Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται εφέτος από τη σημαντικότερη πολιτική και κοινωνική επανάσταση που σημειώθηκε στην Αίγυπτο, τη μεγαλύτερη αραβική χώρα με τα 68 εκατ. κατοίκους σήμερα. Η επανάσταση των αιγυπτίων αξιωματικών αποτέλεσε ιστορικό ορόσημο για τον αραβικό εθνικισμό και υπήρξε πρότυπο άλλων παρόμοιων επαναστατικών κινημάτων, και όχι μόνο μεταξύ των Αράβων.Ο χειμώνας 1951-1952 ήταν μια ιδιαίτερα ταραχώδης περίοδος στο Κάιρο. Ο πρωθυπουργός Μουστάφα Ναχάς, αρχηγός του εθνικιστικού κόμματος Ουάφντ, είχε ζητήσει την άμεση αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων από τα αιγυπτιακά εδάφη, ενώ κατά τη βρετανική άποψη αυτό μπορούσε να γίνει μόνο ύστερα από αναθεώρηση της αγγλοαιγυπτιακής συνθήκης του 1936. Το αιγυπτιακό κοινοβούλιο ακύρωσε μονομερώς αυτή τη συνθήκη στις 15 Οκτωβρίου 1951, μια ενέργεια που δεν αναγνώρισε η βρετανική πλευρά. Αργότερα σημειώθηκαν αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα στην αιγυπτιακή αστυνομία και σε βρετανούς στρατιώτες που στάθμευαν στην περιοχή της Διώρυγας του Σουέζ. Το «Μαύρο Σάββατο», στις 26 Ιανουαρίου 1952, οι διαδηλώσεις επεκτάθηκαν στο Κάιρο, με εκτεταμένους εμπρησμούς εκατοντάδων κτιρίων, που κυρίως συμβόλιζαν την παρουσία ξένων επιχειρήσεων και ιδιαίτερα κινηματογραφικών αιθουσών. Ο βασιλιάς Φαρούκ, που εκείνο τον χειμώνα απέκτησε τον πρώτο του διάδοχο, αυτοανακηρύχθηκε «Βασιλεύς της Αιγύπτου και του Σουδάν», τίτλο τον οποίο δεν αναγνώρισαν ούτε οι Σουδανοί ούτε οι Αγγλοι. Μάλιστα δημιουργήθηκαν προβλήματα όταν ξένοι πρέσβεις (ακόμη και ο Ελληνας) δεν μπορούσαν να υποβάλουν διαπιστευτήρια χωρίς τον νέο τίτλο. Ο Φαρούκ κήρυξε επίσης στρατιωτικό νόμο και απέλυσε την κυβέρνηση Ναχάς. Τους επόμενους έξι μήνες άλλαξαν τέσσερις πρωθυπουργοί ενώ στην αιγυπτιακή πρωτεύουσα σημειώνονταν σχεδόν καθημερινά μεγάλες διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης αλλά και κατά των Αγγλων.


Προτού ξημερώσει η Τετάρτη 23 Ιουλίου 1952 βγήκαν τα τανκς στους δρόμους του Καΐρου. Ηταν μια κορυφαία και πρωτόγνωρη στιγμή στη σύγχρονη ιστορία της Αιγύπτου. Θυμάμαι ότι είχα παραμείνει στο πρακτορείο Ρόιτερ εκείνη την ατέλειωτη νύχτα. Το πρακτορείο μας στεγαζόταν στο κτίριο του διεθνούς τηλεγραφείου Radio House και στις γειτονικές μας αίθουσες βρίσκονταν οι ραδιοθάλαμοι της αιγυπτιακής κρατικής ραδιοφωνίας. Αμέσως άρχισαν να καταφθάνουν στο γραφείο μας ξένοι διπλωμάτες και ανταποκριτές ζητώντας να πληροφορηθούν τι γινόταν. Ταυτόχρονα έφθασαν και αιγύπτιοι στρατιωτικοί που είχαν έτοιμες ανακοινώσεις για εξαγγελία από ραδιοφώνου προς τον αιγυπτιακό λαό.


Ενας από αυτούς ήταν στρατηγός και κυκλοφορούσε όρθιος σε ανοιχτό τζιπ που το ακολουθούσαν εκατοντάδες ενθουσιώδεις διαδηλωτές. Ηταν προφανές πως επρόκειτο για τον αρχηγό του κινήματος, και αμέσως αναγνώρισα τον υποστράτηγο Μοχάμεντ Ναγκίμπ, δημοφιλή ήρωα του πρώτου αραβοϊσραηλινού πολέμου και πρόεδρο της λέσχης αξιωματικών.


