Πριν από ακριβώς 70 χρόνια, στις 22 Φεβρουαρίου 1933, ο Χίτλερ έκανε την πρώτη κίνηση για να εξασφαλίσει την πλήρη επικράτησή του στο κυβερνητικό σχήμα της 30ής Ιανουαρίου που τον είχε ως καγκελάριο – απομάκρυνε τους Χανς Γκέοργκ Σλέβινγκερ και Μαριάν Αντρέ, δύο «σύμβολα» της δημοκρατικής παράδοσης και στενούς συνεργάτες του προέδρου Χίντεμπουργκ – «οι άνθρωποί του μέσα στις κυβερνήσεις». Το γεγονός ότι ήταν ο Χίντεμπουργκ ο οποίος έδωσε εν λευκώ την εντολή στον Χίτλερ να σχηματίσει κυβέρνηση δεν απασχόλησε τον αρχηγό των εθνικοσοσιαλιστών που είχαν αναδειχθεί πρώτο κόμμα στις εκλογές της 5ης Μαρτίου. Αλλωστε έξι μήνες αργότερα ο Αντρέ «αυτοκτόνησε» και τον Μάρτιο του 1934 ο Σλέβινγκερ «σκοτώθηκε σε κυνήγι». Εβδομήντα χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας στη Γερμανία από τον Αδόλφο Χίτλερ «Το Βήμα» κάνει μια σύντομη αναδρομή όχι στα εγκλήματα, στον πόλεμο και στις καταστροφές που η πολιτική του προκάλεσε αλλά στην ατμόσφαιρα μέσα στην οποία αναρριχήθηκε στην καγκελαρία ο Χίτλερ, ένα γεγονός που στάθηκε μοιραίο για τη χώρα του, την Ευρώπη και όλον τον κόσμο. Εκείνη την εποχή ελάχιστοι μπορούσαν να προβλέψουν τι σήμαινε αυτό το γεγονός. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι κανένας πολιτικός της εποχής, όπως και ένα μεγάλο μέρος Γερμανών, ακόμη και εκείνοι που ψήφισαν τους ναζιστές, δεν έδιναν στην κυβέρνησή του ζωή μεγαλύτερη των έξι μηνών. Εμεινε στην εξουσία δώδεκα και πλέον χρόνια… «Το Βήμα» δημοσιεύει σήμερα αποσπασματικά κείμενα από τα ημερολόγια και τις σημειώσεις που κράτησαν «εκείνες τις ημέρες» κάποιοι γερμανοί κρατικοί λειτουργοί και πνευματικοί άνδρες.


Δεν έφθασε από το πουθενά ο Χίτλερ. Πήρε την εξουσία εντελώς νομότυπα στις 30 Ιανουαρίου 1933 ύστερα από τις εκλογές της 6ης Νοεμβρίου – την πέμπτη εκλογική αναμέτρηση σε οκτώ μήνες -, στις οποίες το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα «του» έχασε 35 έδρες. Τίποτε το σαφές δεν προέκυψε από εκείνες τις εκλογές, δεν ήταν δυνατόν να σχηματίσει κυβέρνηση κανένα από τα παραδοσιακά κόμματα και η μόνη λύση θα έπρεπε να ήταν ο σχηματισμός κυβέρνησης εθνικής ενότητας – της 19ης από το τέλος του Πολέμου το 1918. Τέτοια ήταν η κυβέρνηση που σχημάτισε ο Χίτλερ. Ετσι, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έβγαλαν στεναγμό ανακούφισης, χωρίς να είναι «ναζιστές» ή έστω να τους συμπαθούν, όταν ο γηραιός πρόεδρος Πάουλ φον Χίντεμπουργκ «διόρισε» καγκελάριο τον Χίτλερ. «Η Γερμανία είναι σήμερα μια άρρωστη χώρα και οι Γερμανοί είναι μισοναρκωμένοι αλλά και απαυδισμένοι» έγραφε τον Μάρτιο του 1932 ο αυστριακός συγγραφέας Στέφαν Τσβάιχ («Alles in God?»). Και συμπλήρωνε, κατά κάποιον τρόπο, λίγους μήνες αργότερα ο συμπατριώτης του Βίλχελμ Κρέμερ: «Η κοινωνική επανάσταση είναι καραμέλα για τα στόματα όλων των Γερμανών (…) Το πολιτικό παιχνίδι που παίζεται αυτόν τον καιρό δεν δείχνει να ενθουσιάζει τις μάζες οι οποίες ωστόσο είναι έτοιμες να χειροκροτήσουν, να συμπαραταχθούν και βεβαίως να υπερψηφίσουν όποιον καμποτίνο τσιρίζει πιο εκκωφαντικά και όποιον άφραγκο αριστοκράτη τους κάνει να νιώθουν ευχάριστα». («The Game Hitler plays», 1936).


