Στα χρόνια που ακολούθησαν την επιβολή του κομμουνιστικού συστήματος στην Κίνα, το καθεστώς υπό την καθοδήγηση του αδιαφιλονίκητου ηγέτη του Μάο Τσε Τουνγκ κατέβαλλε πολλές και μεγάλες προσπάθειες για να βγάλει την αχανή χώρα από την καθυστέρηση και την υπανάπτυξη. Ηταν η εποχή της πολιτικής του Μεγάλου Αλματος προς τα Εμπρός, που υλοποιήθηκε την πρώτη περίοδο μετά τον πόλεμο με στόχο την υπέρβαση των εγγενών αδυναμιών της κινεζικής οικονομίας, που κατατρυχόταν από την ύπαρξη απαρχαιωμένων τρόπων παραγωγής και τη μηδενική εφαρμογή σύγχρονης τεχνολογίας. Η αποτυχία του σχεδίου αυτού οδήγησε στις 21 Αυγούστου 1966 στη διατύπωση των 23 σημείων της Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης, που παρά την ιδεολογική γοητεία που άσκησε σε τμήματα της διανόησης των χωρών του δυτικού κόσμου είχε και αυτή πενιχρά έως μηδαμινά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση των πολύπλοκων προβλημάτων της Κίνας. Οι δύο αυτές προσπάθειες, παρά το υψηλό κόστος στον τομέα των δημοκρατικών ελευθεριών και στη σπατάλη των ούτως ή άλλως περιορισμένων υλικών πόρων της χώρας, δεν επέτυχαν την πολυπόθητη αποκόλληση της κινεζικής οικονομίας από την καθυστέρηση και τη φτώχεια. Ετσι το 1976, μετά το θάνατο του Μάο (και του στενού του συνεργάτη του Τσου Εν Λάι) και ύστερα από ένα μεσοδιάστημα μεταβατικής περιόδου διακυβέρνησης από τον Χούα Κούο Φενγ, η χώρα ακολούθησε μια σταδιακή μεταβολή στην αναπτυξιακή της πολιτική.



Η αλλαγή ξεκίνησε ουσιαστικά από το 1978, υπό την υψηλή καθοδήγηση του ισχυρού άνδρα του καθεστώτος Τενγκ Χσιάο Πινγκ. Αυτός συνειδητοποίησε την αδυναμία των ανελαστικών δογμάτων του κινεζικού κομμουνισμού να προωθήσουν την αναπτυξιακή απογείωση της χώρας. Ετσι επέλεξε την πραγματοποίηση της μεγάλης στροφής στο μείγμα της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής, υιοθετώντας μέτρα ολοένα και περισσότερα παρμένα από τη φαρέτρα τού ως τα τότε θανάσιμου αντιπάλου του συστήματος, του καπιταλισμού.


Από τα πρώτα κιόλας χρόνια εφαρμογής της νέας μεταρρυθμιστικής οικονομικής πολιτικής έγιναν ορατές οι ευεργετικές επιδράσεις της στις επιδόσεις της κινεζικής οικονομίας. Παρά τις εσωτερικές αντιστάσεις και παρά τις αγκυλώσεις της παλαιάς φρουράς του κόμματος, η περί τον Τενγκ ηγετική ομάδα με άκαμπτη αποφασιστικότητα αύξανε ολοένα και περισσότερο στη δοσολογία του μείγματος τα στοιχεία που προέρχονταν από τις συνταγές της ελεύθερης οικονομίας. Τα έστω και ελεγχόμενα αυτά ανοίγματα προς την κατεύθυνση της ελεύθερης οικονομίας είναι εκείνα που επέτρεψαν στην Κίνα να αντέξει τους κλυδωνισμούς και τις σαρωτικές ανακατατάξεις που οδήγησαν στην κατάρρευση του σοβιετικού τύπου κομμουνισμού, όχι μόνο στις δορυφόρες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και στην ίδια τη Μέκκα του υπαρκτού σοσιαλισμού, τη Σοβιετική Ενωση.


