Ο τρίτος δρόμος προς τον… καπιταλισμό


Η επιτροπή Δαφέρμου θα είχε πολλή δουλειά στην Κίνα. Επειτα από ένα δεκάωρο ταξίδι, ενώ το αεροπλάνο κάνει κύκλους πάνω από το αεροδρόμιο του Πεκίνου, καλείσαι να συμπληρώσεις ένα έντυπο εισόδου, που θα παραδώσεις στο έδαφος, με «κομψές» ερωτήσεις όπως: «Σε ποιες ακριβώς χώρες και σε ποιες ακριβώς πόλεις του κόσμου διαμείνατε τον τελευταίο μήνα πριν επισκεφτείτε την Κίνα;». Ή πάλι: «Πάσχετε από AIDS. Ή: «Είστε άνεργος;».


Το αυστηρό ύφος του φρουρού στον έλεγχο διαβατηρίων σε ξεγελά προς στιγμήν ανακαλώντας σοβιετικές μνήμες. Μόλις όμως εξέλθεις από τον λαβύρινθο στο φως, η «νέα Κίνα» σε υποδέχεται με δύο τουλάχιστον «δυτικούς» τρόπους. Πρώτον, το μικρό βιβλιοχαρτοπωλείο πουλάει κινεζικές μεταφράσεις εκδόσεων τσέπης του τύπου «Σύγχρονα συστήματα μάνατζμεντ» και «Η βιογραφία του Jeff Bezos, ιδρυτή της Amazon.com». Δεύτερον, πληρώνεις τον πρώτο σου καφέ σαν ουίσκι και μάλιστα σε δολάρια σε «τιμή αεροδρομίου»: κοστίζει κάτι παραπάνω από 2.000 δραχμές.


Η αποστολή της ΕΣΗΕΑ που επισκέφθηκε τη Λαϊκή Κίνα στα μέσα Ιουνίου έπειτα από την ευγενική πρόσκληση της Παγκινεζικής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων «βολεύτηκε» σε ένα μικρό πούλμαν. Στον δρόμο για το ξενοδοχείο διαπιστώσαμε ότι τα περί επικίνδυνης οδήγησης στην Ελλάδα είναι κακόβουλος μύθος. Ψυχωμένοι ποδηλάτες, οι οποίοι κατά εκατομμύρια ­ δεν είναι σχήμα λόγου ­ γεμίζουν τους δρόμους του Πεκίνου, ξεχύνονται αδίστακτοι στα σταυροδρόμια. Τους καταδιώκει μία νεοφώτιστη φυλή κινέζων οδηγών ταξί, μαζικών μέσων μεταφοράς και λιγότερο ΙΧ, μια φυλή που αγνοεί το φρένο και για την οποία πιστέψαμε πως κατά θαυμαστό τρόπο μάλλον δεν προκαλεί ατυχήματα. Τελικώς ο πρώτος χτυπημένος και πεσμένος στον δρόμο ποδηλάτης μάς έπεισε για το αντίθετο.



Το δωμάτιο στον 16ο όροφο του ξενοδοχείου Peace Hotel της κινεζικής πρωτεύουσας έχει θέα την κάτοψη μιας φτωχικής γειτονιάς: ένα μικρό οικοδομικό τετράγωνο όπου οι εξωτερικοί τοίχοι των σπιτιών συγκροτούν ένα «τείχος» με μία κοινή είσοδο, η οποία κλείνει το βράδυ για λόγους ασφαλείας. Στις στέγες, λαμαρίνες και πεταμένα υλικά οικοδομών, τα οποία προφανώς θα χρησιμεύσουν σε κάτι, κάπου, κάποτε.


Αν εισβάλεις άνετος στις μικρές εσωτερικές αυλές, οι Γεωργίες Βασιλειάδου της Κίνας θα σε κοιτάξουν αρχικά με έκπληξη. Μετά το πρώτο αμοιβαίο χαμόγελο θα σε αφήσουν να φωτογραφήσεις τα σκαμμένα πρόσωπά τους αλλά και τα πιο πολύτιμα προϊόντα της αξιοπρεπέστατης ένδειάς τους: κατ’ αρχάς τα εγγόνια τους, ύστερα τα ράθυμα γατιά τους ή το ξύλινο κλουβί μέσα στο οποίο μια καρδερίνα πίνει νερό από φθηνά πορσελάνινα φλιτζάνια, γαλάζια και λιλιπούτεια ­ και εδώ τίθεται ίσως το πρώτο ουσιώδες ζήτημα αισθητικής αν τα συγκρίνει κανείς με τον χοντροκομμένο πλαστικό εξοπλισμό των μεταλλικών κλουβιών στα ειδικά μαγαζιά (νεοελληνιστί: «pet shops»…) της οδού Αθηνάς.