* «Να «καθησυχάσουμε» τους ναζιστές»


Ενας άλλος διανοούμενος και ανώτατος δικαστικός, γνωστός με το δημοσιογραφικό όνομα Σεμπάστιαν Χάφνερ, δίνει στις σημειώσεις του («Defying Hitler», 2002) της δεκαετίας του ’30 με αρκετό ρεαλισμό τη γενική ατμόσφαιρα που επικρατούσε τις παραμονές της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία:


Να «καθησυχάσουμε» τους ναζιστές – ήταν μια γενική επιδίωξη. Οι πολιτικές συζητήσεις έδιναν και έπαιρναν στα καφενεία, σε γραφεία, σε σχολεία ακόμη και μέσα στα σπίτια. Εκλογές γίνονταν εδώ κι εκεί σε όλη τη Γερμανία και όλοι έδειχναν ξαφνικά ενδιαφέρον για ποσοστά, ποιος εξελέγη και πόσες έδρες έχει το άλφα ή το βήτα κόμμα. Οι ναζιστές κέρδιζαν συνεχώς έδαφος. Την ίδια στιγμή λίγο λίγο εξαφανιζόταν η απόλαυση της ζωής, η φιλικότητα, η συναντίληψη η γενναιοδωρία, οι καλές προθέσεις και η αίσθηση του χιούμορ. Τα καλά βιβλία σπάνιζαν, όπως άλλωστε και οι αναγνώστες τους. (…) Ο αέρας στη Γερμανία γινόταν όλο και πιο ασφυκτικός εκείνο το καλοκαίρι του 1932. Η κυβέρνηση Μπρίνιγκ έπεσε χωρίς να καταλάβει κανένας το γιατί, έγινε μια «παρένθεση» με κυβέρνηση Πάπεν-Σλάιχερ που κράτησε έξι μήνες γεμάτους πολιτικά μαγειρέματα άγνωστων αριστοκρατών, η δημοκρατία καταλυόταν λίγο λίγο και τελικώς το σύνταγμα ανεστάλη, το Ράιχσταγκ διαλύθηκε, επανεξελέγησαν οι ίδιοι βουλευτές και πάλι ξαναδιαλύθηκε. Εφημερίδες έκλεισαν με στρατιωτική επέμβαση, η τοπική κυβέρνηση της Πρωσίας καταργήθηκε με το έτσι θέλω και υψηλόβαθμοι δημόσιοι λειτουργοί απολύθηκαν – όλα αυτά όμως μέσα σε μια χαρούμενη, ελαφριά ατμόσφαιρα, λες και δεν ήταν τίποτε. Και όμως, κάτι έδειχνε πως μας πλησίαζε ένα τέλος, το κακό μπορούσε να έρθει από μέρα σε μέρα. Οι ναζιστές πλημμύριζαν κάθε τόσο τους δρόμους, πάντοτε εν στολή – χωρίς κανένας να διαμαρτύρεται – μολονότι αυτό απαγορευόταν, έριχναν βόμβες και, όπως φάνηκε αργότερα, συμπλήρωναν τις μαύρες λίστες τους.


