Η δυτική κοινή γνώμη αποδίδει το χάος που επικρατεί σήμερα στη Ρωσία, κυρίως, σε εσωτερικούς παράγοντες. Από την αναποτελεσματική διακυβέρνηση του Γέλτσιν και τον γκαγκστερικό χαρακτήρα της οικονομικής ολιγαρχίας ως τη δυσλειτουργία της Δούμας και την απροθυμία των πολιτικών ελίτ να εφαρμόσουν τις οδυνηρές νεοφιλελεύθερες συνταγές, όπως οι Δυτικοί απαιτούν ­ τα αίτια της κρίσης παρουσιάζονται ως ενδογενή. Το γεγονός ότι οι δυτικές κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί, που αυτές ελέγχουν, έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία της τωρινής κρίσης, συστηματικά, αποσιωπάται.


Μολονότι η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης οφείλεται κυρίως στις εσωτερικές αντινομίες του συστήματος, η ευθύνη της Δύσης για την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στη Ρωσία είναι οφθαλμοφανής, και αυτό γιατί οι πολιτικές ηγεσίες, και από τις δύο μεριές του Ατλαντικού, ακολούθησαν μια στρατηγική που βασίζεται σε δύο λανθασμένες δοξασίες:


* Στη δοξασία της στιγμιαίας υπέρβασης, στην ιδέα δηλαδή πως είναι δυνατόν να μετασχηματίσει κανείς ριζικά τις βασικές δομές μιας πολύπλοκης κοινωνίας, όπως της ρωσικής, «εντός μιας νυκτός».


* Στη συμπληρωματική δοξασία της μιας και μοναδικής συνταγής, για τη θεραπεία των δεινών όλων των μετακομμουνιστικών κοινωνιών, ανεξαρτήτως των ιστορικών και πολιτισμικών ιδιαιτεροτήρων της κάθε περίπτωσης.


Συνήθως, αυτού του είδους ο υπεραισιόδοξος και μονοδιάστατος ιδεολογικός προσανατολισμός χαρακτηρίζει επαναστατικές ελίτ που έχουν ως πρωταρχικό στόχο να εξαλείψουν μια για πάντα όλες τις κοινωνικές αδικίες και ανισότητες και να εγκαθιδρύσουν, κατά υπερ-βολονταριστικό τρόπο, την τέλεια κοινωνία επί της Γης. Από τις αναρχικές τρομοκρατικές ομάδες του 19ου αιώνα, ως τον Λένιν, τον Στάλιν και τον Μάο, στον 20όν αιώνα ­ η ιδέα του «άλματος προς τα εμπρός», η ιδέα δηλαδή της στιγμιαίας υπέρβασης, έπαιξε βασικό ρόλο στον χώρο της επαναστατικής Αριστεράς. Μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού όμως βλέπουμε την ίδια προμηθεϊκή ιδέα να επαναμφανίζεται στον χώρο της νεο-φιλελεύθερης Δεξιάς. Σε αυτούς τους κύκλους, εντός και εκτός της Ρωσίας, έχει διαμορφωθεί η άκρως ουτοπική πεποίθηση πως η αχανής αυτή χώρα μπορεί να αναπτύξει, σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, μια αποτελεσματική καπιταλιστική οικονομία και μια ευνομούμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Οταν ο Μάο επιχειρούσε το περίφημο άλμα προς τα εμπρός, οι δυτικοί παρατηρητές αμέσως επεσήμαναν τον παράλογο χαρακτήρα της κινεζικής πολιτισμικής επανάστασης. Πολύ σωστά, παρατήρησαν πως, όταν οι αντικειμενικές συνθήκες απουσιάζουν, ο πολιτικός και κοινωνικός προμηθεϊσμός αναπόφευκτα οδηγεί στη βαρβαρότητα παρά στον πολιτισμό. Αυτό το βασικό μάθημα η Δύση το διδάσκει στους πολιτικούς αντιπάλους της, αλλά αρνείται να το εφαρμόσει στον εαυτό της. Ετσι, όταν η αμερικανική Γερουσία απαιτεί τη «θεραπεία – σοκ» και τον στιγμιαίο μετασχηματισμό της ρωσικής οικονομίας σε καπιταλιστικό σύστημα Μαντσεστεριανού τύπου, ουδείς υπογραμμίζει τον εξωπραγματικό χαρακτήρα αυτής της απαίτησης – προσδοκίας.