Πού είναι όμως το «καθεστώς»; Πώς διοικούνται 1.200.000.000 άνθρωποι; Και ποιος φυλάκισε το φάντασμα του Μάο Τσε Τουνγκ και δεν τον βλέπουμε πουθενά ­ άραγε σε ποιον διάδρομο της ιστορίας σέρνει τις αλυσίδες του; Αν δεν έχετε πάει στην Κίνα, αλλά έχετε δει στοιχειωδώς τηλεόραση, το μοναδικό σημείο του Πεκίνου όπου δεσπόζει η φωτογραφία του Μάο ήδη το γνωρίζετε: είναι η εξέδρα στην πλατεία Τιανανμέν. Εκεί που η κινεζική ηγεσία δέχεται χειροκροτήματα και αυτοχειροκροτείται παρακολουθώντας παρελάσεις εργατών, αγροτών, μαθητών και στρατιωτών.


Οι υπόλοιπες απεικονίσεις του Μεγάλου Τιμονιέρη πωλούνται στο παζάρι ­ κυριολεκτικώς. Στους πάγκους των τουριστικών μαγαζιών, των παλαιοπωλείων ή των υπαίθριων αγορών ο Μάο «πωλείται» (σε λογική τιμή…) σαν αναπτήρας, μπρελόκ, πορτρέτο, μικρή προτομή, μεγάλη προτομή, ρολόι χειρός και τοίχου. Εκεί ως αναμνηστικό μιας Κίνας που δεν υφίσταται πια οι Δυτικοί αγοράζουν σύγχρονα αντίτυπα από το «Κόκκινο Βιβλιαράκι» τόσο αυθεντικά όσο και τα τσολιαδάκια στα περίπτερα της πλατείας Συντάγματος. Το ιστορικό έκτρωμα της Πολιτιστικής Επανάστασης, η εκτυφλωτική λάμψη του στα μάτια των δυτικών μαοϊκών των δεκαετιών 1960 και 1970, τα φοβερά εγκλήματα που το συνόδευσαν, όλα σιγοκαίγονται πίσω στο παρελθόν.


Σήμερα τα κόκαλα του Μάο συντονίζονται στους τριγμούς εκείνων του Καρλ Μαρξ και του Ανταμ Σμιθ. Ο όρος που ταράζει τον αιώνιο ύπνο και των τριών μεγάλων ανδρών είναι η «σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς»: μία ακραιφνής νεοκινεζική επινόηση. Ιδεολογικώς είναι καθαρή σαν τη λάσπη του Κίτρινου Ποταμού. Πρακτικώς είναι σωτήρια σαν όαση στην αχανή έρημο Γκόμπι της Δυτικής Κίνας.


«Σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς» σημαίνει ότι ένας Κινέζος μπορεί, π.χ., να βγάλει έξω από την πόρτα του σπιτιού του δύο πάγκους γεμάτους διάφορα λαχανικά, ψάρια και πουλερικά, ένα παμπάλαιο ψυγείο, ένα πετρογκάζ και τρία τέσσερα τηγάνια. Να αραδιάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο κάμποσα τραπέζια με πλαστικές (και εδώ…) καρέκλες και να γίνει από βιομηχανικός εργάτης ταβερνιάρης ­ χαμογελαστός και τιμιότατος. Σε δύο «περίεργους» ξένους από τη «Σι-Λα», την Ελλάδα στην κινεζική, οι οποίοι τον προτίμησαν ένα ζεστό βράδυ στη Σανγκάη, αδιαφορώντας για τα ακριβά εστιατόρια, ο επιχειρηματίας σέρβιρε περήφανος την καλύτερη μπίρα του καταστήματος: «εισαγωγής», από την Ιαπωνία. Στον δροσισμένο μας οισοφάγο κατέληξαν αμέσως και τα στερεότυπα από τις άγριες εικόνες του σινοϊαπωνικού πολέμου, που είχε ξεσπάσει σαν καταιγίδα στη Θάλασσα της Κίνας πριν από τη δεύτερη παγκόσμια σύρραξη.