Τον Αύγουστο η κυβέρνηση Πάπεν-Σλάιχερ άρχισε διαπραγματεύσεις με τον Χίτλερ. Του πρόσφερε τη θέση του αντικαγκελαρίου και τον Νοέμβριο και αυτήν τη θέση του καγκελάριου. Το μόνο που στεκόταν πλέον ανάμεσα στον Χίτλερ και στην εξουσία ήταν κάποια εκλογικά τερτίπια μικροαριστοκρατών. Τα σοβαρά εμπόδια είχαν παραμεριστεί. Σύνταγμα δεν υπήρχε, η νομική προστασία ήταν ήδη ανύπαρκτη, η ίδια η Δημοκρατία έπαυσε να υπάρχει και εξαφανίστηκε ακόμη και η πρωσική αστυνομία. Τότε, ενώ τα πάντα είχαν διαλυθεί και εκμηδενιστεί, μια παθολογική, τελείως ανεδαφική, αισιοδοξία κατέλαβε όλους μας, κάτι σαν την ελπίδα του χαρτοπαίχτη στην τύχη, μια εμπιστοσύνη ότι θα αποφύγουμε την καταστροφή έστω και με την ψυχή στα δόντια. Ο Χίτλερ θα έβρισκε άδεια ταμεία! Ηταν δυνατόν να μη σφαχτούν οι ναζιστές μεταξύ τους μόλις θα μύριζαν εξουσία; Οι Γερμανοί βαυκαλίζονταν ότι το κακό πέρασε!


Ο πρώην πρόεδρος της μεταπολεμικής Γερμανίας και γιος του τότε πρεσβευτή της Γερμανίας στο Οσλο, Ρίχαρντ φον Βαϊστσέκερ, στις αναμνήσεις του από την πολιτική ζωή της πατρίδας του («From Weimar to the Wall», 2000) γράφει:


Ημουν 12 χρόνων όταν ο Χίτλερ ήρθε στην Αρχή, στις 30 Ιανουαρίου 1933. (…) Πήγαινα σχολείο και δεν πολυκαταλάβαινα τι γινόταν γύρω μου. Εβλεπα όμως ότι πολλά πράγματα άλλαζαν ραγδαία. Αλλά καθώς πλησίαζαν οι εκλογές συνέβη κάτι που μου έκανε αμέσως εντύπωση. Ενας θείος μου με είχε πάρει μαζί του ένα απόγευμα σε ιππικούς αγώνες στο Σπόρτπαλαστ. Παρακολουθούσα τα άλογα και τους αναβάτες με κομμένη την αναπνοή όταν, ξαφνικά, μπήκαν ορμητικά μέσα στο στάδιο εφημεριδοπώλες και κουνώντας επιδεικτικά τις εφημερίδες περνούσαν από κερκίδα σε κερκίδα φωνάζοντας «Ο Χίτλερ διορίστηκε». Παρ’ όλο που δεν μπορούσα να αντιληφθώ τι σήμαινε αυτό για μένα στο Βερολίνο και για τους γονείς μου στη Νορβηγία, ένιωσα την παγωμάρα που έπεσε αμέσως στο στάδιο…


* «Ξαφνικά η Γερμανία μούδιασε»


Αυτή την «παγωμάρα» δίνει σε δημοσιογραφικό τόνο, στις 3 Φεβρουαρίου 1933, ο Εντμαρ Κουκ, ανταποκριτής στο Βερολίνο της αγγλικής εφημερίδας «Daily Telegraph», η οποία υποστήριξε αργότερα τον Χίτλερ, ως τις παραμονές του Πολέμου φυσικά:


