Ο
Τζορτζ Σόρος γεννήθηκε στη Βουδαπέστη στις 12 Αυγούστου του 1930. Την ημέρα των 68ων γενεθλίων του, αποφάσισε να κάνει ένα μεγάλο δώρο στον εαυτό του, στη Ρωσία και στις διεθνείς κεφαλαιαγορές.


Ως δεινός σκακιστής (τα χόμπι τού κ. Σόρος, σύμφωνα με τα βιογραφικά στοιχεία του, είναι το σκάκι και το τάβλι), ο μεγαλύτερος κερδοσκόπος της Ιστορίας είχε προετοιμάσει μεθοδικά τις κινήσεις του.


Εστειλε στη βρετανική εφημερίδα «Financial Times» της Πέμπτης, 13 Αυγούστου, επιστολή στην οποία υποστήριζε ότι το ρούβλι πρέπει να υποτιμηθεί κατά 15% -25% και στη συνέχεια να συνδέσει την ισοτιμία του με το δολάριο ή την ECU. Υποστήριζε επίσης ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και οι επτά ισχυρότερες οικονομικά χώρες του κόσμου (G7) πρέπει να ενισχύσουν τη Ρωσία με 15 δισ. δολάρια επιπλέον των 22,6 δισ. δολαρίων που της είχαν δανείσει τον Ιούνιο, προκειμένου να μην καταρρεύσει η ρωσική οικονομία.


Την ίδια ημέρα χιλιάδες ντίλερ ανά τον κόσμο άρχισαν να πουλάνε ρούβλια και μετοχές του χρηματιστηρίου της Μόσχας και να αγοράζουν δολάρια. Η πίεση που υπέστη το ρούβλι ήταν τόσο ισχυρή, ώστε η ρωσική κυβέρνηση έκλεισε για μία ώρα το χρηματιστήριο της Μόσχας και έθεσε περιορισμούς που ουσιαστικά απαγόρευαν τις συναλλαγές στη ρωσική χρηματαγορά. Την Παρασκευή ο πρόεδρος Γέλτσιν δήλωσε δημοσίως ότι «το λέω καθαρά. Δεν θα υπάρξει υποτίμηση. Ολα λειτουργούν κανονικά», ενώ οι Αμερικανοί ανακοίνωσαν ότι το ΔΝΤ και το G7 θα υποστηρίξουν την προσπάθεια της ρωσικής κυβέρνησης να μην υποτιμηθεί το ρούβλι.


Τη Δευτέρα η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας υποτίμησε το ρούβλι, ανακοινώνοντας ότι η ισοτιμία του, η οποία ήταν 6,2 ρούβλια ανά δολάριο, θα κυμαίνεται μεταξύ 6 και 9,5 ρουβλίων ανά δολάριο.


Ο Τζορτζ Σόρος απολάμβανε το δώρο των γενεθλίων του. Δημοσιεύοντας απλώς και μόνο την άποψή του, είχε νικήσει για μία ακόμη φορά το σύστημα. Είχε επιβάλει τη γνώμη του στις κυβερνήσεις της Αμερικής και της Ρωσίας, καθώς και στους δύο ισχυρότερους παράγοντες της παγκόσμιας οικονομίας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την ομάδα των επτά ισχυρότερων οικονομικά χωρών. Η νίκη του αυτή ήταν μεγαλύτερη ακόμη και από την υποτίμηση της στερλίνας, την οποία είχε επιτύχει με ανάλογες δηλώσεις το 1994, αναγκάζοντας μάλιστα την αγγλική κυβέρνηση να αποδεσμεύσει τη στερλίνα από τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.


Ταυτόχρονα, είχε δείξει στις κυβερνήσεις, στους οργανισμούς και στους λαούς ότι σήμερα η αγορά κυβερνά τον κόσμο και ότι ο Τζορτζ Σόρος κατευθύνει την αγορά.


Σύμφωνα με τον Μάικλ Λιούις, συγγραφέα του βιβλίου Liar’s Poker («Το πόκερ του ψεύτη»), το οποίο θεωρείται από τα σημαντικότερα βιβλία σχετικά με τη δραστηριότητα των διεθνών επενδυτών, «ζούμε σε μια εποχή που οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι δεν καθορίζουν την κατεύθυνση του συστήματος. Το ζητούμενο είναι να κερδίσει κάποιος το ενδιαφέρον των 100.000 χρηματιστών, επενδυτών, αναλυτών και τραπεζιτών που κοιτάζουν την οθόνη των ηλεκτρονικών πρακτορείων όπως το Bloomberg. Αυτοί όλοι δεν αδιαφορούν για τον Κλίντον ή τον Γέλτσιν. Είναι καρφωμένοι στις οθόνες τους για να μάθουν τι γίνεται με τα ερωτικά σκάνδαλα του Κλίντον ή τον αλκοολισμό του Γέλτσιν. Απλώς, δεν τους ενδιαφέρει τι θα πει ο Κλίντον ή ο Γέλτσιν για το ρούβλι ή για άλλα οικονομικά θέματα. Στα θέματα της οικονομίας προτιμούν να ακούσουν τι θα πει ο Τζορτζ Σόρος».