Βέβαια «σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς» σημαίνει και το «θαύμα» της νέας οικονομικής ζώνης της Σανγκάης. Αφήνοντας πίσω σου τους ουρανοξύστες, που γειτονεύουν με τα επιβλητικά παραδοσιακά κτίρια των βρετανών, των γάλλων και των αμερικανών αποικιοκρατών του 1920 και του 1930, εισχωρείς στον παράδεισο του κινεζικού Τρίτου Δρόμου για τον καπιταλισμό.


«Κύριοι, εδώ η Τζένεραλ Μότορς έχει επενδύσει πάνω από ένα δισεκατομμύριο δολάρια» μας εξηγεί ένας κοστουμαρισμένος γραφειοκράτης, ο οποίος μόλις μας έχει δώσει την επαγγελματική του κάρτα και δεν μιλάει λέξη αγγλικά. Οταν τον ρωτάμε για τη διαφθορά των κρατικών αξιωματούχων ­ οι πληροφορίες για τέτοια κρούσματα φτάνουν κατά κύματα στη Δύση ­ απαντά ξερά ότι «οι αρχές αντιμετωπίζουν το ζήτημα με αυστηρότητα». Κατά τα άλλα ιδού οι ευημερούντες αριθμοί, ιδού οι λαμπρές στατιστικές, τα φιλόδοξα τριακονταετή προγράμματα ανάπτυξης, η «στρατηγική» διατήρησης τουλάχιστον του 51% κάθε επένδυσης στα χέρια του κράτους.


Το νόθο παιδί των Δυτικών


Η Σανγκάη είναι μια πόλη-πόρνη. Είναι το νόθο παιδί του βιασμού της Κίνας από τους Δυτικούς. Και όπως κάθε μιγάδα γυναίκα, έστω κάποιας ηλικίας, είναι άκρως γοητευτική. Στις αρχές του 19ου αιώνα είχε μόλις 50.000 ξεχασμένους κατοίκους. Στις αρχές του 20ού, έχοντας ήδη παραδοθεί στους ξένους επιχειρηματίες μετά τον βρώμικο βρετανικό Πόλεμο του Οπίου, συνωστίζονταν στους δρόμους της ένα εκατομμύριο άνθρωποι. Σήμερα ο πληθυσμός της ξεπερνά τα 13 εκατομμύρια και τα πλοία στον ποταμό Χουάνγκ Που έπιασαν πάλι πυρετωδώς δουλειά, πιστά στο όραμα ενός νέου «κεντρικά ελεγχόμενου» Χονγκ Κονγκ.


Στο αριστοκρατικότατο ξενοδοχείο («Peace Hotel» ξανά) όπου μένουμε η εθνικιστική κυβέρνηση του Τσιανγκ Κάι Σεκ είχε αποσυρθεί καταδιωκόμενη από τους κομμουνιστές το 1949, λίγο προτού διαφύγει στην Ταϊβάν. Οι υποχωρούντες κυβερνητικοί στρατιώτες, όπως έχουν γράψει αυτόπτες μάρτυρες, έβαλαν στην αίθουσα υποδοχής τα ταλαιπωρημένα μουλάρια τους αναζητώντας ­ εν μέσω βαρύτιμων βελούδων και εύθραυστων αντικών ­ νερό και τροφή για να τα ταΐσουν.


Αλλά και όταν το ποτάμι των κομμουνιστών κατέκλυσε την πόλη, οι θριαμβευτές αντάρτες χάζεψαν για ώρες ανεβοκατεβαίνοντας άσκοπα με τους ανελκυστήρες ή πήγαν να πλύνουν τόνους ρύζι στις λεκάνες της τουαλέτας, ώσπου κάποιοι είχαν την περιέργεια να τραβήξουν τα καζανάκια και να εξαφανίσουν τη βάση του σπαρτιάτικου επαναστατικού συσσιτίου.


Ολα αυτά είναι πλέον πολύ μακρινά. Απέναντι από το ξενοδοχείο υπάρχει ένα μεγάλο μαγαζί με μεταξωτά υφάσματα και ρούχα. «Με υπερηφάνεια σας πληροφορούμε: εδώ έραψαν μεταξωτές τουαλέτες οι κυρίες Χίλαρι Κλίντον και Σερί Μπλερ» γράφει στη βιτρίνα. Και για να βρεις το μικρό σπίτι-μουσείο πλέον, όπου το 1921 ιδρύθηκε το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα, πρέπει να περπατήσεις και να ρωτήσεις.