Εντελώς ξαφνικά η Γερμανία μούδιασε. Εμεινε ανίσχυρη να σκεφθεί, έδειχνε όχι μόνο αιφνιδιασμένη αλλά και αποσβολωμένη. Γιατί όμως; Μήπως δεν περίμενε ότι οι εθνικοσοσιαλιστές θα νικούσαν και θα έπαιρναν την εξουσία; ‘Η μήπως φανταζόταν ότι οι προχθεσινές εκλογές ήταν σαν τις φαρσοκωμωδίες των τελευταίων μηνών, όπου οι νικητές μοιράζονταν την εξουσία για λίγες εβδομάδες και ύστερα άλλαζαν ρόλους – οι ηττημένοι στις κάλπες διοικούσαν και έθεταν όρους για νέα εκλογική αναμέτρηση. (…) Ξαφνικά, η Γερμανία βρέθηκε «κομμένη» στα δύο – στο ένα μέρος ήταν η ως προχθές απαθής λαϊκή μάζα, η οποία έδειχνε πως επιτέλους θα έχει ησυχία, και στο άλλο μέρος ήταν ένα σημαντικό τμήμα της χώρας, η διανόηση με τους επιστήμονες και τον πλούσιο σε ταλέντα κουλτουριάρικο και καλλιτεχνικό κόσμο. Το πρώτο κομμάτι ένιωθε ανακούφιση, το άλλο δεν έκρυβε πως ανησυχούσε αλλά για κάτι το αόριστο. Μερικοί δεν το έβλεπαν με καλό μάτι αυτό το απροσδιόριστο. Γύρω τους και ανάμεσά τους περιφέρονταν ένστολοι πολίτες πάσης ηλικίας – την ημέρα σε αέναη παρέλαση ζητωκραυγάζοντας τον Χίτλερ και εαυτούς και τη νύκτα, οι ίδιοι άνθρωποι, με πυρσούς στο χέρι αυτή τη φορά να συγκεντρώνονται έξω από την καγκελαρία για ένα ακόμη «χάιλ Χίτλερ», συνοδευόμενο από ομαδικές εκπυρσοκροτήσεις όπλων.


* «Το Βερολίνο βρίσκεται σε παραλήρημα»


Ο διπλωμάτης της προχιτλερικής Γερμανίας κόμης Χάρι Κέσλερ σημειώνει για τις 30 Ιανουαρίου στο ημερολόγιό του («Berlin in Lights», 2000):


