Φαγωµάρες, εσωτερικές έριδες και διαχωριστική διάθεση γίνονται µεµιάς παρελθόν µόλις τούτη η µοναδική φάρα, η ελληνική, ο λαός µας – που µέσα στα πολλά που τον δοκιµάζουν φτιάχνει περισσότερα να τον διακρίνουν – αισθανθεί κίνδυνο: µονιάζει, ενώνεται και χτίζει κοινό όραµα και κοινό σκοπό. Στις απαρχές του 21ου αιώνα, όλο το πιο πάνω εθνικό µέτωπο εκφράζεται και µε τη δέουσα εφαρµογή του στην κατανάλωση των αλκοολούχων αποσταγµάτων: επαγγελµατίες και καταναλωτές δείχνουµε όλοι µια στροφή στα ελληνικά προϊόντα.
Το τσίπουρο, άλλωστε, προτού περάσει στη νεόκοπη φάση του mix ‘n’ match στα µπαρ, πέρασε ένα ενδιάµεσο στάδιο κατά το οποίο εγκατέλειψε τη χωρική και ρουστίκ καταγωγή του και µπήκε στην ποιοτική απόσταξη, στο φιλόδοξο µάρκετινγκ και στα εξαιρετικά αποστάγµατα που το χαρακτήρισαν ως την ελληνική βερσιόν γκράπας.
Εδώ που τα λέµε, δεν απέχουν και πολύ – µε εξαίρεση την παρουσία γλυκάνισου σε κάποιους τύπους τσίπουρου: τόσο η Ιταλίδα όσο και το ελληνικό απόσταγµα είχαν ταπεινές καταβολές που τις υπερκέρασαν, είχαν χύµα παραγωγή που την άφησαν στο πλάι µέσα από πολύ καλές εµφιαλώσεις, έχουν ως πρώτη ύλη τα στέµφυλα και στη µετέπειτα πορεία τους το ολόκαρπο σταφύλι ή και την απόσταξη µιας και µόνο ποικιλίας.
Βέβαια, το τσίπουρο δεν χρειάστηκε ποτέ παροµοιώσεις µε την ιταλίδα οµόλογό του για να κερδίσει το αδιαµφισβήτητο κύρος που έχει σήµερα. Σε αυτό δρέπουν δάφνες µια σειρά παραγωγών οι οποίοι φρόντισαν για την ποιοτική πρώτη ύλη, για τη σωστή µεταφορά και συντήρησή τους και φυσικά για αυτή καθαυτή τη διαδικασία της απόσταξης, που σε πολλά µέρη της Ελλάδας αµέσως µετά την περίοδο του τρύγου µετατρέπεται σε κανονικό φεστιβάλ. Κάποιοι πέρασαν από το καλό ετικετάρισµα και το όµορφο φινετσάτο µπουκάλι και κέρδισαν ακόµη και το στοίχηµα µε την παλαίωση.
Ο νέος τόµος, όµως, που προστίθεται στα άπαντα του τσίπουρου, είναι πως έφυγε από τη σχέση του µε τον µεζέ – παράδοση ολόκληρη και µια ολόκληρη αγορά εµπορική και γαστρονοµική ο θεσµός «τσιπουράδικα» – και πέρασε σε µια άλλη σχέση που ζει τον έρωτα της πρώτης νιότης: εκείνης µε το σέικερ, την µπάρα και τα κοκτέιλ. Το νέο concept είναι ωφέλιµο και θεµιτό για τη στήριξη της εντοπιότητας και της εθνικής µας οικονοµίας, ενώ παράλληλα αφορά τη νέα γενιά µπάρµεν που έχει δείξει πως, αν έχεις ταλέντο, µια φρέσκια καλή ιδέα και ένα πρώτης ποιότητας απόσταγµα, τα ρίχνεις όλα στο σέικερ και σερβίρεις αναµφισβήτητη επιτυχία µε διεθνές potential.

Gingergik
• 50 ml τσίπουρο • ½ λεµόνι
• 1 φέτα λάιµ (µοσχολέµονο)
• 2 εκ. ρίζα τζίντζερ • 10 ml σιρόπι
Μέθοδος: muddle. Ποτήρι: collins.
Ρίχνουµε το λεµόνι και το τζίντζερ και τα λιώνουµε µε το muddler, γεµίζουµε µε τριµµένο πάγο, τσίπουρο και το σιρόπι. Γαρνίρουµε µε τη φέτα λάιµ. Το κοκτέιλ έγινε µε τη βοήθεια ενός θαµώνα στο Pere Ubu, o οποίος ήθελε ένα ποτό µε ελληνικό απόσταγµα και φτιάχτηκε µε τη συνδροµή του φίλου µπάρµαν Αλεχάντρο.