσιγκτον, οι δύο άνδρες αλλά εκείνες τις ημέρες κάτι «πολύ περίεργο» συνέβη στη Ρώμη. Οπως αποκάλυψε πολύ αργότερα το περιοδικό «Panorama» ένας «τύπος» παρουσιάστηκε σε μια δημοσιογράφο του περιοδικού και της πρόσφερε αντί 10.000 δολαρίων «έγγραφα υψίστης σημασίας (…) σχετικά με το Ιράκ και τα όπλα μαζικής καταστροφής που διαθέτει». H δημοσιογράφος σε συνεννόηση με τη διεύθυνση έκρινε το ποσό υπέρογκο αλλά προς μεγάλη της έκπληξη ο «τύπος» τής τα πρόσφερε εντελώς δωρεάν. H αστυνομία, η οποία ειδοποιήθηκε από τη διεύθυνση του περιοδικού, δεν άργησε να εντοπίσει τον τύπο. Ηταν ο Ρόκο Μαρτίνο, πρώην πράκτορας της SISMI, γνωστός για βρώμικες δουλειές, τον οποίο η εισαγγελική αρχή της Ρώμης θεωρεί «ικανό να είναι αυτός που έχει πλαστογραφήσει» τα έγγραφα. Ας σημειώσουμε εδώ ότι το περιοδικό «Panorama» ανήκει στον όμιλο του πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι Σύμπτωση και αυτή.


H διεύθυνση του περιοδικού παρέδωσε τα έγγραφα στην αμερικανική πρεσβεία και από εκεί εστάλησαν κατευθείαν στο γραφείο του αντιπροέδρου Ντικ Τσένι, επικεφαλής του οποίου ήταν ο Λιούις Λίμπι, αυτός ο οποίος αντιμετωπίζει σήμερα τη δικαιοσύνη. Στο Κογκρέσο, όπου όλη αυτή η υπόθεση απασχολεί αυτόν τον καιρό δύο επιτροπές, σημειώνουν ότι η πρεσβεία της Ρώμης έκανε «περίεργα λάθη». Τα έγγραφα κανονικά έπρεπε να παραδοθούν στον πράκτορα της CIA στη Ρώμη, ο οποίος θα τα εξέταζε και θα τα έστελνε στο αρχηγείο στην Ουάσιγκτον, το οποίο και θα έκρινε αν πρέπει να σταλούν στον Λευκό Οίκο. Τίποτε από αυτά δεν έγινε. Ετσι ο πρόεδρος Μπους στον λόγο του προς το έθνος στις 28 Ιανουαρίου 2003 μπορούσε να δηλώσει δραματικά ότι «ο Σαντάμ Χουσεΐν τελευταία προσπάθησε να εξασφαλίσει μεγάλη ποσότητα ουρανίου από την Αφρική». Ενωρίτερα είχε «αποκαλύψει» το ίδιο και ο βρετανός πρωθυπουργός. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι και άλλοι, οι οποίοι κατέθεσαν στον ειδικό ανακριτή Πάτρικ Φιτζέραλντ, αποκάλυψαν ότι ο Μαρτίνο βρισκόταν σε επαφή με τον Αχμάντ Σαλαμπί, τον αμφιλεγόμενο ιρακινό αντιπρόεδρο ο οποίος τροφοδοτούσε, με το αζημίωτο, το γραφείο του Τσένι με «πληροφορίες» για τα όπλα του Σαντάμ, οι οποίες ήταν «σκοπίμως παραποιημένες» λέγουν πηγές στην Ουάσιγκτον. Ο Μαρτίνο προσπάθησε να πουλήσει «κάποια έγγραφα» στους Γάλλους αλλά δεν τα κατάφερε. Του τα απέρριψαν ως « «γελοία και παραποιημένα».


Ποιους περιμένει ο εισαγγελέας


Ο ειδικός ανακριτής δεν έκλεισε την «υπόθεση Βάλερι» και αυτό δικαιολογημένα ανησυχεί πολλούς στην Ουάσιγκτον. Οι εφημερίδες και τα MME μιλούν πολύ για τον Καρλ Ρόουβ αλλά εκείνοι που φαίνεται ότι θα κληθούν στο γραφείο του Φιτζέραλντ είναι, μεταξύ άλλων, οι Λεντίν και Φιθ. Και οι δύο αρνούνται την οποιαδήποτε σχέση με τα πλαστά έγγραφα για το ουράνιο του Νίγηρα. Ωστόσο υπάρχουν κάποιες συμπτώσεις που θα τους φέρουν σε δύσκολη θέση, ιδιαίτερα τον Λεντίν. Συγκεκριμένα, όπως γράφει ο Φίλιπ Τζιράλντι, πρώην πράκτορας της CIA ο οποίος φαίνεται να γνωρίζει πρόσωπα και γεγονότα, ο Λεντίν εργαζόταν επισήμως για το Πεντάγωνο, ταξίδευε τακτικότατα στην Ιταλία, είχε φίλους στο εκεί γραφείο τής CIA «από την εποχή που είχαν συνεργαστεί στην υπόθεση Ιράν – Κόντρας, περιλαμβανομένου και του διευθυντή του σταθμού της CIA στη Ρώμη, ο οποίος ήταν επίσης σύμβουλος στο Πεντάγωνο, όπως ο Λεντίν».