Στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι ΗΠΑ, ως η κυρίαρχη νικήτρια δύναμη, επέλεξε μια στρατηγική που ήταν μοναδική στην ιστορία της ανθρωπότητας. Αντί να απαιτήσουν από τους ηττημένους να πληρώσουν μέχρι πλήρους εξαντλήσεώς τους για τις καταστροφές που η επεκτατική πολιτική τους δημιούργησε, αποφάσισαν να κάνουν το αντίθετο. Αποφάσισαν να βοηθήσουν οικονομικά όχι μόνο τις κατεστραμμένες οικονομίες των συμμάχων τους αλλά και αυτές των εχθρών τους. Με άλλα λόγια, ο Ρούζβελτ και μετά ο Τρούμαν αποφάσισαν να αποφύγουν τη μυωπική πολιτική της οικονομικής «τιμωρίας» της ηττημένης Γερμανίας που η Αγγλία του Λόιντ Τζορτζ και η Γαλλία του Κλεμανσό ακολούθησαν μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολιτική που οδήγησε στην άνοδο του Χίτλερ και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντ’ αυτού οι αμερικανικές ηγεσίες, εμπνεόμενες από το οικουμενικό πνεύμα και τα διεθνιστικά οράματα του Γούντρου Ουίλσον, στήριξαν και τη γερμανική και την ιαπωνική οικονομία. Επέλεξαν με άλλα λόγια να λάβουν υπόψη τους όχι τα βραχυχρόνια αλλά τα μακροχρόνια συμφέροντα της χώρας τους.


Βεβαίως αυτή η πεφωτισμένη στρατηγική εξηγείται σε έναν μεγάλο βαθμό από το αντίπαλο δέος της Σοβιετικής Ενωσης. Οι αμερικανοί ηγέτες ήθελαν μια οικονομικά δυνατή Γερμανία και Ιαπωνία, ικανές να λειτουργήσουν ως αντίβαρο στον σοβιετικό επεκτατισμό. Και είναι βεβαίως για τον ίδιο λόγο που ήθελαν μια Ευρώπη ενωμένη όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτικο-στρατιωτικά (βλ. D. Fromkin, In The Time of The Americans, 1996).


Μετά όμως την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η μοναδική πια αμερικανική υπερδύναμη φαίνεται να μπαίνει ξανά σε μια φάση όπου η πεφωτισμένη εξωτερική πολιτική δίνει τη θέση της στην άκρως εθνοκεντρική, στενόμυαλη λογική του άμεσου βραχυχρόνιου συμφέροντος. Και βεβαίως ο μεταψυχροπολεμικός εθνικιστικός στρουθοκαμηλισμός έγινε πολύ πιο εμφανής με την άνοδο του Τζορτζ Μπους στην προεδρία. Από την αντίθεσή του στη Συμφωνία του Κιότο ως την εμμονή του στην προώθηση της αντιπυραυλικής ομπρέλας, η αμερικανική πολιτική ακολουθεί μια λογική του στενά ευνοούμενου εθνικού συμφέροντος, μια πολιτική που μακροχρόνια υποσκάπτει τα ουσιαστικά συμφέροντα και του αμερικανικού λαού και της ανθρωπότητας.