Το μεσημέρι στο τραπέζι μάθαμε τα νέα – ο Χίτλερ διορίστηκε καγκελάριος. Κατάπληξη. Δεν περίμενα κάτι τέτοιο και μάλιστα τόσο γρήγορα. Κάτω, στην είσοδο, το θυρωρείο, όλοι ναζιστές, πανηγύριζαν. Το βράδυ στο δείπνο στο Κάιζερχοφ ο Κουντενχόβε ερμήνευε το γεγονός ως εκπλήρωση της φιλοσοφίας του για την πανευρωπαϊκή ιδέα που την έβλεπε να την πραγματοποιεί τώρα η Γερμανία. Εκείνο που με ενοχλεί είναι ότι την συνδέει με προληπτική επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ρωσίας και έτσι όλοι αυτοί παίζουν το παιχνίδι κάποιων ιμπεριαλιστών και της προπαγάνδας που θέλουν ένα εξοντωτικό πόλεμο εναντίον των μπολσεβίκων. Τονίζουν ότι ο Τσόρτσιλ και ο Εϊμερι υποστηρίζουν μια τέτοια Πανευρώπη. (…) Κάθησα στο τραπέζι δίπλα στον φον Στράους, της Ντόιτσε Μπανκ παλαιά, που μιλούσε εντυπωσιακά για τις στενές σχέσεις του με τον Χίτλερ. Οπως του είπε, ήταν πρόθυμος να του εκπληρώσει κάθε προσωπική επιθυμία. Δεν κρατήθηκα και του είπα πως πριν από λίγες ημέρες κάποιος που ασφαλώς εγνώριζε με βεβαίωσε ότι ο (μεγαλοτραπεζίτης) Οτο Βολφ πλήρωσε τα χρέη του Χίτλερ. Ο Στράους, κατακόκκινος, ενοχλήθηκε πολύ και μου το διέψευσε. Στο τραπέζι μου καθόταν επίσης ο πρώην αρχιδικαστής Σίμονς και από κουβέντα σε κουβέντα έμαθα ότι στο πρώτο κιόλας υπουργικό συμβούλιο, το πρωί, ο Χίτλερ συγκρούστηκε με τον Χούγκενμπεργκ. Απόψε το Βερολίνο βρίσκεται σε παραλήρημα. Τα Ες-Ες και τα Ες-Α καθώς και ένστολοι (ναζιστές) κρανοφόροι παρελαύνουν ακαταπαύστως εμπρός στο πλήθος που έχει κατακλύσει τα πεζοδρόμια. Μέσα και έξω από το Κάιζερχοφ είχαν εγκατασταθεί Ες-Ες, σε διπλή σειρά, και καθώς φεύγαμε μας χαιρέτισαν με ένα «χάιλ Χίτλερ» σηκώνοντας το χέρι φασιστικά. Εκανα μια βόλτα προς την μπιραρία Φίρστενμπεργκ. Στην πλατεία Πότσδαμ τα Ες-Α παρήλαυναν με βηματισμό χήνας συνεχώς, αλλά εκεί που ο ενθουσιασμός έφθανε στο κατακόρυφο ήταν μέσα στην μπιραρία.


Δύο ημέρες αργότερα ο Κέσλερ γράφει: Το Ράιχσταγκ διαλύθηκε και νέες εκλογές προκηρύσσονται για τις 5 Μαρτίου (*). Η κυβέρνηση απαγόρευσε τις κομμουνιστικές εκδηλώσεις και τη συγκέντρωση των σοσιαλιστών την Κυριακή αλλά έκανε δημόσια και με «λαϊκό προσκύνημα» κηδεία στον Μαϊκόφσκι, τον αρχηγό των Ες-Α που δολοφονήθηκε προχθές στη μέση του δρόμου. Προπαγάνδα με φέρετρα. Η «κηδεία δαπάναις του κράτους» του σφαγέα Μαϊκόφσκι έγινε στον καθεδρικό ναό (η προηγούμενη που έγινε από τον καθεδρικό ήταν της αυτοκράτειρας) παρουσία του πρίγκιπα διαδόχου, του καγκελάριου Χίτλερ και της ακολουθίας του. Ευτυχώς αυτή η χοντροκοπιά τελείωσε γρήγορα.


Ας επιστρέψουμε στον Σεμπάστιαν Χάφνερ και στις εκτιμήσεις του:


Οι ναζιστές πανηγύρισαν την 30ή Ιανουαρίου ως την ημέρα της επανάστασής τους. Λάθος, αλλαγή κυβέρνησης έγινε και τίποτε περισσότερο. Ο Χίτλερ ανέλαβε καγκελάριος και στην κυβέρνησή του μπήκαν μόνο δύο ναζιστές. Ο Χίτλερ έδωσε όρκο πίστεως στην πατρίδα και στο σύνταγμα της Βαϊμάρης και η γενική εκτίμηση είναι ότι δεν κέρδισαν οι ναζιστές αλλά τα κόμματα της μπουρζουαστικής Δεξιάς που τους «καπέλωσαν» και κατέλαβαν όλες τις θέσεις-κλειδιά στη νέα κυβέρνηση. Από συνταγματικής πλευράς τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν πολύ συμβατικά και διόλου επαναστατικά. Και κάτι άλλο. Λείπουν όλα τα χαρακτηριστικά των επαναστάσεων, εκτός αν θεωρήσουμε τη λαμπαδηφορία των ναζιστών στη Βίλελμστράσε και τις πανηγυριώτικες ντουφεκιές ως ενδείξεις επανάστασης.