Στο νέο τοπίο που διαμορφώθηκε μετά τις καταιγιστικές αλλαγές που επέφεραν σε παγκόσμια κλίμακα εξελίξεις όπως η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, ο θρίαμβος των ιδεών της οικονομίας της αγοράς, η επανάσταση των νέων τεχνολογιών και η παγκοσμιοποίηση των οικονομιών, η Κίνα από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και με μεγαλύτερη ένταση από το 1995 ακολούθησε το δικό της δρόμο προσαρμογής στα καινούργια δεδομένα. Εφαρμόστηκε στη χώρα ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που απέβλεπαν στον εξελικτικό μετασχηματισμό του οικονομικού της συστήματος από τις δομές τής ασφυκτικά κρατικά ελεγχόμενης οικονομίας στους θεσμούς της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς. Χωρίς να αγγιχθούν καν τα βασικά συστατικά γνωρίσματα του πολιτικού της πλαισίου, που παραμένει συγκεντρωτικό και τελεί υπό τον πλήρη έλεγχο του κομμουνιστικού κόμματος, στον τομέα της οικονομίας επήλθαν ριζοσπαστικές μεταβολές.


Τα οικονομικά αποτελέσματα της νέας μεταρρυθμιστικής πολιτικής υπήρξαν κάτι παραπάνω από θεαματικά. Η Κίνα του 1,2 δισ. κατοίκων πέτυχε τα τελευταία χρόνια ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ της τάξης του 7,5%. Το 37% της οικονομίας έχει ήδη απαλλαγεί από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του κράτους και περιήλθε στα χέρια των ιδιωτών. Το κατά κεφαλήν εισόδημα σημείωσε ραγδαία άνοδο και έχει ήδη φτάσει στα 1.200 δολάρια.


* Απέραντο εργοτάξιο


Εχοντας επισκεφθεί την Κίνα δύο φορές τα τελευταία χρόνια, μου δόθηκε η δυνατότητα να διαπιστώσω ότι η χώρα έχει μετατραπεί σε ένα απέραντο εργοτάξιο, όπου πραγματοποιούνται μεγάλα έργα υποδομής απαραίτητα για την υποστήριξη της αναπτυξιακής της προσπάθειας. Μεταξύ αυτών δεσπόζουσα θέση κατέχουν τα έργα για την αναβάθμιση της υποδομής της χώρας που θα της επιτρέψουν την άριστη αξιοποίηση των υδάτινων αποθεμάτων, όπως εκείνα του ελέγχου της ροής του Κίτρινου Ποταμού με τα φράγματα των Τριών Φαραγγιών και εκείνα για τη μεταφορά δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων νερού από τον Γιανγκ Τσε και την Κεντρική Κίνα στον Κίτρινο Ποταμό και στις μεγαλουπόλεις των ακτών. Σύγχρονοι ουρανοξύστες, διεθνών προδιαγραφών αυτοκινητόδρομοι, διεθνή αεροδρόμια και τελευταίου τύπου δυτικής προελεύσεως αεροσκάφη αλλά και επαρκές σιδηροδρομικό δίκτυο δημιουργούν ένα πυκνό πλέγμα επικοινωνίας μεταξύ των επαρχιών της αχανούς αυτής χώρας. Επίσης οι παρεμβάσεις αναβάθμισης του οικιστικού ιστού αλλάζουν από μέρα σε μέρα την όψη των κινεζικών μεγαλουπόλεων και ορισμένες από αυτές, όπως η Σαγκάη, δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτε από τις αναπτυγμένες πόλεις του δυτικού κόσμου. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε της δυναμικά ανερχόμενης κινεζικής αγοράς το γεγονός πως η Κίνα σε απόλυτους αριθμούς είναι η χώρα με τα περισσότερα κινητά τηλέφωνα στον κόσμο, καθώς υπάρχουν 120,6 εκατομμύρια συνδέσεις κινητών τηλεφώνων και ακολουθούν οι ΗΠΑ με 120,1 εκατ. συνδέσεις.