Στη Δύση, η κοινοβουλευτική δημοκρατία και το καπιταλιστικό σύστημα τους πήρε αιώνες για να διαμορφωθούν, και η σταδιακή θεσμοποίησή τους βασιζόταν σε εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες (σχετική αυτονομία των δυτικών μεσαιωνικών πόλεων, ισορροπία μεταξύ αριστοκρατίας και μοναρχικού κράτους κατά την απολυταρχική περίοδο, προτεσταντισμός, εισροή μετάλλων και άλλων πόρων από τον Νέο Κόσμο κ.ο.κ.). Στη Ρωσία, παρ’ όλη την παντελή έλλειψη τέτοιων ευνοϊκών συνθηκών, και πριν και μετά την επανάσταση του 1917, απαιτούμε το δημοκρατικό πολίτευμα να λειτουργήσει κανονικά μέσα σε διάστημα λίγων ετών, αν όχι μηνών. Γιατί είναι αυτή η στάση λιγότερο εξωπραγματική από την πίστη του Μάο στη δυνατότητα ταχείας μεταμόρφωσης της Κίνας σε κομμουνιστικό παράδεισο;


Για μένα, η μόνη διαφορά είναι πως ο Μάο με τις ουτοπίες του καταταλαιπώρησε, κυρίως, τους συμπατριώτες του, ενώ οι δυτικές ηγεσίες με τον ουτοπικό φιλελευθερισμό τους αποδιοργανώνουν κοινωνίες που δεν έχουν τις βασικές προϋποθέσεις για την ταχεία ανάπτυξη του καπιταλισμού και της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οταν σε αυτές τις κοινωνίες επιχειρείται η νεο-φιλελεύθερη «θεραπεία – σοκ», το αναπόφευκτο αποτέλεσμα είναι η ραγδαία κοινωνική εξαθλίωση σε ένα πλαίσιο όπου πίσω από την ιδεολογική βιτρίνα της ανταγωνιστικότητας και των δημοκρατικών ελευθεριών λειτουργεί ένας ληστρικός τρόπος παραγωγής και ένας γκαγκστερικός τρόπος κυριαρχίας ­ ένα σύστημα δηλαδή όπου διάφορες συμμορίες ελέγχουν ουσιαστικά τα μέσα παραγωγής και κυριαρχίας.


Αν έτσι έχουν τα πράγματα, δεν πρέπει να μας παραξενεύει όταν μαθαίνουμε πως στη μετακομμουνιστική Ρωσία ο μέσος όρος ζωής έχει μειωθεί και πως ο αλκοολισμός, οι αυτοκτονίες, η παιδική θνησιμότητα, ο υποσιτισμός και η εξάπλωση ασθενειών, όπως η σύφιλη και η φυματίωση, έχουν πάρει τεράστιες διαστάσεις.


Θα μπορούσε βέβαια να ισχυρισθεί κανείς πως, αν η «θεραπεία – σοκ» δεν λειτούργησε στη Ρωσία, ήταν σχετικά αποτελεσματική σε άλλες μετακομμουνιστικές κοινωνίες ­ όπως στην Ουγγαρία, την Πολωνία, την Τσεχία κ.α. Πράγματι, σε αυτές τις χώρες, μετά μια οδυνηρή μεταβατική περίοδο, οι μεταρρυθμίσεις άρχισαν να λειτουργούν. Μολονότι, η περιθωριοποίηση ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού είναι γεγονός, το άνοιγμα των αγορών οδήγησε τελικώς σε σημαντική αύξηση της παραγωγής και του κατά κεφαλήν εισοδήματος (βλ. «The Economist», Σεπτέμβριος 5, 1998, σελ. 25-27).


Αλλά αυτό που πρέπει να υπογραμμίσει κανείς είναι πως στις χώρες όπου οι μεταρρυθμίσεις έχουν σχετική επιτυχία υπάρχει μια ιστορική παράδοση και θεσμική υποδομή που είναι τελείως διαφορετικές από αυτές της Ρωσίας. Οχι μόνο οι ιστορικές καταβολές των κοινωνιών αυτών είναι διαφορετικές (η αυτοκρατορία των Αψβούργων ήταν πολύ πιο ανεπτυγμένη από αυτή των Ρομανώφ), αλλά και όταν βρέθηκαν υπό τον σοβιετικό έλεγχο κατόρθωσαν να διασώσουν σε μεγάλο βαθμό την παράδοση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, της αγροτικής μικροϊδιοκτησίας και της σχετικά αυτόνομης κοινωνίας πολιτών. Από την άλλη, στη Ρωσία, αυτού του είδους οι παραδόσεις όχι μόνο ήταν πολύ πιο καχεκτικές την τσαρική περίοδο, αλλά και εξαφανίσθηκαν παντελώς μετά την επανάσταση του 1917. Αυτού του είδους τις σημαντικές διαφορές το δόγμα της μιας και μοναδικής συνταγής αγνοεί. Για τους νεο-φιλελεύθερους φονταμενταλιστές, η θεραπεία πρέπει να είναι παντού η ίδια. Αν οι βασικές προϋποθέσεις δεν είναι ευνοϊκές, τότε το μόνο που χρειάζεται είναι περισσότερο σφίξιμο της ζώνης, περισσότερη πίεση από έξω, περισσότερη πίστη στη βίβλο της ελευθερίας των αγορών. Νομίζω πως είναι ακριβώς αυτή η νοοτροπία που έχει συμβάλει σοβαρά στη διαμόρφωση της τραγικής κατάστασης που βλέπουμε σήμερα στη Ρωσία ­ μια κατάσταση που παρατηρούμε και σχολιάζουμε ως απλοί θεατές.


