Ξεκινάει σαν μια οποιαδήποτε σκέψη, γυρίζει για λίγο στο μυαλό σου – πρέπει να υπάρχει κάτι καλύτερο από αυτό – και μετά φεύγει. Ξυπνάς το πρωί, μπαίνεις στο αυτοκίνητο, πηγαίνεις στη δουλειά, γυρνάς το βράδυ σπίτι, βλέπεις τις ειδήσεις, βγαίνεις, παραγγέλνεις μια μπίρα, μιλάς με τους φίλους σου, περνάνε μερικοί μήνες και η σκέψη επανέρχεται όλο και περισσότερες φορές, όλο και πιο συχνά. Τώρα έχει γίνει πια «πρέπει να υπάρχει κάτι καλύτερο, πρέπει να φύγω από εδώ». Ο μισθός σου μειώνεται, τα πράγματα γίνονται πιο ακριβά, οι ειδήσεις στην τηλεόραση γίνονται το προσωπικό σου δελτίο καιρού, οι φίλοι σου απολύονται, οι συζητήσεις για την κρίση, οι αγανακτισμένοι, μετράς τα λεφτά, υπολογίζεις τις τιμές, ο θυμός, η απελπισία, η απόλυση, η αναγκαστική παραίτηση, και η σκέψη γίνεται πια πιεστική «πρέπει να φύγω από εδώ, δεν πάει άλλο».

Ο πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας στη Μελβούρνη λέγεται Βασίλης Παπαστεργιάδης, είναι συνέταιρος σε ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο και είναι Ελληνας δεύτερης γενιάς. Τους τελευταίους μήνες ακούει αυτές τις σκέψεις όλο και περισσότερο. «Εχουμε περίπου έναν χρόνο που λαμβάνουμε επιστολές και τηλεφωνήματα. Είναι συγκλονιστικό για εμάς αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα. Μας ζητούν βοήθεια για δουλειά. Οι περισσότεροι έχουν σπουδάσει και φοβούνται για το μέλλον, το δικό τους και των παιδιών τους. Τις προάλλες έλαβα μια μεγάλη επιστολή από καθηγητή πανεπιστημίου στην Αθήνα που θέλει να μεταναστεύσει οικογενειακώς. Ενας εργάτης σε οικοδομές με πήρε τηλέφωνο. Μου έλεγε: “Εχω δύο-τρεις μήνες να δουλέψω, οι τράπεζες θα πάρουν το σπίτι μου, βρείτε μου μια δουλειά. Θα πεθάνω εδώ, μη με αφήσετε να πεθάνω εδώ”. Νιώθεις ότι κάτι πρέπει να κάνεις, ότι είναι καθήκον σου».

ταν ξέσπασε η κρίση, οι Ελληνες άρχισαν και πάλι να σκέφτονται την Αυστραλία, περίπου 40 χρόνια μετά το 1975, όταν σταμάτησε το μεταναστευτικό ρεύμα που είχε ξεκινήσει με την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας του 1952. Μέχρι τα μέσα των 70s περίπου 160.000 Ελληνες είχαν μεταναστεύσει εκεί, η χώρα μετά τον πόλεμο είχε ανάγκη από πληθυσμό και έργα υποδομής. Οι περισσότεροι από τους Ελληνες μετανάστες εγκαταστάθηκαν στη Μελβούρνη, την πρωτεύουσα της Πολιτείας της Βικτώριας, στο νοτιοανατολικό άκρο της χώρας. Περίπου 220.000 ομογενείς κατοικούν σήμερα εκεί και αυτό που συνήθως λέγεται είναι ότι πρόκειται για την τρίτη μεγαλύτερη ελληνική πόλη στον κόσμο.