Σε ποια γλώσσα όμως ρωτάει κανείς στην Κίνα; Τελικώς στα… ελληνικά, δοκιμασμένη, όπως απεδείχθη, μέθοδος, «συμπληρωματική» της ταξιδιωτικής γλώσσας των χειρονομιών. Οταν πλέον τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και άλλες τέτοιες εξωτικές «ντοπιολαλιές» της μακρινής Ευρώπης καταλήξουν νοερώς στον κάλαθο των αχρήστων, όταν αναζητείς αγωνιωδώς έναν καφέ (παντού σερβίρουν τσάι) ή ένα κομμάτι τυρί (τα γαλακτοκομικά έχουν σχεδόν εξοριστεί από την κινεζική διατροφή), μπορείς να απευθυνθείς σε έναν Κινέζο: «Ελα εδώ, σε παρακαλώ! Καφέ ­ κόφι ­ πού;». Αν όχι ο ίδιος, κάποιος από τους επόμενους θα σου δείξει ένα υπαίθριο παγωτατζίδικο ή τουλάχιστον τα McDonald’s.


Η οικονομική ανάπτυξη και η δημοκρατία Η φωτισμένη βιτρίνα του γίγαντα και οι «ανθρωποαποθήκες» των πόλεων


Μια ολόκληρη χώρα σε χαιρετά. «Hello!..» είναι η πρώτη (και τελευταία) λέξη των οδηγών ταξί ­ μετά έχεις προνοήσει και του δείχνεις σε χαρτάκι με ιδεογράμματη γραφή τη διεύθυνση όπου θέλεις να πας. «Πες hello!..» προτρέπει η ζητιάνα το κοριτσάκι της σέρνοντάς το για εκατοντάδες εκατοντάδων μέτρα, ακολουθώντας τους τουρίστες ώσπου να της δώσουν ένα μεταλλίκι ή να της βάλουν τις φωνές για να την ξεφορτωθούν.


Πενήντα εκατομμύρια άνθρωποι, λένε τα επίσημα χείλη, ζουν στη Λαϊκή Κίνα κάτω από τα όρια της φτώχειας. Πίσω από αυτή τη φωτισμένη βιτρίνα του γίγαντα που ξυπνά υπάρχουν οι «ανθρωποαποθήκες» των μεγαλουπόλεων, οι υποβαθμισμένες επαρχίες, οι διαφορετικές εθνότητες που δίνουν τον δικό τους αγώνα για επιβίωση και πολιτιστική ιδιαιτερότητα ­ το Θιβέτ, φαρισαϊκώς υιοθετημένο από το Χόλιγουντ, είναι απλώς το πολυτελές «ρετιρέ» αυτού του κολοσσιαίου κοινωνικού οικοδομήματος.


Και όμως κανένας δεν μοιάζει να μιλάει για πολιτική. Ανοίγοντας ένα κουρείο (που προσφέρει και υπηρεσίες μασάζ ­ κυρίως παραδοσιακό, ενίοτε ολίγον «ροζ») ή ένα μικρό κατάστημα, στήνοντας μια επιχείρηση ή συμμετέχοντας σε πρώην κολεκτίβες που επιτρέπουν στα μέλη τους να παρακρατούν και να πωλούν αγροτικά προϊόντα με σκοπό ­ θου Κύριε! ­ το κέρδος, οι περισσότεροι Κινέζοι των πόλεων πορεύονται χωρίς να ταλανίζουν τη συνείδησή τους με την βάσανο του εκδημοκρατισμού.


Υλικές απολαβές, λοιπόν, αλλά με γνώση και με μέτρο ασιατικό. Στην ερώτηση «Γιατί δεν έχεις αυτοκίνητο;» μια νεαρή Κινέζα, που ζει με τους γονείς της, σπουδάζει και παράλληλα εργάζεται σε ξενοδοχείο εισπράττοντας μηνιαίο μισθό 45.000 δρχ., απάντησε με μια αφοπλιστική αντερώτηση: «Γιατί να πάρω αυτοκίνητο; Αφού βλέπεις ότι έχω ποδήλατο…». Το εννοούσε απολύτως: είχε λύσει τις κυκλοφοριακές ανάγκες της.


«Τους μπουκώνουν με ψίχουλα και είναι ευχαριστημένοι» ψιθυρίζει ο συνάδελφος. Ετσι φαίνεται ­ αλλά μάλλον δεν είναι έτσι ακριβώς. Διότι η οικονομική άνεση δεν φτάνει παντού, οι ανάγκες του πληθυσμού είναι τεράστιες, η ισότητα προς τα κάτω καλά κρατεί.


