«Εσείς είστε η Τουρκία. Να σκέφτεστε μεγαλόπνοα». Η φράση συνοδεύει χρόνια τώρα τα πορτρέτα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που δεσπόζουν από τα βάθη της Ανατολίας ως τις ακτές του Βοσπόρου στην Πόλη. Ακριβώς όπως η φράση «Οχι πια Τουρκία, αλλά μεγάλη Τουρκία» συνόδευε τα αντίστοιχα του Κεμάλ Ατατούρκ έναν αιώνα πριν.
Ο τούρκος πρόεδρος, το μεγαλύτερο πολιτικό φαινόμενο μετά τον θάνατο του ιδρυτή του σύγχρονου τουρκικού κράτους, ελπίζει όχι μόνο να γίνει ο νέος «πατέρας» (Ata) των Τούρκων (Τürk) αλλά και να τον ξεπεράσει, μεταμορφώνοντας τη λαϊκή δημοκρατία του Κεμάλ σε μια «προηγμένου τύπου» –κατά την ορολογία του υπερσυντηρητικού κόμματός του ΑΚΡ –δημοκρατία.
Το αποτέλεσμα της 24ης Ιουνίου τού δίνει πλήρη νομιμοποίηση να το επιτύχει, πλην όμως κάθε άλλο παρά αισιοδοξία μπορεί να γεννά για τη γείτονα, η οποία έχει διολισθήσει στον απόλυτο αυταρχισμό και έχει μετατραπεί, όπως χαρακτηρίζει ο αρθρογράφος της αντιπολιτευόμενης «Τζουμχουριέτ» Ασλί Αϊντιντασμπάς, σε ένα «Ερντογανιστάν». Ενα σκληρό πρωσοποπαγές καθεστώς δηλαδή, χωρίς θεσμικά αντίβαρα και δικλίδες ασφαλείας ελέγχου του προέδρου.

Προτεραιότητες και φόβοι

Παραμονή της μεγαλειώδους τελετής ορκωμοσίας του, η οποία τελέστηκε στα αραβικά με μουφτή και θρησκευτική προσευχή, κάτι πρωτοφανές συνέβη για τα δεδομένα του σύγχρονου τουρκικού κράτους· ο Ερντογάν προανήγγειλε νέο γύρο εκκαθαρίσεων, τον τελευταίο στο πλαίσιο κατάστασης εκτάκτου ανάγκης: 18.632 συλλήψεις δημοσίων υπαλλήλων, κλείσιμο πάνω από δέκα τουρκικών ενώσεων, σφράγισμα τριών αντιπολιτευόμενων εφημερίδων και ενός τηλεοπτικού δικτύου, με στόχο να συνεχίσει απερίσπαστος από δυνητικούς εχθρούς την άσκηση της απόλυτης εξουσίας του.
Τρεις είναι οι πυλώνες πάνω στους οποίους ο Ερντογάν θα ρίξει το βάρος τους επόμενους μήνες: οικονομία, εξωτερική πολιτική και άμυνα. Και για τους τρεις εκφράζονται φόβοι αναφορικά με τις επιλογές που θα προτάξει, αρχίζοντας από το πώς θα αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση για να σταθεροποιήσει τη χώρα. Τα πρώτα δείγματα γραφής δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας, καθώς ο Ερντογάν έχει ήδη ξεκινήσει τη μετωπική σύγκρουση με τις αγορές.
Η απροσδόκητη τοποθέτηση του γαμπρού του Μπεράτ Αλμπαϊράκ στο υπουργείο Οικονομικών, στη θέση του Μεχμέτ Σιμτσέκ, ο οποίος ήταν ένας από τους πιο διακεκριμένους πολιτικούς της ορθολογικής οικονομικής προσέγγισης, ήταν αρκετή για να εντείνει τις ανησυχίες.
Μολονότι ο 40χρονος διαθέτει τα διαπιστευτήρια που επιθυμούν οι αγορές, με τίτλους στα χρηματοικονομικά και καριέρα σε μεγάλες επιχειρήσεις, δεν παύει να είναι συγγενής του Ερντογάν, άρα ένα απολύτως ελεγχόμενο και αφοσιωμένο σε αυτόν πρόσωπο, πάντα πρόθυμο να ακολουθεί πιστά τις επιταγές του.