Ολα αυτά τα επιτεύγματα, βέβαια, δεν είναι απαλλαγμένα αντιφάσεων και παράγωγων δυσχερειών. Ηδη το πρόβλημα της ανεργίας τείνει να καταστεί το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της μεγάλης ασιατικής χώρας, καθώς στα 14 εκατ. των ανέργων της πρέπει να προστεθούν τα 6,5 εκατ. των xiagang, δηλαδή των απολυμένων που εξακολουθούν να αμείβονται από τις επιχειρήσεις τους με μειωμένες αποδοχές, καθώς και τα 150 εκατ. των πλεοναζόντων εργαζομένων στην κινεζική γεωργία. Αυτή είναι άλλωστε η κύρια αιτία για τη φυγή από τις αγροτικές περιοχές προς τις μεγάλες πόλεις. Δημιουργείται όμως έτσι ένα κύμα εσωτερικής μετανάστευσης με όλες τις δυσμενείς παρενέργειες που αυτό συνεπάγεται. Επίσης, το μεγάλο χάσμα των εισοδηματικών ανισοτήτων, αλλά και η εμφάνιση ολοένα και αυξανόμενων περιφερειακών ανισορροπιών με την αλματώδη ανάπτυξη κάποιων περιοχών (και κυρίως των παράκτιων) και την αναπτυξιακή καθήλωση άλλων, αποτελούν το αντίτιμο της προόδου που καταβάλλει ήδη η κινεζική κοινωνία.


Ομως, εξελίξεις όπως η ανάληψη από το Πεκίνο των Ολυμπιακών Αγώνων του 2008, που θα δώσει μια νέα αναπτυξιακή ώθηση στη χώρα, και η προετοιμασία της Κίνας για την ένταξή της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) θα επιτρέψουν το ακόμη μεγαλύτερο άνοιγμά της στον κόσμο. Αποτελούν δε εξελίξεις ενθαρρυντικές για την περαιτέρω πορεία της και προοιωνίζονται πως στις επόμενες δεκαετίες η Κίνα θα αναδειχθεί σε μια από τις ισχυρές δυνάμεις του παγκόσμιου γίγνεσθαι όχι μόνο εξαιτίας του πληθυσμιακού της όγκου, αλλά και της οικονομικής της δυνάμεως. Για να συμβεί όμως αυτό, απαράβατο προαπαιτούμενο είναι να στεφθεί μέχρι τέλους από επιτυχία το ιδιότυπο κινεζικό πείραμα. Δηλαδή η προσπάθεια συνδυασμού των δομών μιας ελεύθερης οικονομίας της αγοράς με ένα μονοκομματικό πολιτικό πλαίσιο, στο οποίο ηγεμονικός είναι ο ρόλος που ασκεί το κομμουνιστικό κόμμα. Ομως η Κίνα, επιχειρώντας το μεγάλο άνοιγμά της προς τον κόσμο, είναι υποχρεωμένη να λαμβάνει ολοένα και περισσότερο υπ’ όψιν της την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών, που ως τα σήμερα η παραβίασή τους αποτελεί την καθημερινή πραγματικότητα. Σε μια χώρα όμως με 55 εθνικές μειονότητες και 63 γλωσσικές διαλέκτους και με πολυαίωνη παράδοση συγκεντρωτικής άσκησης της εξουσίας, τα όποια ανοίγματα προς τη δημοκρατία δεν μοιάζουν εύκολη υπόθεση. Είναι επίσης πιθανό να δημιουργηθούν αυτονομιστικές τάσεις των πλουσίων επαρχιών, που κάποια στιγμή μπορεί να αποφασίσουν ότι είναι βαρύ το φορτίο γι’ αυτές η χρηματοδότηση της ανάπτυξης των φτωχότερων τμημάτων της αχανούς κινεζικής επικράτειας.