Την ίδια ώρα μια νέα τάξη κινέζων νεόπλουτων ελίσσεται φυσικά στους διαδρόμους της εξουσίας και στις κεντρικές λεωφόρους των μεγαλουπόλεων. Η εικόνα της είναι κινηματογραφική: μια αμερικανική λιμουζίνα με έξι(!) πόρτες πέρασε από μπροστά μας στο Πεκίνο μεταφέροντας ένα ζεύγος νεονύμφων.


Ανάμεσα στον χυδαία επιδεικτικό πλουτισμό και στην καταραμένη φτώχεια υφίσταται και μια πιο φυσιολογική Κίνα. Είναι ανθρωποκεντρική, φιλομαθής και εν εγρηγόρσει. Το διαπιστώνεις από τους ευγενείς νεαρούς Κινέζους και τις νεαρές Κινέζες που σε σταματούν στη μέση του δρόμου. Σου ζητούν πρώτα συγγνώμη για τα αγγλικά τους και μετά σου εξηγούν ότι θέλουν να μιλήσουν μαζί σου για να κάνουν εξάσκηση στη γλώσσα. Πόθος τους είναι να πάνε στο εξωτερικό, έστω και με ομαδικά ταξίδια, όπως επιτάσσει κατά κανόνα το καθεστώς. Μπορεί να καταλήξεις να παρακολουθείς μαζί τους έναν ποδοσφαιρικό αγώνα στην τηλεόραση κάποιου λαϊκού καφενείου ή και να μιλάς χαμηλόφωνα για τη σφαγή του ’89.


Κατά τα άλλα η βιτρίνα των επίσημων τουριστικών αξιοθέατων δεν έχει νόημα. Αν έχεις πάει στο Μοναστήρι της Πάτμου αυγουστιάτικα ή στην Ακρόπολη μια φωτεινή Κυριακή, το πανηγυριώτικο σκηνικό στο Σινικό Τείχος δεν μπορεί εύκολα να σε συγκινήσει. Ουρές για τα εισιτήρια του τελεφερίκ, τουριστικά μαγαζιά δεξιά και αριστερά, συνωστισμός (και ένα χρηματικό αντίτιμο) για μια φωτογραφία δίπλα στην πέτρινη στήλη με τη ρήση του Μάο: «Παλικάρι είναι μόνο όποιος έφθασε στο πιο ψηλό σημείο του Μεγάλου Τείχους» ­ όλοι μας γίναμε «παλικάρια» μέσα σε μια στιγμή…


Κάποια άλλα «παλικάρια», οι κινέζοι αντικαθεστωτικοί, σαπίζουν στις φυλακές. Η επέμβαση του στρατού τον Ιούνιο του 1989, που έπνιξε στο αίμα την (ανώριμη, ανοργάνωτη και συγκινησιακώς υπερφορτισμένη) φοιτητική εξέγερση στην πλατεία της Ουράνιας Γαλήνης, την Τιανανμέν, αποτελεί ακόμη θέμα-ταμπού για το καθεστώς. Και οι κινέζοι συνδικαλιστές δημοσιογράφοι, εκφράζοντας την καθεστωτική νοοτροπία, μιλούν τη γλώσσα της μονοκομματικής έπαρσης.


«Εσείς νομίζετε ότι δεν υπάρχει καμία ανάγκη για ανεξάρτητα και ιδιωτικά ΜΜΕ στην Κίνα;» ρωτήσαμε τον πρόεδρο της Παγκινεζικής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων, εκπρόσωπο 400.000 συντακτών και εργαζομένων στον Τύπο, με τον οποίο συναντηθήκαμε γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι με δεκάδες εδέσματα της κινεζικής κουζίνας. «Ο καθένας μπορεί πλέον να γράφει ό,τι θέλει. Τώρα εξάλλου έχουμε και το Internet» ήταν η απάντηση. «Λίγο προτού ξεκινήσουμε μάθαμε ότι συνελήφθη ένα ζεύγος Κινέζων διότι λειτουργούσε μια ιστοσελίδα με πληροφορίες για την κρατική διαφθορά και με ενημέρωση για τη δράση των αντιφρονούντων. Πώς το σχολιάζετε;» επιμείναμε. «Δεν γνωρίζω τίποτε τέτοιο…» είπε κοφτά ο πρόεδρος.