Για όλους εμάς που ήμασταν απ’ έξω η εμπειρία μας από την 30ή Ιανουαρίου ήταν ό,τι μαθαίναμε από τις εφημερίδες. Οι πρωινοί τίτλοι τους – «Ο Χίτλερ ανεβαίνει στο Προεδρικό Μέγαρο» – μας έκαναν κάπως νευρικούς, μερικοί εξανέστησαν κιόλας. Ο Χίτλερ όμως είχε κληθεί από τον Πρόεδρο (Χίντεμπουργκ) τον Αύγουστο και αργότερα τον Νοέμβριο. Και τις δύο φορές είχε θέσει όρους απαράδεκτους. Και τις δύο φορές επισήμως δηλώθηκε: «Δεν θα κληθεί άλλη φορά…». Και τις δύο φορές αυτό το «δεν» κράτησε μόνο τρεις μήνες. (…) Οι τίτλοι των απογευματινών εφημερίδων ήταν «Ο Χίτλερ υποβάλλει απαράδεκτους όρους». Μειδιάσαμε. Εμ, βέβαια. Είναι δυνατόν; Νιώσαμε λίγη ανακούφιση. Μπορούσε ποτέ ένας Χίτλερ να ζητήσει λιγότερα από το παν; Λίγο μετά τις 5 έφθασαν οι εσπερινές εφημερίδες: «Σχηματισμός κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Ο Χίτλερ καγκελάριος του Ράιχ». Ω, Θεέ.


Πώς δέχθηκε ο κόσμος αυτό το γεγονός και τι σκεφτόταν για την κατάσταση; Ιδού η μαρτυρία του Χάφνερ:


Δεν ξέρω πώς αντέδρασαν οι άλλοι. Εγώ πάγωσα από τρόμο. Δεν λέω, από καιρό υπήρχε αυτό το ενδεχόμενο, το είχαμε μισοχωνέψει μάλιστα. Αλλά τώρα ήταν τρέλα, απίστευτο – να διαβάζεις με μαύρα μεγάλα γράμματα ο Χίτλερ καγκελάριος του Ράιχ. (…) Το βράδυ συζήτησα το γεγονός με τον πατέρα. Μείναμε σύμφωνοι ότι δεν αποκλειόταν η κυβέρνηση να κάνει κάτι αλλά δεν επρόκειτο να μείνει πολύ – μια τόσο αντιδραστική κυβέρνηση με τον Χίτλερ φερέφωνό της. Αλλωστε κατά τι διέφερε από τις προηγούμενες; Και εξάλλου είναι μειοψηφία στο Ράιχσταγκ, έχει την πλειοψηφία του λαού εναντίον της, ιδιαίτερα της εργατικής τάξης που θα στραφεί προς τους κομμουνιστές τώρα που οι σοσιαλδημοκράτες κυριολεκτικά αυτογελοιοποιήθηκαν. Βέβαια, μπορεί να θέσουν εκτός νόμου τους κομμουνιστές, αλλά αυτό θα τους κάνει πιο επικίνδυνους. Η κυβέρνηση εν τω μεταξύ θα πάρει μερικά αντικοινωνικά μέτρα, θα χτυπήσει τη διανόηση και φυσικά θα είναι έντονα αντισημιτική. Τίποτε από όλα αυτά δεν θα φέρει τους αντιπάλους της με το μέρος της. Οσο για εξωτερική πολιτική – θα βαράμε τη γροθιά μας στο τραπέζι. Ισως κάνουμε την ανοησία για επανεξοπλισμό – αυτό θα προσθέσει αυτομάτως τον έξω κόσμο στο 60% των Γερμανών που είναι εναντίον.


