Ο Ζόραν Τζίντζιτς, ο πρώτος ευρωπαίος πρωθυπουργός που δολοφονείται μετά τον Σουηδό Ούλοφ Πάλμε το 1986, είδε τη δημοτικότητά του να πέφτει από 62% τον Οκτώβριο του 1999 σε 21% στις αρχές του περασμένου Ιανουαρίου. Πριν από τρία χρόνια είχε πρωτοστατήσει στη συγκρότηση της πολιτικής συμμαχίας 17 σερβικών κομμάτων που ενωμένα στις προεδρικές εκλογές νίκησαν και έθεσαν τέρμα στο άστρο του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Τελευταία κατηγορήθηκε ότι είχε «περίεργες σχέσεις» με πρόσωπα της μαφίας, αλλά οι φίλοι του απαντούσαν ότι οι μαφιόζοι διαμαρτύρονταν όταν «τους πάτησε τον κάλο» συλλαμβάνοντας λαθρεμπόρους και μαυραγορίτες καθώς και πρόσωπα του «κύκλου Μιλόσεβιτς». Είναι αλήθεια ότι η Ουάσιγκτον του «επέστησε την προσοχή» για τα όπλα που πούλησε πέρυσι στο Ιράκ και επανήλθε πριν από δύο μήνες με διάβημα, όταν ο Τζίντζιτς επέμεινε ότι πρέπει να αποχωρήσουν «αμέσως» οι δυνάμεις του ΟΗΕ από το Κοσσυφοπέδιο και να επανέλθει ο σερβικός στρατός. «Είναι πρόσωπο αμφιλεγόμενο» παραδέχονται οι πολιτικοί του φίλοι, οι οποίοι απορρίπτουν ως «κακοήθειες» τους ισχυρισμούς των εχθρών του ότι η δολοφονική απόπειρα εναντίον του τον Φεβρουάριο ήταν «κόλπο δημοσίων σχέσεων».


Η δολοφονία του Τζίντζιτς «στέρησε την Ουάσιγκτον από έναν ισχυρό σύμμαχο» στα Βαλκάνια, διαπίστωνε προχθές το «Washington Post». Υπερβολή ίσως, γεγονός όμως είναι ότι η Ουάσιγκτον, συγκεκριμένα η Μάντλιν Ολμπραϊτ, όταν ήταν υπουργός Εξωτερικών, τον προώθησε και τον βοήθησε να αναλάβει πρωθυπουργός. Τελευταία οι σχέσεις τους ψυχράνθηκαν και οι λόγοι ήταν πολλοί, πέρα από τις δοσοληψίες με το Ιράκ. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ του κατελόγισε ότι «δείχνει αδιαφορία» για την προώθηση των ανακρίσεων για τις σφαγές των αλβανόφωνων της Σρεμπρένιτσα και ότι αρνείται να παραδώσει στο Διεθνές Δικαστήριο Εγκλημάτων τον σέρβο στρατιωτικό διοικητή Ράτκο Μλάντιτς, ο οποίος ήταν παρών στις σφαγές. Ο αντιπολιτευόμενος Τύπος απέδωσε αυτή τη στάση του Τζίντζιτς στο ενδιαφέρον του να επανασυνδεθεί με το εθνικιστικό στοιχείο, το οποίο τον έχει καταγράψει ως «εχθρό της Σερβίας» επειδή αυτός παρέδωσε τον Μιλόσεβιτς στο Δικαστήριο της Χάγης. Και με την ΕΕ οι σχέσεις του περνούσαν δοκιμασία τελευταία, ιδιαίτερα με την αξίωσή του να επιστρέψουν αμέσως οι σερβικές δυνάμεις στο Κοσσυφοπέδιο – τώρα βρίσκονται εκεί οι μονάδες του ΟΗΕ -, γεγονός που προκάλεσε και διάβημα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.


