Hταν τέτοιες ημέρες του Ιουλίου του 1979 όταν το κίνημα των Σαντινίστας στη Νικαράγουα με επικεφαλής τον Ντανιέλ Ορτέγκα έμπαινε νικηφόρα στην πρωτεύουσα Μανάγκουα προκειμένου να τερματίσει σαράντα δύο χρόνια δικτατορικής διακυβέρνησης. Από εκείνη την εξέγερση –κατάληξη ενός μακρόχρονου αγώνα με χιλιάδες νεκρούς και εκπατρισμένους –η φτωχή λατινοαμερικανική χώρα πέρασε περιόδους ταραχών και αβεβαιότητας. Σήμερα, ο αριστερός επαναστάτης που με τους συντρόφους του ανέτρεψαν τον δικτάτορα Αναστάζιο Σομόζα έχει πάρει επάξια τη θέση του, χάνοντας οριστικά το αφήγημα του μαρξιστή αντάρτη που στέκεται στο πλευρό του φτωχού λαού του.
Εχοντας αποκηρύξει τις αρχές του, ο Ορτέγκα που βρίσκεται από το 2007 αδιαλείπτως στην εξουσία, έχει ταυτιστεί απόλυτα με το «τέρας» του απολυταρχισμού, χειραγωγώντας τους θεσμούς, συγκεντρώνοντας τον πλούτο της χώρας, μετατρέποντας την κυβέρνηση σε οικογενειακή υπόθεση και προσφάτως, πνίγοντας στο αίμα τις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις.
Από τα μέσα του περασμένου Απριλίου, οπότε και ξέσπασε η κρίση, περισσότεροι από 350 άνθρωποι –στην πλειονότητά τους πολίτες –έχουν χάσει τη ζωή τους στη διάρκεια της πιο βίαιης κρατικής καταστολής εδώ και χρόνια και η χώρα επιστρέφει στο σκοτεινό της παρελθόν που πολλοί πίστευαν ότι έχει αφήσει οριστικά πίσω της.
Καταλύτης στη γενίκευση της λαϊκής οργής στάθηκε το πακέτο μεταρρυθμίσεων του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Το περιώνυμο «paquetazo de reformas» που πέρασε εν μια νυκτί με προεδρικό διάταγμα ο Ορτέγκα, προέβλεπε μεταξύ άλλων μειώσεις στις συντάξεις κατά 5%, αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης και αύξηση στις εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών.
Στις πρώτες ημέρες των διαδηλώσεων πρωτοστάτησαν συνταξιούχοι, όμως πολύ γρήγορα ακολούθησαν οι φοιτητές με ξεχωριστές διαμαρτυρίες που ξεκίνησαν στα πανεπιστήμια και επεκτάθηκαν στους δρόμους. Σύντομα, ένα τεράστιο κύμα φοιτητών ξαφνικά άρχισε να σηκώνεται και οι μικρές αρχικά ομάδες αυξήθηκαν σε εκατοντάδες και έπειτα χιλιάδες. Σύντομα οι διαμαρτυρίες μεταδόθηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το κύμα έγινε τσουνάμι που παρέσυρε με σφοδρότητα ολόκληρη τη χώρα.
Κτίρια λεηλατήθηκαν, δημόσιες υπηρεσίες πυρπολήθηκαν και οι συγκρούσεις στους δρόμους θύμιζαν ένα πραγματικό πεδίο μάχης. Η Νικαράγουα επέστρεψε στη δεκαετία του ’70 και την εποχή όπου ο λαός ξεσηκώθηκε ενάντια στον δικτάτορα Σομόζα… με αίτημα και πάλι τον εκδημοκρατισμό, την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, κυρίως την παραίτηση του Ορτέγκα και της συζύγου του και αντιπροέδρου Ροζάριο Μουρίγιο.

«Δεν είναι η πρώτη φορά που πρέπει να ρίξουμε έναν δικτάτορα» αναφέρει ο Φερνάντο Σάντσεθ, ηγετική φυσιογνωμία των φοιτητικών κινημάτων, που ισχυρίζονται ότι δεν τους τρομάζει το κλίμα τρόμου που καλλιεργεί το καθεστώς. Δεν τους τρομάζει το άγριο ξύλο των δυνάμεων καταστολής, ούτε οι δεκάδες συλλήψεις των αντιφρονούντων, ούτε καν οι απειλές που δέχονται από το καθεστώς ότι θα χάσουν τη δουλειά τους, ακόμη και τη ζωή τους. Ο «Αsesino» –δολοφόνος δηλαδή στα ελληνικά –ισχυρίζονται ότι αργά ή γρήγορα θα πέσει.

Ολοταχώς στα χνάρια του Μαδούρο

Σήμερα η Νικαράγουα έχει όλα τα σημάδια ενός αποτυχημένου κράτους και στη «μέση αυτού του τυφώνα βρίσκεται ένας πρώην επαναστάτης που ενεργεί περισσότερο ως βαρόνος καρτέλ παρά ως πρόεδρος» αναφέρει χαρακτηριστικά το Atlantico, ενώ όλα τα διεθνή Μέσα κάνουν εύλογα παραλληλισμούς με το παράδειγμα της Βενεζουέλας.