Υστερα είναι και κάτι άλλο. Ποιοι ψήφιζαν ναζιστές και Χίτλερ τα τρία τελευταία χρόνια; Εκείνοι που έχουν άγνοια πολιτικής και δεν πολυκαταλαβαίνουν, θύματα της προπαγάνδας, μια ρευστή μάζα που θα διαλυθεί μόλις νιώσει την πρώτη απογοήτευση. Οχι, αδύνατον. Δεν υπήρχε λόγος να ανησυχούμε, η κυβέρνηση δεν θα κρατήσει. Το μόνο που θα πρέπει να μας απασχολεί είναι τι θα έρθει κατόπιν. Δεν αποκλείεται να έχουμε εμφύλια σύρραξη, γιατί οι κομμουνιστές είναι ικανοί να αρχίσουν επίθεση προτού τεθούν εν ισχύι οι απαγορεύσεις και τους θέσουν εκτός νόμου.


* «Πολύ ανήσυχοι οι Γερμανοεβραίοι»


Αυτά ήταν τα σχόλια και οι προοπτικές του Τύπου την επομένη. Ιδού το σχετικό τηλεγράφημα του γαλλικού πρακτορείου Χαβάς από το Βερολίνο, με ημερομηνία 3 Φεβρουαρίου:


Ανακούφιση. Αυτό είναι το γενικό συναίσθημα στο Βερολίνο και σε άλλες γερμανικές πόλεις. Ακόμη και στις εργατικές γειτονιές της πρωτεύουσας, όπου οι κομμουνιστές έπαθαν πανωλεθρία – συνολικά μέτρησαν ένα εκατομμύριο ψήφους λιγότερους από ό,τι τον Νοέμβριο -, τα πνεύματα είναι ήρεμα. Στο προάστιο του Μοαμπίτ ο σοσιαλδημοκράτης Κουρτ Αϊχλερ, πρώην βουλευτής, καθησύχασε τους 800 περίπου οπαδούς του ότι «σε 90 ημέρες θα έχουμε νέα κυβέρνηση, ίσως και εκλογές προηγουμένως». Δεν τον χειροκρότησαν. (…) Επιφυλακτικοί στις κρίσεις τους είναι οι καταστηματάρχες και πολύ ανήσυχοι οι Εβραιογερμανοί. Οι πρώτοι δεν πολυπιστεύουν στις υποσχέσεις που τους έδωσαν τα πρωτοπαλίκαρα των ναζιστές, οι άλλοι έχουν κάθε λόγο να φοβούνται. (…) Με ενθουσιασμό υποδέχθηκαν την ανάθεση της καγκελαρίας στον μεσιέ Χίτλερ δύο κατηγορίες ανθρώπων – οι σκιτσογράφοι των εφημερίδων που βρήκαν θέματα και έχουν πλημμυρίσει τον Τύπο με τα σαρκαστικά και ειρωνικά σχόλια και οι άνθρωποι του Χρηματιστηρίου και της Κρατικής Τράπεζας. Οχι μόνο ο υπουργός Οικονομικών είναι σαρξ εκ της σαρκός τους αλλά και τα σχέδια για την αναδιάρθρωση της γερμανικής οικονομίας που θα βάλουν μπροστά οι εθνικοσοσιαλιστές αποτελούν κόπιες των δικών τους εισηγήσεων.


(*) Στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933 οι εθνικοσοσιαλιστές κατέλαβαν 288 έδρες και το 43,9% του Ράιχσταγκ (έναντι 196 εδρών και 33,1% στις εκλογές της 6ης Νοεμβρίου). Ετσι ο Χίτλερ είχε «πλήρη συνταγματική ελευθερία» να κυβερνήσει επί μία τετραετία. Εννοείται ότι και αυτό τού ήταν βάρος. Γι’ αυτό διέλυσε το Ράιχσταγκ και το έκαψε.