Μακιαβελική φυσιογνωμία χαρακτήρισε τον Τζίντζιτς το BBC. Γεννημένος το 1952, γιος αξιωματικού του Λαϊκού Στρατού της άλλοτε Γιουγκοσλαβίας, έπαιξε πολλούς ρόλους και από πολύ νέος. Στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου, όπου σπουδάζει Φιλοσοφία, επιχειρεί να συγκροτήσει μια μη κομμουνιστική ένωση αλλά συλλαμβάνεται το 1974, μένει φυλακή μερικούς μήνες και όταν απολύεται φεύγει στην (τότε) Δυτική Γερμανία, όπου έκανε και διδακτορικό για την «ολοκλήρωση της θεωρίας του Μαρξ». Επιστρέφει το 1989 στη Γιουγκοσλαβία που άρχισε ήδη να διαλύεται και ασχολείται με επιχειρήσεις αλλά και με την πολιτική. Εχει φίλους στον τραπεζικό κόσμο (Ντίνκιτς, Οτζερμπάνιτς κ.ά.), οι οποίοι, όταν γίνεται πρωθυπουργός, θα λάβουν θέσεις και αξιώματα. Το 1989 μαζί με τον καθηγητή Βόισλαβ Κοστούνιτσα σχηματίζει το Δημοκρατικό Κόμμα της Σερβίας, που αναδεικνύεται το ισχυρότερο κόμμα της αντιπολίτευσης, αλλά οι σχέσεις των δύο ανδρών ψυχραίνονται επειδή ο Τζίντζιτς συναλλάσσεται με την κυβέρνηση Μιλόσεβιτς, όπως τον κατηγορεί ο συνεταίρος του. Το 1995 ο Τζίντζιτς βρίσκεται στο κέντρο φημολογιών για σκάνδαλα δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων από λαθρεμπόριο, ναρκωτικά κτλ. στα οποία έχει ανάμειξη και η οικογένεια Μιλόσεβιτς. Οι σχετικές υποθέσεις δεν έφθασαν ποτέ στη Δικαιοσύνη· αντιθέτως, ο Τζίντζιτς παίρνει εύσημα από την Ουάσιγκτον ως «ανανεωτής», «ανερχόμενος πολιτικός» κτλ. και το 1997 εκλέγεται δήμαρχος Βελιγραδίου, για να ανατραπεί λίγο αργότερα από την αντιπολίτευση.


Παρά τις διώξεις και τη λευκή τρομοκρατία που ασκεί η κυβέρνηση Μιλόσεβιτς, το Δημοκρατικό Κόμμα εξαπλώνεται σε όλη τη Σερβία, όπως και οι φήμες ότι ο Τζίντζιτς έχει σχέσεις με τις πάσης φύσεως μαφίες της χώρας. Αυτό αναγκάζει την Ουάσιγκτον να τον εγκαταλείψει προσωρινά και να υποστηρίξει ως υποψήφιο πρόεδρο τον Οκτώβριο του 2000 τον «αδιάφθορο Κοστούνιτσα», ο οποίος και εκλέγεται. Ο Τζίντζιτς αναλαμβάνει πρωθυπουργός και είναι ο ισχυρός άνδρας στο συμμαχικό κυβερνητικό σχήμα που δημιουργήθηκε. Ο Κοστούνιτσα πέρασε στο περιθώριο. Με αποκατεστημένες πλέον τις σχέσεις του με τις ΗΠΑ, ο Τζίντζιτς απομακρύνει μεθοδικά τους εσωκομματικούς αντιπάλους του, γεγονός που τον φέρνει σε σύγκρουση με τον πρόεδρο, ο οποίος σύντομα δεν θα είναι παρά παρελθόν. Η Γιουγκοσλαβία παύει να υφίσταται, στη θέση της εμφανίζεται η χαλαρή ένωση Σερβίας – Μαυροβουνίου, προκηρύσσονται δύο φορές προεδρικές εκλογές με υποψήφιο τον Κοστούνιτσα, οι οποίες όμως δεν δίνουν αποτέλεσμα επειδή μόλις το 44% προσήλθε στις κάλπες. «Ο κόσμος στη Σερβία είναι πολύ απογοητευμένος με τους πολιτικούς του, ένα φαινόμενο στο οποίο ο ίδιος ο Τζίντζιτς συνέβαλε πολύ» εξήγησε ο πολιτικός σχολιαστής του BBC.


ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ Η αλυσίδα των πολιτικών δολοφονιών στη Σερβία


Είναι τραγικό αλλά η ιστορία της Σερβίας είναι συνυφασμένη με δολοφονίες πολιτικών ηγετών της, οι οποίες δυστυχώς δημιουργούν προβλήματα, ακόμη και πολέμους, στην υπόλοιπη Ευρώπη. Και είναι πολύ λίγοι εκείνοι οι οποίοι σήμερα πιστεύουν ότι η δολοφονία του Ζόραν Τζίντζιτς θα έχει περιορισμένες μόνο συνέπειες στη Σερβία και γενικότερα στα Βαλκάνια.