* Οι πρώτες εικόνες


Στο ραδιοφωνικό του μήνυμα ο στρατηγός Ναγκίμπ εξήγησε ότι το στρατιωτικό κίνημα εκείνης της βραδιάς στόχευε στην αποκατάσταση της στρατιωτικής τιμής της Αιγύπτου, στη βελτίωση της πολιτικής και οικονομικής κατάστασης, στην πάταξη της διαφθοράς αλλά και στην αντιμετώπιση της πολιτικής του βασιλιά Φαρούκ, τον οποίο ήταν προφανές ότι οι αξιωματικοί θεωρούσαν υπεύθυνο για τα δεινά της χώρας.


Ενώ έστελνα τις πρώτες ανταποκρίσεις στο εξωτερικό, προσπαθούσα να χαρακτηρίσω την επέμβαση του στρατού. Ενας ινδός συνάδελφος, αν και αγγλόφωνος, πρότεινε τον γαλλικό όρο «coup d’ etat», δηλαδή «πραξικόπημα» ή «επίδειξη δύναμης». Ενας από τους αξιωματικούς λογοκριτές που αναγκαστικά διάβαζε τα τηλεγραφήματα μου είπε: «Τι είναι αυτά που γράφετε; Απόψε κάναμε πραγματική επανάσταση». Ενας άλλος αξιωματικός που διάβασε την περιγραφή μου ότι ο Ναγκίμπ κυκλοφορούσε όρθιος στο τζιπ σαν τον στρατηγό Ντάγκλας Μακ Αρθουρ μού παρατήρησε με προφανή έλλειψη χιούμορ ότι δεν θα έπρεπε να χλευάζω τον αρχηγό του. Του εξήγησα ότι αντιθέτως εγώ τον συνέκρινα με τον διασημότερο στρατηγό της εποχής και νικητή της Ιαπωνίας. Πράγμα που τον καθησύχασε.


Οι στρατιωτικοί επαναστάτες ανακοίνωσαν αμέσως τα πρώτα κοινωνικά μέτρα, τα οποία πράγματι ο λαός έκρινε ως επαναστατικά για εκείνη την εποχή. Κατήργησαν τους τίτλους ευγενείας «πασάς» και «μπέης» (που οι κάτοχοί τους έκριναν πομπωδώς ότι ήταν ισάξιοι με τους βρετανικούς τίτλους «λόρδος» και «σερ»). Περιόρισαν τις τεράστιες αγροτικές εκμεταλλεύσεις στα 800 στρέμματα κατ’ ανώτατο όριο, διανέμοντας τις υπόλοιπες εκτάσεις σε αγρότες με λιγότερο από 20 στρέμματα. Αύξησαν τις αμοιβές των στρατιωτικών και τους φόρους εισοδήματος και κατάργησαν το κόκκινο φέσι ως κάλυμμα της κεφαλής.


* Η φυγή του βασιλιά


Από την πρώτη κιόλας νύχτα της επανάστασης ετέθη το ερώτημα τι θα γινόταν με τον βασιλιά, ο οποίος ήταν προφανές πως δεν ήταν καθόλου αρεστός στους στρατιωτικούς. Μερικοί κατώτεροι αξιωματικοί πρότειναν την εκτέλεσή του, ο Ναγκίμπ όμως δεν ήθελε αιματοχυσία και πρότεινε να παραιτηθεί πάραυτα ο μονάρχης και να σταλεί εξόριστος στο εξωτερικό αφού μεταβιβαστούν όλες οι εξουσίες του και οι θησαυροί (όχι πάντοτε καλού γούστου) όλων των ανακτόρων του στο αιγυπτιακό δημόσιο. Ο Φαρούκ αναγκάστηκε να επιβιβαστεί με την οικογένειά του και μερικούς στενούς συνεργάτες του στη βασιλική θαλαμηγό «Μοντάζα», που απέπλευσε από την Αλεξάνδρεια στις 26 Ιουλίου για την Ιταλία. Ο Ναγκίμπ είχε την αβροφροσύνη να αποχαιρετήσει στρατιωτικά τον τελευταίο ηγεμόνα της αιγυπτιακής δυναστείας του εκ Καβάλας Μοχάμεντ Αλι. Τυπικά διαδέχθηκε τον Φαρούκ ο μόλις έξι μηνών γιος του βασιλιάς με τον τίτλο Αχμέτ Φουάτ Β’ (που κι αυτός αναχώρησε για την Ιταλία) και με τριμελές συμβούλιο αντιβασιλείας αποτελούμενο από γηραιό πρίγκιπα, ανώτερο δικαστικό και ανώτερο στρατιωτικό. Ηταν μια ενέργεια μάλλον ανεφάρμοστη και αργότερα καταργήθηκε η μοναρχία. Ο Φαρούκ, επονομαζόμενος και «χοντρός πλεϊμπόι», πέθανε εξόριστος το 1965 σε ηλικία 45 ετών, αφού είχε βασιλεύσει από το 1936 ως το 1952.