Και όμως αυτός ο ορθόδοξος κομματικός λόγος δεν απέκρυψε κάτι από την ουσία για τις μεταρρυθμίσεις στη σύγχρονη Κίνα. «Αν η οικονομία της αγοράς ήταν τόσο απαραίτητη για την ποιοτική αναβάθμιση του σοσιαλισμού, όπως μας λέτε, γιατί δεν προέκυψε πιο νωρίς, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90;» ρωτάει ο συνάδελφος. «Α, για αυτή την καθυστέρηση έφταιγε ο Μάο!» λέει ο πρόεδρος. Μόλις τον διαβεβαιώνουμε ότι «από αυτό μπορούμε να βγάλουμε τίτλο» τα μάτια του μίκρυναν ακόμη περισσότερο από τα γέλια.


Φύγαμε εν ευθυμία, κρατώντας διπλωμένη την αγγλόφωνη «China Daily». Το «καυτό» πρωτοσέλιδο θέμα της ήταν: «Η Λαϊκή Κίνα και η Μποτσουάνα Θα ενισχύσουν τη διεθνή συνεργασία τους»…


Το θεμελιώδες ερώτημα μετά από μια επίσκεψη ολιγοήμερη αλλά αρκετή για να οσμιστεί κανείς τις βαθύτατες αλλαγές που έχουν συντελεσθεί στη Λαϊκή Κίνα βασίζεται σε μια φρικτή υποψία: Μήπως ­ λέμε, μήπως… ­ η οικονομική ευμάρεια δεν προϋποθέτει καθόλου μα καθόλου τη «δημοκρατία»; Με άλλα λόγια, μήπως οι γεμάτες, έστω και μερικώς, τσέπες των Κινέζων και η θολή προοπτική ενός γενικώς «καλύτερου αύριο» τους κάνουν να αδιαφορούν για την κυβερνητική μονοκρατορία του Κομμουνιστικού Κόμματος και για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων;


Προτού σπεύσει κανείς να απαντήσει με τον σκληρό «διαχωρισμό» δημοκρατίας και οικονομίας, ας υπολογίσει ότι αυτή η ανάπτυξη δεν μπορεί παρά να έχει κάποια όρια. Οταν τα φτάσει, τότε η γκρίνια αναπόφευκτα θα στραφεί προς το ίδιο το καθεστώς. Και τα ζητήματα που τότε θα τεθούν δεν μπορεί παρά να αφορούν την ουσία του κινεζικού μονοκομματισμού, τις ρίζες, τη χρησιμότητα, καθώς και την ιστορική προοπτική του.


Ωσπου να γίνει όμως αυτό η σύγχρονη Λαϊκή Κίνα θα σηκώνει σκόνη με την παραμικρή κίνηση της μαγικής αφύπνισής της. Μακριά από τις αποτυχημένες κοινωνικά και οικονομικά «θεραπείες-σοκ» ρωσικού τύπου, όπου τα πάντα κατέρρευσαν για να παραδοθούν σωρηδόν τα ερείπιά τους στις κρατικές και ιδιωτικές μαφίες ή στους ξένους.


Οποιος μπορεί να παρακολουθήσει από κοντά αυτή την αφύπνιση γίνεται μάρτυρας ενός θαυμαστού νέου κόσμου. Εμείς, οι έλληνες δημοσιογράφοι που ρουφήξαμε για λίγες ημέρες έναν γευστικό χυμό, δεν αξιωθήκαμε αυτή τη χάρη. Εξάλλου από το πρώτο κιόλας βράδυ μας στο Πεκίνο είχαμε συναντήσει τον συνάδελφο που «έκανε το σωστό».


Σε μια υπαίθρια μπιραρία ένας λευκός νεοϋορκέζος δημοσιογράφος έπινε αμέριμνος μαζί με τους κινέζους φίλους του. Είχε ταξιδέψει ήδη ενάμιση μήνα μόνος του χρησιμοποιώντας τα μέσα μαζικής μεταφοράς: τα τρένα και τα λεωφορεία. Κρατούσε καθημερινώς ημερολόγιο, έδειχνε να απολαμβάνει κάθε στιγμή και είχε μπροστά του άλλον ενάμιση μήνα περιπλάνησης. Οταν θα επέστρεφε στη Νέα Υόρκη θα έγραφε ένα μεγάλο ταξιδιωτικό άρθρο. «Αν μπορώ να σας δώσω μια συμβουλή, αφήστε τα προγράμματα επισκέψεων στην άκρη και ταξιδέψτε μόνοι σας. Μόνο έτσι αξίζει να ανακαλύψει κανείς την Κίνα» μας είπε.