Από τον προσεχή Ιούλιο αρχίζει τη λειτουργία του, με έδρα τη Χάγη, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, από τη στιγμή που τα κράτη που επικύρωσαν την ιδρυτική συνθήκη της Ρώμης συμπλήρωσαν τον αριθμό των 60. Ηδη τον Σεπτέμβριο πρόκειται να εκλεγούν οι πρώτοι 18 δικαστές και ο εισαγγελέας. Το δικαστήριο θα δικάζει, με μια εκ των προτέρων λεπτομερώς καθορισμένη διαδικασία, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εγκλήματα γενοκτονίας και εγκλήματα πολέμου. Πρόκειται για ένα γεγονός μεγάλης ιστορικής σημασίας, που σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας εποχής στις διεθνείς σχέσεις. Οσο και αν η παρούσα διεθνής συγκυρία φαίνεται να επιβάλλει πολύ συγκρατημένους χαρακτηρισμούς, δείχνοντας να δίνει δίκιο σε όσους αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό ή και με ειρωνεία το εγχείρημα αυτό της διεθνούς κοινότητας με τους 60 πρωτοπόρους της, δεν θα πρέπει να παρασυρθούμε σε τέτοιες ρηχές και αβασάνιστες αντιδράσεις αρνούμενοι να δούμε τη βαθύτερη σημασία του γεγονότος.


Η βαθύτερη αυτή σημασία έγκειται στο ότι με το γεγονός αυτό οι διεθνείς σχέσεις κλείνουν μια μακρά περίοδο όπου πρωταγωνιστές ήσαν τα μεμονωμένα κράτη, τα οποία καθόριζαν τη στάση τους στις σχέσεις με τους άλλους ελαυνόμενα από τα ανεξέλεγκτα συμφέροντά τους και επιδιώκοντας κάθε φορά την ευνοϊκότερη γι’ αυτά ισορροπία δυνάμεων. Τώρα πια αρχίζει μια νέα περίοδος, όπου η διεθνής κοινότητα, ως υπερκρατικό υποκείμενο, αποκτά επιτέλους μια έννομη τάξη βασιζόμενη σε νομικές, ρυθμίσεις που εκφράζουν κοινές, ουσιαστικές αξιακές αντιλήψεις και προστατεύουν μέσω του ποινικού κολασμού ορισμένα καθολικής ισχύος θεμελιώδη δικαιώματα. Σημειώνεται δηλαδή το πρώτο αλλά αποφασιστικό βήμα ώστε να γίνει πραγματικότητα η ευχή που πριν από λίγα χρόνια (με την κατάρρευση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού) είχαν εκφράσει πολλοί μελετητές της διεθνούς ζωής: το πέρασμα των διεθνών σχέσεων από μια κατά Hobbes κατάσταση υπολογισμού συμφερόντων και συσχετισμού δυνάμεων στην κατάσταση ενός κατά Kant σεβασμού δικαιωμάτων.