* Πλαίσιο ισορροπιών


Θα μπορέσει η Κίνα να προωθήσει, χωρίς οδυνηρούς κραδασμούς, τον εκσυγχρονισμό του πολιτικού της συστήματος ώστε να ενσωματωθεί στη διεθνή κοινωνία του 21ου αιώνα; Το ερώτημα είναι καίριο και η απάντηση πολύ δύσκολη. Παράλληλα όμως με τον αναπτυξιακό της δυναμισμό η Κίνα καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες για να ενταχθεί ισότιμα και πρωταγωνιστικά. Χώρα μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ η Κίνα, με μεγάλο ειδικό βάρος στο διεθνές γίγνεσθαι, καταβάλλει τα τελευταία χρόνια σημαντικές προσπάθειες και στην κατεύθυνση της περαιτέρω αναβάθμισης της διεθνούς της παρουσίας. Βελτιώνει διαρκώς τις σχέσεις της με τη Ρωσία. Εχει διαμορφώσει ένα νέο πλαίσιο ισορροπιών στη σχέση της με την Ιαπωνία (παρά τα προβλήματα ιστορικής καχυποψίας μεταξύ των δύο χωρών, η Ιαπωνία είναι από τους σημαντικότερους οικονομικούς εταίρους της Κίνας). Και έχει παγιώσει μια σχέση στενής συνεργασίας, ιδιαίτερα στον οικονομικό τομέα, με τις ΗΠΑ.


ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ Οι σχέσεις με την ΕΕ και την Ελλάδα


Οι σχέσεις της Κίνας με την Ευρωπαϊκή Ενωση γίνονται ολοένα και στενότερες, ιδίως μετά την υπογραφή το 2000 μεταξύ των δύο μερών, της συμφωνίας για την ένταξη της Κίνας στον ΠΟΕ. Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Ενωση χρηματοδοτεί στην Κίνα προγράμματα ύψους 250 εκατ. ευρώ για έργα που θα βελτιώσουν την οικονομική και κοινωνική υποδομή της χώρας. Αυτή η ολοένα και στενότερη σχέση της Κίνας με την Ευρωπαϊκή Ενωση διανοίγει και για τη χώρα μας ένα μεγάλο πεδίο περαιτέρω σύσφιξης των παραδοσιακά καλών σχέσεών της με την Κίνα. Δυστυχώς η ελληνική κυβέρνηση δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει με τη σοβαρότητα που τους προσιδιάζει τις ελληνοκινεζικές σχέσεις. Είναι χαρακτηριστικό επί του προκειμένου το γεγονός πως οι ελληνικές εταιρείες δεν αξιοποιούν στο βαθμό που θα έπρεπε τη δυνατότητα συμμετοχής τους στα αναπτυξιακά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην Κίνα. Και είναι πολλαπλά αποκαλυπτικό το γεγονός πως η παρουσία των ελληνικών προϊόντων στην κινεζική αγορά είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Ενώ οι πολιτιστικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών κινούνται σε στοιχειώδη επίπεδα.


Η αναβολή για δεύτερη φορά μέσα σε δύο χρόνια της επίσκεψης του Πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη στην Κίνα που είχε προγραμματισθεί να πραγματοποιηθεί από τις 24 έως τις 29 Ιουνίου 2001, με πρόσχημα τις εσωκομματικές εξελίξεις στο ΠαΣοΚ, είναι βέβαιο πως πρόσφερε κακές υπηρεσίες στις ελληνοκινεζικές σχέσεις. Γιατί αν η αναβολή της προγραμματισμένης για το 1999 επίσκεψης είχε ως βάσιμη δικαιολογία τους σεισμούς που έπληξαν τη χώρα μας, τη φορά αυτή η δικαιολογία που προβλήθηκε ακούστηκε περισσότερο ως άλλοθι συγκάλυψης της απροθυμίας πραγματοποίησης της επίσκεψης, παρά ως πραγματικό επιχείρημα. Η ανάπτυξη όμως των σχέσεων της Ελλάδας με την Κίνα είναι βέβαιο πως θα είναι επωφελής και για τις δύο χώρες και θα εξυπηρετήσει τα εθνικά συμφέροντα της πατρίδας μας. Γι’ αυτό θα ήταν χρήσιμο η κυβέρνηση να επανεξετάσει την κατάταξη σε επίπεδο προτεραιοτήτων στην οποία έχει θέσει τις ελληνοκινεζικές σχέσεις, και να τις αναϊεραρχήσει σε υψηλότερο βαθμό. Θα είναι προς όφελος και των δύο ιστορικών λαών η περαιτέρω αναβάθμισή τους και η βελτίωση της μεταξύ τους συνεργασίας.


Ο κ. Ιωάννης Βαρβιτσιώτης είναι βουλευτής της ΝΔ και πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κων. Καραμανλής.