Από τους δέκα μονάρχες που βασίλεψαν στη Σερβία οι τρεις δολοφονήθηκαν και οι τέσσερις εκδιώχθηκαν υπό την απειλή «εκτέλεσης ευθύς αμέσως». Ο πρώτος που έπεσε από σφαίρα αναρχικού ή επαναστάτη ήταν ο βασιλιάς Μιχαήλ το 1868. Το 1903 ο Αλέξανδρος και η ερωμένη του Ντράγκα βρήκαν φριχτό θάνατο από σέρβους εθνικιστές οι οποίοι τους λιντσάρισαν, τους ξεγύμνωσαν και κατόπιν πέταξαν τα πτώματά τους στον δρόμο. Ενας άλλος Αλέξανδρος δολοφονήθηκε από κροάτη εθνικιστή το 1934 στη Μασσαλία, στη διάρκεια της επίσημης επίσκεψής του στη Γαλλία.


Η πιο αξιομνημόνευτη ασφαλώς δολοφονία ήταν αυτή του αρχιδούκα της Αυστρίας Φερδινάνδου από τον Σέρβο Γαβρίλο Πρίντσιπ στο Σαράγεβο στις 28 Ιουλίου 1914, που στάθηκε αφορμή για τον τετράχρονο Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στα εκατομμύρια των νεκρών, τραυματιών και ξεριζωμένων που προκάλεσε εκείνος ο πόλεμος ας προστεθεί και η κατάρρευση τεσσάρων αυτοκρατοριών: της τσαρικής Ρωσίας, της καισαροβασιλικής Αυστροουγγαρίας, της καϊζερικής Γερμανίας και της σουλτανικής Τουρκίας.


Στη διάρκεια του τελευταίου πολέμου (1939-1945) η Γιουγκοσλαβία συνταρασσόταν από έναν βίαιο εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα σε φιλοχιτλερικούς κροάτες «ουστάσι», φιλοδυτικούς Σέρβους του Μιχαήλοβιτς και κομμουνιστές του Τίτο. Τριάντα πέντε ηγετικές φυσιογνωμίες αυτών των τριών οργανώσεων εκτελέστηκαν με αποφάσεις «λαϊκών δικαστηρίων». Με την κατάρρευση του καθεστώτος το 1980 ο κύκλος των πολιτικών δολοφονιών διευρύνθηκε. Η δολοφονία του σέρβου αρχηγού της αστυνομίας Ράντοβαν Στόιτσιτς σε ρεστοράν του Βελιγραδίου το 1997 άνοιξε νέο κύκλο αίματος. Η απόπειρα εναντίον του αρχηγού της αντιπολίτευσης Βουκ Ντράσκοβιτς το 1999 δεν πέτυχε – σκοτώθηκαν μόνο έξι μέλη της φρουράς του – αλλά η δολοφονία, τον Ιανουάριο του 2000, του «τρομερού Αρκάν», του Ζέλικο Ραζνάτοβιτς, αρχηγού των σέρβων παραστρατιωτικών, προκάλεσε αλυσίδα δολοφονιών αλβανόφωνων αλλά και σέρβων εθνικιστών. Το 2000 δολοφονούνται άλλα δύο ανώτερα κυβερνητικά στελέχη: ο υπουργός Αμυνας Πάβλε Μπουλάτοβιτς και ο αρχηγός της Αεροπορίας Ζίκα Πέτροβιτς. Και η αλυσίδα συνεχίζεται με τις δολοφονίες του υπουργού Εσωτερικών Ντούσαν Μιχαήλοβιτς (2001), του διευθυντή της σερβικής μυστικής υπηρεσίας Μονίρ Γκαβρίλοβιτς (2001) και του στρατηγού Μπόκσο Μπούχα (2002), υπαρχηγού της Υπηρεσίας Εσωτερικής Ασφαλείας.


Μόνο οι υπερβολικά αισιόδοξοι ελπίζουν ότι η αλυσίδα των πολιτικών δολοφονιών της Σερβίας κλείνει με τη δολοφονία του πρωθυπουργού Ζόραν Τζίντζιτς.