Ως τώρα η διεθνής κοινότητα ήταν το σημείο συνάντησης και εξισορρόπησης των επιδιώξεων των μεμονωμένων κρατών, με βασικό της στόχο την εξασφάλιση της εκ μέρους τους τήρησης των διακρατικών συμφωνιών, που τα ίδια είχαν αυτοδεσμευθεί να σεβαστούν, και κατ’ επέκταση την αποτροπή της χρήσης βίας στις μεταξύ τους σχέσεις. Δικαιώματα του ανθρώπου ή άλλες κοινές αξιακές παραδοχές δεν αναγνωρίζονταν ως αφ’ εαυτών δεσμευτικά και αποτελούσαν απλώς το περιεχόμενο «διακηρύξεων». Διεθνή ποινικά δικαστήρια υπήρχαν μόνο εφόσον ιδρύονταν για συγκεκριμένες περιπτώσεις και μετά από ad hoc συναπτόμενες διεθνείς συμβάσεις. Από τώρα και στο εξής όμως η νομική δεσμευτικότητα των αρχών και των κανόνων προστασίας ορισμένων πανανθρώπινων αγαθών κατοχυρώνεται και ενισχύεται τόσο με τη θέσπιση αρμόδιων οργάνων και νόμιμων διαδικασιών όσο και με την απειλή του ποινικού εξαναγκασμού. Ο απλώς συμβατικός χαρακτήρας ενός σκληρού πυρήνα της διεθνούς έννομης τάξης ξεπερνιέται κατά πολύ και τη θέση του παίρνουν τα πρώτα ίχνη μιας νέας παγκόσμιας «αντικειμενικής ηθικότητας». Η ειρήνη παύει να αποτελεί κάτι το αρνητικό και να σημαίνει απλώς απουσία βίας και αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο, προσλαμβάνοντας το νόημα της κατάστασης ενός αμοιβαίου σεβασμού των θεμελιωδών εκείνων αγαθών που αρμόζουν σε όλους τους ανθρώπους και που η παραβίασή τους, όποιον και να αφορά κάθε φορά, μας τραυματίζει όλους στην ανθρώπινη υπόστασή μας.


Εδώ αναμένονται φυσικά οι συνήθεις αντιρρήσεις. Πώς το νέο διεθνές δικαστήριο κατορθώνει να υπερβεί τον συμβατικό του χαρακτήρα και πώς νομιμοποιείται να επικαλείται πανανθρώπινες αξίες, από τη στιγμή που και πάλι η ίδρυσή του οφείλεται σε μια διεθνή σύμβαση, την οποία δεν έχουν κυρώσει παρά μόνο 60 κράτη, στα οποία μάλιστα δεν περιλαμβάνεται καν η σημερινή μοναδική πλανητική υπερδύναμη; Και πώς θα τολμήσει το δικαστήριο αυτό να κινήσει ποινική δίωξη και να επιβάλει ποινές εναντίον αξιωματούχων αυτής της υπερδύναμης ή συμμάχων της, σε περίπτωση που αυτοί διαπράξουν κάποιο από τα εγκλήματα που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του; Νομίζω ότι το λάθος αυτών των αντιρρήσεων είναι περισσότερο προφανές από κάθε άλλη φορά. Η σταθερή λειτουργία ενός διεθνούς δικαστηρίου πάνω σε πανανθρώπινες αρχές, έστω και αν πολλές χώρες αρνούνται να το στηρίξουν, θα υπενθυμίζει προς όλους όχι ότι το δικαστήριο αποτελεί ένα απλό ευχολόγιο αλλά ότι οι περισσότερες χώρες θέλουν να ζουν σε μια διεθνή κοινότητα σεβασμού δικαιωμάτων και ότι ορισμένες άλλες απλώς δεν έχουν αποδεδειγμένα πρόθεση σεβασμού της διεθνούς νομιμότητας. Την ηθική και πολιτική πίεση που δημιουργείται έτσι κανείς, ούτε ο ισχυρότερος της γης, δεν μπορεί να αντέξει για μεγάλο διάστημα και μια νέα κυβέρνηση θα αναγκασθεί σύντομα να αλλάξει γραμμή πλεύσης.


Οσο για την Ελλάδα, μέχρι στιγμής δεν έχει κυρώσει τη σύμβαση και έτσι δεν συμπλέει με τους ευρωπαίους εταίρους της αλλά με τους περιφρονητές της διεθνούς νομιμότητας. Κρίμα! Η επιεικέστερη εκδοχή είναι ότι δεν έχουμε καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Δυστυχώς υπάρχει και μια άλλη: ότι δεν θέλουμε να δυσαρεστήσουμε ορισμένους υπόδικους γείτονες και τους εγχώριους θιασώτες τους και έτσι επιλέγουμε να παραμείνουμε ουραγοί της ιστορίας.


Ο κ. Παύλος Κ. Σούρλας είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.