Μπορεί η άποψη του κ. Λιούις να ακούγεται ακραία, αλλά τα παραδείγματα είναι πολλά και όλα καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα. Οτι η αγορά κυβερνά.


Το ερώτημα είναι ποια είναι η αγορά και πώς κυβερνά.


Σήμερα υπάρχουν περίπου 24.000 αμοιβαία κεφάλαια σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτά διαχειρίζονται περισσότερα από επτά τρισεκατομμύρια δολάρια, και τα υπό διαχείριση ποσά αυξάνονται με ταχύτατο ρυθμό. (Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της Ρωσίας με τα οποία ο κ. Γέλτσιν είπε πως θα αντιμετωπίσει τις κερδοσκοπικές επιθέσεις ήταν 19,5 δισ. δολάρια).


Τα κεφάλαια αυτά δεν ανήκουν στους λεγόμενους κερδοσκόπους, οι οποίοι είναι απλώς οι διαχειριστές, αλλά στο ευρύ αποταμιευτικό κοινό, είτε απευθείας είτε μέσω ασφαλιστικών ταμείων και ασφαλιστικών εταιρειών.


Οι διαχειριστές, όπως ο Τζορτζ Σόρος, έχουν αναλάβει τη διαχείριση των αμοιβαίων κεφαλαίων με σκοπό να πετύχουν το υψηλότερο δυνατό κέρδος και να το αποδώσουν στους κατόχους των μεριδίων των αμοιβαίων κεφαλαίων.


Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των επενδύσεων που πραγματοποιούν οι διαχειριστές είναι οριακές. Χρησιμοποιώντας τα ίδια εργαλεία ανάλυσης και αναλύοντας τα ίδια δεδομένα, οι διαχειριστές κινούνται συνήθως μαζικά, αγοράζοντας και πουλώντας όλοι μαζί το ίδιο νόμισμα ή τις μετοχές του ίδιου χρηματιστηρίου. Αυτό το είδαμε ­ σε πολύ μικρή κλίμακα βεβαίως ­ και στην ελληνική αγορά, όταν μετά την υποτίμηση του Μαρτίου εκδηλώθηκε μαζική εισροή ξένων κεφαλαίων, αλλά και πριν από την υποτίμηση, όταν η δραχμή δέχθηκε τις περίφημες «κερδοσκοπικές» πιέσεις.


Η μαζική μετακίνηση των κεφαλαίων δημιουργεί ισχυρές πιέσεις, ανατιμητικές όταν αγοράζουν οι διεθνείς επενδυτές και υποτιμητικές όταν πουλάνε. Η μαζική αυτή δραστηριότητα, η οποία είναι ισχυρότερη από τις αντιστάσεις που μπορούν να προβάλουν μεμονωμένα κράτη ή πολλές φορές και συντονισμένες οι κεντρικές τράπεζες, αποτελεί την παρέμβαση της αγοράς στις οικονομίες, η οποία ορισμένες φορές είναι τόσο ισχυρή ώστε να καθορίζει την οικονομική πολιτική που ακολουθεί μια κυβέρνηση ή ακόμη και να ανατρέπει την ίδια την κυβέρνηση.


Αφορμή για την εκδήλωση αυτών των πιέσεων είναι συνήθως η αδυναμία μιας κυβέρνησης να εφαρμόσει την πολιτική που η αγορά θεωρεί ορθή, παραδείγματος χάρη στην περίπτωση της Ρωσίας ή της Αγγλίας το 1994. Υπάρχουν και άλλες αφορμές, κυρίως πολιτικές, όπως στην περίπτωση ενσωμάτωσης του Χονγκ Κονγκ από την Κίνα. Τα αίτια σχετίζονται πάντοτε με τις μελλοντικές αποδόσεις που προεξοφλεί η διεθνής αγορά στις επιμέρους οικονομίες. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η κρίση των οικονομιών της Ασίας, και κυρίως της ιαπωνικής, όπου οι διεθνείς αναλυτές θεωρούν ότι η κρίση είναι διαρθρωτική και οι επιπτώσεις της μακροχρόνιες. Αυτή η προοπτική έχει δημιουργήσει κύμα φυγής των διεθνών επενδυτών από το γεν και το ιαπωνικό χρηματιστήριο, έως ότου θεωρήσουν ότι οι τιμές και το νόμισμα έχουν υποχωρήσει αρκετά και αρχίσουν πάλι να επενδύουν στην περιοχή, οπότε θα έχουμε αναστροφή της τάσης.


Παρά το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις οι κινήσεις των κεφαλαίων λειτουργούν διορθωτικά για τις οικονομίες, περιορίζοντας την υπερτίμηση ή την ανατίμηση των χρηματιστηρίων και των νομισμάτων, κατά κανόνα δημιουργούν έλλειμμα δημοκρατίας, για τον απλούστατο λόγο ότι αφαιρούν εξουσία από τις κυβερνήσεις και κατά συνέπεια από τους εκλογείς.