«Ο Ερντογάν παίζει με τη φωτιά βάζοντας τον γαμπρό του υπεύθυνο για το υπουργείο Οικονομικών» υποστηρίζει ο Τσαρλς Ρόμπερτσον στους «Financial Times», αναφέροντας ότι κόντρα σε κάθε λογική ο πανίσχυρος πρόεδρος θα ασκήσει μεγαλύτερη επιρροή στη νομισματική πολιτική, κυρίως με την επισφαλή επιλογή μείωσης των υψηλών επιτοκίων η οποία ρίχνει την αξία του τουρκικού νομίσματος.
Ετσι, το σενάριο που είχε εμφανιστεί πριν από μερικούς μήνες, όταν η λίρα υποχωρούσε απότομα σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα έναντι του δολαρίου και ενώ η κεντρική τράπεζα της χώρας δεν εφάρμοζε την κατάλληλη πολιτική για να στηρίξει το νόμισμα, επαναλαμβάνεται πάλι σήμερα. Αμέσως μετά την ανακοίνωση της κυβερνητικής σύνθεσης, το τουρκικό νόμισμα ξεπερνούσε το επίπεδο των 4,8 λιρών ανά δολάριο και το Χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης υποχωρούσε κατά 10%.

Τα… γεράκια και το Κουρδικό

Στο υπουργείο Εξωτερικών, που επηρεάζει άμεσα τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ο Ερντογάν επέλεξε μια δοκιμασμένη συνταγή. Ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ο οποίος έχει επανειλημμένως τοποθετηθεί προκλητικά έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου, παραμένει στο πόστο του.
Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι το κύριο χαρακτηριστικό της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, πολύ δε περισσότερο όσο συνεχίζεται η αντιδημοκρατική εκτροπή στο εσωτερικό, θα είναι η συνέχιση της ίδιας ακριβώς επιθετικής ρητορικής, η οποία θα ενισχύεται ακόμη περισσότερο από τον ήσσονα ακροδεξιό εταίρο του Ερντογάν, Ντεβλέτ Μπαχτσελί.
Αναλυτές αναφέρουν ότι ακριβώς αυτή η όχι και τόσο, τελικά, ευκαιριακή λυκοσυμμαχία του Ερντογάν με το εθνικιστικό MHP θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη σκλήρυνση της πολιτικής του σε σχέση με την Ελλάδα, την ΕΕ, τις ΗΠΑ, τη Συρία, αλλά και το άλλο μεγάλο ακανθώδες μέτωπο του Κουρδικού.
Δεν είναι τυχαίο ότι μεταξύ εκείνων που έμειναν στις παλιές τους θέσεις είναι και ο υπουργός Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού. Στο εν λόγω πόστο βρίσκεται από τον Αύγουστο του 2016, εποπτεύοντας τις επιχειρήσεις που διεξάγουν οι στρατιωτικές τουρκικές δυνάμεις εναντίον του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK) στη Νοτιοανατολική Τουρκία.
Είναι σφοδρός πολέμιος του Φιλοκουρδικού Λαϊκού Κόμματος, τα μέλη του οποίου θεωρεί ότι έχουν άμεση σχέση με το ΡΚΚ, και δεν αναμένεται να αλλάξει την ήδη σκληρή στάση μηδενικής ανοχής έναντι των Κούρδων, οι οποίοι, παρά τις πλείστες και άγριες διώξεις, κατάφεραν να σπάσουν το φράγμα ορίου για είσοδο στο τουρκικό Κοινοβούλιο.

«Σουλτάνος» σε μια διχασμένη χώρα

Υπό το νέο σύστημα καταργείται το πρωθυπουργικό αξίωμα και εφεξής ο πρόεδρος θα διορίζει υπουργούς, δικαστές, αντιπροέδρους και ανώτατους αξιωματούχους της δημόσιας διοίκησης και επιπλέον θα καταρτίζει τον προϋπολογισμό. Η κυβέρνηση δεν θα χρειάζεται ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, η οποία θα ανανεώνεται ανά πενταετία και όχι κάθε τέσσερα χρόνια, όπως ίσχυε σήμερα, ενώ ο ίδιος θα μπορεί να εκδίδει εκτελεστικά διατάγματα με ισχύ νόμου.

Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι ενώ εγκαινιάζεται αυτή η «τούρμπο» προεδρία, ο Ερντογάν θα πρέπει να διαβουλεύεται με τον εταίρο του Μπαχτσελί, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, καθώς στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν ταυτόχρονα με τις προεδρικές το κόμμα του Ερντογάν δεν εξασφάλισε αυτοδύναμη πλειοψηφία.
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η Τουρκία είναι διαιρεμένη στα δύο: από τη μια βρίσκονται οι υπερασπιστές του υφιστάμενου status quo που βλέπουν τον Ερντογάν ως την απόλυτη αντανάκλαση των ιστορικών τους ονείρων και από την άλλη μια ποικιλόμορφη ανομοιογενής ομάδα που περιλαμβάνει τους κοσμικούς Τούρκους, τους Κούρδους, τους Αλεβίτες, την επιχειρηματική ελίτ, την Αριστερά και ένα μεγάλο κομμάτι της μεσαίας τάξης, η οποία επιθυμεί την επιστροφή της χώρας σε μια πραγματική και όχι κατ’ επίφαση δημοκρατία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