Η τωρινή αμερικανική πολιτική στο Μεσανατολικό δείχνει καθαρά την παραπάνω τάση. Μετά το σοκ της 11ης Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση Μπους φάνηκε να αλλάζει γραμμή πλεύσεως υποστηρίζοντας ενεργά τη δημιουργία ενός αληθινά αυτόνομου παλαιστινιακού κράτους και την επιβολή μιας σχετικά δίκαιης λύσης στην ισραηλινο-παλαιστινιακή διένεξη. Μόλις όμως τα πράγματα καταλάγιασαν, ο Μπους φαίνεται να επιστρέφει σταδιακά στη φιλοϊσραηλινή στάση του. Υποστηρίζει πια ενεργά τον Σαρόν που φαίνεται να έχει στόχο την εξουδετέρωση του μετριοπαθούς Αραφάτ ως ένα πρώτο βήμα για την επέκταση της ισραηλινής κυριαρχίας/αποικιοκρατίας σε όλα τα εδάφη της Δυτικής Οχθης. Αυτή η πολιτική μπορεί να ικανοποιεί το περίφημο ισραηλινό λόμπι στην Ουάσιγκτον, καθώς και τα «γεράκια» του Πενταγώνου, αλλά σίγουρα δεν προωθεί τα μακροχρόνια συμφέροντα του αμερικανικού λαού. Και αυτό γιατί οδηγεί στην ενίσχυση των εξτρεμιστικών παλαιστινιακών δυνάμεων, στη ριζοσπαστικοποίηση των αραβικών κυβερνήσεων και λαϊκών στρωμάτων και στη δημιουργία ενός πλήρους διπλωματικού αδιεξόδου. Τον ίδιο αμερικανικό στρουθοκαμηλισμό βλέπουμε στο θέμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η αντίθεση των Αμερικανών (και των Αγγλων) στη στρατηγική της πολιτικής ενοποίησης της Γηραιάς Ηπείρου βασίζεται στο ότι οι ΗΠΑ δεν θέλουν τη δημιουργία ενός σοβαρού και συγχρόνως αυτόνομου παίκτη στην παγκόσμια πολιτική αρένα. Θέλουν τη διατήρηση του σημερινού μονοπολικού συστήματος κυριαρχίας που προϋποθέτει μια πολιτικά κατακερματισμένη Ευρώπη. Αυτό όμως που δεν λαμβάνει υπόψη της η παραπάνω πολιτική είναι ότι το παρόν σύστημα κυριαρχίας δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί επ’ άπειρον, πως το πέρασμα σε ένα πιο πολυπολικό σύστημα, αν δεν έρθει από την Ευρώπη, θα έρθει σίγουρα από την Ασία και κυρίως από την ανερχόμενη αλλά εξαιρετικά αυταρχική Κίνα. Αυτό δεν συμφέρει ούτε τις ΗΠΑ ούτε τις υπόλοιπες δυτικές δημοκρατίες. Με άλλα λόγια, αν η Κίνα και ενδεχομένως η Ιαπωνία καταστούν τις επόμενες δεκαετίες σοβαροί παίκτες στην παγκόσμια πολιτική αρένα, μια πολιτικά ενωμένη Ευρώπη (ως ένας τέταρτος παίκτης στη γεωπολιτική και διακρατική σκακιέρα) θα είναι εξαιρετικά χρήσιμη για τους Αμερικανούς.


Τέλος, αν οι ΗΠΑ έχουν μια μυωπική πολιτική στα δύο θέματα που ανέπτυξα πιο πάνω, το ίδιο συμβαίνει και με το θέμα των ανισοτήτων που ο νεοφιλελεύθερος τρόπος ελέγχου της παγκόσμιας οικονομίας δημιουργεί. Και εδώ η Ουάσιγκτον κλείνει τα μάτια της στην κυριολεκτικά τερατώδη συγκέντρωση των παγκόσμιων πόρων στα χέρια ενός μικρού αριθμού ανεύθυνων κροίσων και στην περιθωριοποίηση μιας μεγάλης μερίδας της ανθρωπότητας που αυτή η συγκέντρωση δημιουργεί. Ετσι κατά τελείως στρουθοκαμηλικό τρόπο η αμερικανική κυβέρνηση επιμένει να αγνοεί το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο έχει οδηγηθεί ένας σημαντικός αριθμός χωρών στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο, καθώς και την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου Σχεδίου Μάρσαλ που θα βοηθούσε τις φτωχές χώρες κατά τον ίδιο τρόπο που η πεφωτισμένη πολιτική των Ρούζβελτ / Τρούμαν βοήθησε τη μεταπολεμική Ευρώπη.


Συμπερασματικά, είτε κοιτάξει κανείς τη στάση των ΗΠΑ έναντι των φτωχών χωρών είτε τη στρατηγική τους στο Παλαιστινιακό και στην πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, βλέπει μια στενόμυαλη, μυωπική αντιμετώπιση, μια αντιμετώπιση που, αντί να προωθεί, υποσκάπτει όχι μόνο τα συμφέροντα της ανθρωπότητας αλλά και τα μακροχρόνια συμφέροντα του αμερικανικού λαού. Αυτό που απαιτείται από τις ΗΠΑ σήμερα είναι το πέρασμα από τον στρουθοκαμηλισμό / επαρχιωτισμό / εθνοκεντρισμό της κυβέρνησης Μπους στο πνεύμα του πεφωτισμένου πατριωτισμού που βλέπουμε στις αμερικανικές ηγεσίες της πρώιμης μεταπολεμικής περιόδου.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.