Στο συγκλονιστικό σκίτσο του τελευταίου τεύχους του «Economist» ο Ντανιέλ Ορτέγκα απολαμβάνει το μπάνιο του μέσα σε ένα λουτρό αίματος, ενώ η σκιά του στον τοίχο έχει ταυτιστεί με τη φιγούρα του Νικολάς Μαδούρο, σε μια έμμεση αλλά σαφή αναφορά ότι βαδίζει ολοταχώς στα χνάρια του.

Οπως ο Μαδούρο έτσι και ο Ορτέγκα έχει γαντζωθεί στην εξουσία. Το 2014 άλλαξε το Σύνταγμα για να μπορεί να διεκδικήσει πάνω από δύο συνεχόμενες θητείες, σχεδιάζει να παραδώσει το δαχτυλίδι της διαδοχής στη σύζυγό του Μουρίγιο και παράλληλα περιορίζει την ελευθερία της έκφρασης, καταστέλλει τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, κυνηγά κάθε αντιπολιτευόμενη φωνή.

Πλην όμως το καθεστώς του έχει ξεπεράσει σε βιαιότητα εκείνο του πολιτικού του βενεζουελάνου συμμάχου. Οπως καταγγέλλουν ανεξάρτητες οργανώσεις, η κυβέρνηση χρησιμοποιεί για να καταπνίξει το κύμα της λαϊκής διαμαρτυρίας αστυνομικούς, ελεύθερους σκοπευτές, παραστρατιωτικούς, ακόμη και χημικά όπλα, παραβιάζει βάναυσα ανθρώπινα δικαιώματα, προχωρεί σε εξωδικαστικές εκτελέσεις.

Σε αντίθεση με τη Βενεζουέλα, η Νικαράγουα δεν έχει πετρέλαιο και η οικονομία της είναι πιο ευάλωτη – αναμένεται να συρρικνωθεί εφέτος κατά 6%, καθώς η χώρα βουλιάζει στο χάος. Ο τουρισμός έχει πληγεί ανεπανόρθωτα, εστιατόρια και καταστήματα έχουν βάλει λουκέτο, ενώ τεράστιο πλήγμα έχει υποστεί το εμπόριο, την ώρα που οι διαδηλωτές βρίσκονται ακόμη στους δρόμους, έχοντας κλείσει βασικούς κεντρικούς άξονες σε όλη τη Νικαράγουα αλλά και οδικές αρτηρίες που οδηγούν στις γειτονικές χώρες.

Αντιπολίτευση: Ο χρόνος μετράει αντίστροφα

Πριν από λίγες ημέρες επιχειρήθηκε μια διαδικασία ειρηνευτικού διαλόγου ανάμεσα στους φοιτητές, στην αντιπολίτευση, στον ιδιωτικό τομέα και στην κυβέρνηση με τη μεσολάβηση της Καθολικής Εκκλησίας, κυρίως – λένε επικριτές του Ορτέγκα – για τα μάτια της διεθνούς κοινότητας και για να κερδίσει ο πρόεδρος χρόνο. Ωστόσο οι συνομιλίες κατέρρευσαν, ο Ορτέγκα απέτυχε να διαπραγματευτεί, ενώ η αντιπολίτευση που ήταν αδιάλλακτη ως προς την παραίτηση του 72χρονου ηγέτη εγκατέλειψε οριστικά το τραπέζι των συνομιλιών.

Πλέον, ο χρόνος φαίνεται να μετράει αντίστροφα για τον Ντανιέλ Ορτέγκα, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δεν πρόκειται να εγκαταλείψει σύντομα την εξουσία. Και τούτο διότι η λαϊκή οργή κερδίζει έδαφος στους βασικούς πυλώνες που στηρίζουν το αυταρχικό του καθεστώς: τους δημοσίους υπαλλήλους, τον κλήρο, τους εκπαιδευτικούς, τους επιχειρηματίες και τον στρατό, ο οποίος – αξίζει να σημειωθεί – έχει κρατήσει μέχρι σήμερα ουδέτερη στάση.

«Η Νικαράγουα περνά μια διαδικασία βίαιης μεταμόρφωσης και μια νέα χώρα αναδύεται από το ξεραμένο κουκούλι της δικτατορίας των Σαντινίστας» γράφει στις ανταποκρίσεις του από τη Μανάγκουα ο αμερικανός δημοσιογράφος που ζει τα τελευταία δώδεκα χρόνια στη χώρα Τιμ Ρότζερς. «Η διαδικασία έχει ξεκινήσει. Προς τα πού πάει κανείς δεν ξέρει. Αλλά φαίνεται ότι οδεύει προς τα εκεί τάχιστα» αναφέρει, λέγοντας ότι πρόκειται ουσιαστικά για έναν δρόμο χωρίς επιστροφή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