Τον Σεπτέμβριο δύο ειδήσεις που δημοσιεύτηκαν στον Τύπο για τη Μελβούρνη την τοποθέτησαν πρώτη στις προτιμήσεις των υποψήφιων μεταναστών. Ο «Economist» την ανακήρυξε καλύτερη πόλη για να ζεις, ενώ λίγες ημέρες αργότερα κάποιες εφημερίδες έγραψαν ότι η Αυστραλία ανοίγει τις πύλες της στους Ελληνες. Το δεύτερο είναι ανακριβές: «Αυτό είναι παραπληροφόρηση» λέει η Τζένη Μπλούμφιλντ, η καινούργια πρέσβης της Αυστραλίας στην Ελλάδα – η οποία είναι και αυτή μετανάστρια πρώτης γενιάς, έχει γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, αλλά έχει μεγαλώσει και σπουδάσει στη Μελβούρνη. «Δεν υπάρχουν ειδικές ρυθμίσεις για καμία χώρα ούτε για την Ελλάδα. Δεν έχει αλλάξει κάτι στο σύστημα της Αυστραλίας. Είμαστε μια χώρα μετανάστευσης, κάθε χρόνο συνεχίζουμε να παίρνουμε δεκάδες χιλιάδες επαγγελματίες. Φέτος θα πάρουμε 185.000 και οι περισσότεροι είναι εξειδικευμένοι επαγγελματίες».

Κάθε χρόνο το υπουργείο Μετανάστευσης πραγματοποιεί προγράμματα ενημέρωσης για την προσέλκυση μεταναστών με τα προσόντα που είναι σε ζήτηση στην Αυστραλία. Αυτό που αλλάζει είναι ότι φέτος μια τέτοια έκθεση θα γίνει στις 8 και 9 Οκτωβρίου σε χώρο που δεν προανακοινώνεται δημοσίως, επειδή δεν είναι ανοιχτή για όλους. Οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να κάνουν αίτηση online με τα προσόντα τους για να πάρουν πρόσκληση: Μέσα σε δέκα ημέρες από τη λειτουργία του σχετικού site είχαν φτάσει τις 6.500. Αυτό που ελπίζουν οι περισσότεροι είναι να μπορέσουν να εξασφαλίσουν μια συμφωνία με κάποιον από τους εργοδότες που θα είναι εκεί. Πάντως, εδώ και πολλά χρόνια, οι Ελληνες που έφευγαν δεν ξεπερνούσαν τους 100 τον χρόνο και από αυτούς οι περισσότεροι πήγαιναν στις οικογένειές τους.

Η ενημερωτική έκθεση είναι αποτέλεσμα της αίσθησης καθήκοντος για την οποία έκανε λόγο ο κ. Παπαστεργιάδης. Ηταν πρωτοβουλία της ελληνικής κοινότητας στη Μελβούρνη η συνάντηση με τον Κρις Μπόουεν, τον αυστραλό υπουργό Μετανάστευσης, και αυτό ήταν το πρώτο της αποτέλεσμα. «Ζητήσαμε επίσης να εξετάζονται οι αιτήσεις μετανάστευσης στην Αθήνα και όχι στο Βερολίνο, όπως γίνεται τώρα, για να είναι πιο γρήγορη η διαδικασία, και επίσης να μπει και η Ελλάδα στις χώρες που δικαιούνται τη “working holiday visa” – να μπορείς να δουλεύεις, δηλαδή, με τουριστική βίζα αν είσαι κάτω των 30 ετών, όπως γίνεται για άλλες 20 ευρωπαϊκές χώρες. Πήραμε διαβεβαιώσεις και για τα δύο και μας είπαν ότι είναι στο χέρι της Ελλάδας πλέον να υπογραφεί μια διακρατική συμφωνία» λέει ο κ. Παπαστεργιάδης.