Λίγες ημέρες μετά την εισβολή των τανκς και ενώ το 13μελές Συμβούλιο του Στρατιωτικού Συνδέσμου συνεδρίαζε κατά κανόνα κάθε βράδυ μετά τα μεσάνυχτα, πληροφορήθηκα με έντεχνη «διαρροή» ότι ο πραγματικός αρχηγός της ομάδας αξιωματικών και της επανάστασης δεν ήταν ο Ναγκίμπ, ο οποίος προφανώς είχε χρησιμοποιηθεί σαν βιτρίνα διότι ήταν ο μόνος γνωστός και συμπαθής στο ευρύ κοινό αξιωματικός.


* Ο πραγματικός αρχηγός


Πραγματικός αρχηγός ήταν ο αντισυνταγματάρχης Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, ένας σκληρός, οργανωτικός και φιλόδοξος αξιωματικός που το 1942 είχε ιδρύσει το μυστικό επαναστατικό Κίνημα Ελεύθερων Αξιωματικών. Η γραφή του επωνύμου του ήταν ιδιόρρυθμη, πράγμα που ενδιέφερε μόνο τους Αιγυπτίους και ελάχιστα τους ξένους.


Οι ξένοι θεωρούσαν ότι το Αμπντέλ μπορούσε να παραλείπεται για λόγους ευκολίας. Αλλά στα αραβικά το πλήρες επώνυμο σήμαινε Αμπντ (δούλος) ελ (του) Νάσερ (Νικηφόρου), που ήταν ένα από τα πολλά επίθετα του Αλλάχ. Οι θρησκευτικοί αντίπαλοί του εξαγριώνονταν όταν οι ξένοι τον αποκαλούσαν απλώς Νάσερ, θεωρώντας το ιεροσυλία. Τελικώς όμως επικράτησε στο μη αραβικό εξωτερικό το όνομα «Νάσερ» και ο «νασερισμός» ως συνώνυμο του αραβικού εθνικισμού.


Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ Πώς «εξαφανίστηκε» ο πρόεδρος


Τον Ιανουάριο του 1953 ο Ναγκίμπ διέλυσε όλα τα πολιτικά κόμματα, τον Φεβρουάριο αποφάσισε ότι όλες οι εξουσίες πήγαζαν από τον ίδιο και το Στρατιωτικό Συμβούλιο και τον Ιούνιο καταργήθηκε η μοναρχία και εγκαθιδρύθηκε η Δημοκρατία με τον Ναγκίμπ ως πρόεδρο και τον Αμπντέλ Νάσερ ως πρωθυπουργό. Τότε διεφάνησαν και οι πρώτες προστριβές μεταξύ των δύο ηγετών. Ηταν φανερό ότι ο Αμπντέλ Νάσερ επεδίωκε να υποκαταστήσει τον Ναγκίμπ, ο τελευταίος όμως είχε ακόμη αρκετό λαϊκό έρεισμα. Ο Αμπντέλ Νάσερ τότε κατέφυγε σε ιδιόρρυθμη πολιτική. Αφαίρεσε κάθε μνεία του ονόματος «Μοχάμετ Ναγκίμπ» από τον κρατικά ελεγχόμενο Τύπο και το ραδιόφωνο. Υπήρξαν μάλιστα και τραγελαφικές περιπτώσεις όπου δημοσιεύονταν στις εφημερίδες φωτογραφίες ξένων πρέσβεων που υπέβαλλαν τα διαπιστευτήριά τους και υποκλίνονταν ευγενικά στον υποτιθέμενο πρόεδρο της Δημοκρατίας, η εικόνα του οποίου όμως είχε αφαιρεθεί από τις εφημερίδες. Το κοινό τελικώς έλαβε το μήνυμα και ο Αμπντέλ Νάσερ το καλοκαίρι του 1954 ανέλαβε τα ηνία ως πρόεδρος και πρωθυπουργός. Ο Ναγκίμπ παρέμεινε επί πολλά χρόνια σε κατ’ οίκον περιορισμό.


Είναι αξιοσημείωτο ότι μόνο τρεις από τους αρχικά 13 αξιωματικούς που έκαναν την επανάσταση του 1952 κυβέρνησαν την Αίγυπτο τον τελευταίο μισόν αιώνα, με ορισμένα βήματα εκδημοκρατισμού. Ηταν ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, ως τον θάνατό του σε ηλικία 52 ετών το 1970, ακολούθησε ο Ανουάρ Σαντάτ, που δολοφονήθηκε σε στρατιωτική παρέλαση το 1981 από ισλαμιστές, προφανώς διότι είχε συνάψει συνθήκη ειρήνης με το Ισραήλ (για την οποία τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ Ειρήνης το 1978), και ο σημερινός πρόεδρος από το 1981 Χόσνι Μουμπάρακ.