Η παραπάνω επιχειρηματολογία γίνεται πιο πειστική, αν συγκρίνουμε τη ρωσική με την κινεζική εμπειρία. Είναι, νομίζω, εμφανές πως η κινεζική μεταρρύθμιση (δηλαδή, σταδιακή, ελεγχόμενη οικονομική φιλελευθεροποίηση, χωρίς ταυτοχρόνως πολιτικό εκδημοκρατισμό) πέτυχε κατά πολύ περισσότερο από το ρωσικό πείραμα (προσπάθεια ανοίγματος, συγχρόνως, και του οικονομικού, και του πολιτικού συστήματος). Μολονότι η σφαγή των φοιτητών και η βάρβαρη και συνεχής καταπίεση του κινήματος για φιλελευθεροποίηση δεν μπορεί παρά να καταδικασθεί από κάθε δημοκρατικά σκεπτόμενο άνθρωπο ­ αυτό δεν πρέπει να μας κάνει να αγνοούμε πως στην κινεζική περίπτωση βλέπουμε, αντί, για τη ρωσική ραγδαία αποβιομηχανοποίηση, μια εκπληκτικά ραγδαία εκβιομηχανοποίηση, που πολύ σύντομα θα καταστήσει την ως χθες φτωχή και υπανάπτυκτη αυτή χώρα τέταρτη οικονομική δύναμη στον κόσμο (μετά την Ιαπωνία, τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ενωση). Και αυτή η ραγδαία ανάπτυξη, παρ’ όλη τη δραματική αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, δεν είχε τα καταστροφικά κοινωνικά αποτελέσματα που βλέπουμε στη Ρωσία. Αντί της «θεραπείας – σοκ», η κινεζική ηγεσία πολύ προσεκτικά και σταδιακά φιλελευθεροποίησε πρώτα την αγροτική οικονομία, μετά την ελαφρά βιομηχανία και τις μικρές επιχειρήσεις και στη συνέχεια προχώρησε σε πιο φιλόδοξα οικονομικά ανοίγματα με τη βοήθεια του ξένου κεφαλαίου. Σε όλο αυτό το διάστημα, ο κεντρικός πολιτικός έλεγχος έκανε δυνατή την πολύ βραδεία απελευθέρωση των τιμών και απέτρεψε το είδος του ξέφρενου πληθωρισμού που βλέπουμε στη Ρωσία. Ετσι, στην Κίνα, η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη συμβαδίζει με ένα κοινωνικό καθεστώς, που, χωρίς να αποφεύγει τις κοινωνικές ανισότητες, εξαλείφει με ταχύτητα τα επίπεδα της απόλυτης φτώχειας. Στη συνέχεια, αυτού του είδους η οικονομική εξέλιξη μπορεί να αποτελέσει ευνοϊκή προϋπόθεση για τον σταδιακό εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος, στο μέλλον. Οπως είναι γνωστό, στη Ν. Κορέα και την Ταϊβάν, η οικονομική ανάπτυξη δημιούργησε συνθήκες που οδήγησαν σε σημαντικό άνοιγμα του πολιτικού συστήματος. Δεν αποκλείεται η Κίνα να ακολουθήσει παρόμοιο δρόμο, τη δεκαετία που έρχεται.


Ανακεφαλαιώνοντας, στη ρωσική περίπτωση, το ταυτόχρονο άνοιγμα και του πολιτικού, και του οικονομικού συστήματος, σε συνδυασμό με την ιδεολογία της στιγμιαίας υπέρβασης, οδήγησε σε μια κατάσταση όπου η κοινωνική εξαθλίωση συνδυάζεται όχι με ανάπτυξη, αλλά με ραγδαία αποβιομηχανοποίηση.


Η Κίνα με το σλόγκαν «πρώτα η οικονομία και μετά η πολιτική», και με μια εξαιρετικά πραγματιστική, μη ιδεολογική, σταδιακή οικονομική φιλελευθεροποίηση, πέτυχε ραγδαία ανάπτυξη χωρίς να υποβάλει τον κινεζικό λαό στη «θεραπεία – σοκ», που τόσο θαυμάζουν οι ρώσοι μεταρρυθμιστές και οι δυτικοί υποστηρικτές τους.


Αυτή την κραυγαλέα διαφορά στις οικονομικές και κοινωνικές επιδόσεις των δύο χωρών, η Δύση ­ κατά τελείως δογματικό τρόπο ­ εξακολουθεί να την αγνοεί δίνοντας εκ του ασφαλούς μαθήματα νεοφιλελευθερισμού και δημοκρατίας στον καταταλαιπωρημένο ρωσικό λαό και προσπαθώντας έτσι να πείσει τους ηγέτες του πως η ένταση της «θεραπείας – σοκ» θα λύσει, ως διά μαγείας, όλα τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Οσο για τις προφανείς διασυνδέσεις της «θεραπείας – σοκ» με την κοινωνική εξαθλίωση, την αποβιομηχανοποίηση και τον ανερχόμενο φασισμό, οι δυτικές κοινωνίες επιλέγουν αυτό να μην το λαμβάνουν υπόψη. Γιατί να θεωρούμε αυτού του είδους την ιδεολογική τύφλωση λιγότερο αποκρουστική από αυτή του Λένιν; Ο τελευταίος επέβαλε με βαρβαρότητα την αλλαγή στο όνομα του οράματος της αταξικής κοινωνίας, που δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί. Οι σημερινοί νεοφιλελεύθεροι μεταρρυθμιστές, εντός και εκτός Ρωσίας, συντείνουν στην παραπέρα εξαθλίωση του ρωσικού λαού εν ονόματι μιας εκ διαμέτρου αντίθετης ιδεολογίας.


Η Δύση θα πρέπει να πάψει να βασίζει την πολιτική της απέναντι στη Ρωσία στην ιδεολογία της στιγμιαίας υπέρβασης, στη νεοφιλελεύθερη ουτοπία, πως η ρωσική κοινωνία, πολιτεία και οικονομία μπορεί να μετατραπούν από τη μια στιγμή στην άλλη σε ένα σύστημα, όπου οι μηχανισμοί της αγοράς και οι δημοκρατικές διαδικασίες θα οδηγήσουν, λίγο πολύ αυτομάτως, σε οικονομική ανάπτυξη, πολιτική ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη.


Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως συμφωνώ με τη θέση (πολύ διαδεδομένη μεταξύ μαρξιστών, τριτοκοσμικών οικονομολόγων, και, σήμερα, μεταξύ νεο-ορθόδοξων χριστιανών και μεταμοντέρνων στοχαστών) πως η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι δυτικοευρωπαϊκή επινόηση, και ως τέτοια η δυτική απαίτηση για την εξάπλωση του θεσμού σε παγκόσμια κλίμακα αποτελεί ένα είδος πολιτισμικού και πολιτικού ιμπεριαλισμού. Αντίθετα, πιστεύω πως η κοινοβουλευτική δημοκρατία, ανεξάρτητα από το πού και πώς αναπτύχθηκε, αποτελεί μια καθολική, παγκόσμια, αξία. Αλλά αυτό που πρέπει επίσης να τονισθεί είναι πως αυτή η καθολικότητα έχει εξελικτικό χαρακτήρα. Πράγμα το οποίο σημαίνει πως για να λειτουργήσουν αποτελεσματικά οι δημοκρατικοί θεσμοί χρειάζονται μια σειρά προϋποθέσεις, που δεν τις βρίσκουμε σε όλες τις κοινωνίες.


Οταν αυτές οι προϋποθέσεις απουσιάζουν, η δογματική επιμονή στην ολική και άμεση φιλελευθεροποίηση (στον οικονομικό, στον πολιτικό και στον κοινωνικό χώρο) δημιουργεί χάος και οδηγεί στο πέρασμα από το ένα είδος αυταρχισμού στο άλλο. Για να το επαναλάβουμε, η ιδεολογία της στιγμιαίας υπέρβασης, είτε στη λενινιστική είτε στη μαοϊκή είτε στη νεο-φιλελεύθερη μορφή της, οδηγεί, με μαθηματική ακρίβεια, στην κοινωνική εξαθλίωση και τον πολιτισμικό εκβαρβαρισμό.


Ο κ. Ν. Μουζέλης είναι καθηγητής στη London School of Economics.