Η διαδικασία της μετανάστευσης ξεκινάει με ένα αεροπορικό ταξίδι που κοστίζει τουλάχιστον 1.000 ευρώ και διαρκεί κατά μέσο όρο 30 ώρες, ανάλογα με τους ενδιάμεσους σταθμούς. Οι περισσότεροι υποψήφιοι μετανάστες προτιμούν τις Emirates, Etihad και Qatar και ένα βασικό κριτήριο είναι το όριο βάρους των αποσκευών κάθε εταιρείας – 30 κιλά δωρεάν είναι ιδανικά. Προτού μπεις χρειάζεσαι μια βίζα και είναι αρκετοί αυτοί που πηγαίνουν στη χώρα με μια τουριστική που κρατάει μόνο για τρεις μήνες, είτε απλώς για να ψαχτούν είτε για να κάνουν μερικά παράνομα μεροκάματα με την ελπίδα να βρουν κάτι μόνιμο. Ο ασφαλέστερος δρόμος είναι οι βίζες εργασίας και αναλυτικές πληροφορίες για αυτές θα βρείτε στο site του υπουργείου Μετανάστευσης (www.immi.gov.au/skilled/_pdf/overseas-skilled-options.pdf). Προφανώς πρέπει να κάνετε ένα επάγγελμα που να είναι σε ζήτηση στην Αυστραλία. Η σχετική λίστα βρίσκεται online (www.immi.gov. au/skilled/_pdf/sol-schedule1.pdf): Γενικά, αν είστε μηχανικός οποιασδήποτε ειδικότητας, γιατρός, νοσηλευτής ή τεχνίτης που μπορεί να απασχοληθεί σε κατασκευές, τότε έχετε κάνει το πρώτο βήμα.

Οι επιλογές για βίζες είναι πολλές. Για παράδειγμα, αν έχετε ήδη ένα συμβόλαιο, ο εργοδότης σας μπορεί να σας σπονσοράρει, αλλά η πιο συνηθισμένη περίπτωση είναι να ανήκετε στην κατηγορία General Skilled Migration και η χορήγηση μιας τέτοιας βίζας να εξαρτάται από τους πόντους που θα συγκεντρώσετε σε συγκεκριμένα κριτήρια (www.immi.gov.au/skilled/general-skilled-migration/pdf/points-test. pdf). Γενικά, θα πρέπει να είστε κάτω των 50 ετών, να ξέρετε πολύ καλά αγγλικά (ένα «επτά» στο τεστ IELTS θα σας δώσει ας πούμε 10 πόντους), να αποστείλετε ό,τι πτυχίο έχετε στην αρμόδια αυστραλιανή αρχή ανάλογα με την ειδικότητα και να μπορείτε να αποδείξετε ότι τα τελευταία δύο χρόνια είχατε έναν χρόνο μόνιμης απασχόλησης στο αντικείμενό σας. Εξτρα πόντους μπορείτε να πάρετε αν σας σπονσοράρει μια Πολιτεία της Αυστραλίας που έχει δηλώσει ότι ψάχνει μια συγκεκριμένη ειδικότητα. Η βάση για τη βίζα είναι το 65 και για την αίτηση θα πληρώσετε 2.200 ευρώ. Η γραφειοκρατία δεν είναι αμελητέα – μεταφράζετε και επικυρώνετε αρκετά χαρτιά, περιμένετε για αναγνωρίσεις πτυχίων και η συνολική διάρκεια αναμονής εξαρτάται από το είδος της βίζας που ζητάτε. Για την περίπτωση της Skilled Migrant Independent, πάντως, παίρνει ως και 12 μήνες.

Τον τελευταίο χρόνο είναι καλύτερα να ζεις στο Σαν Χουάν του Πουέρτο Ρίκο ή στο Μοντεβίδεο της Ουρουγουάης παρά στην Αθήνα. Σύμφωνα με την έκθεση του «Economist», στην οποία η καλύτερη πόλη για να ζεις είναι η Μελβούρνη, με βαθμολογία 98/100, η Αθήνα είναι η μόνη δυτική πρωτεύουσα που δεν συγκεντρώνει ούτε καν το 80% και για αυτό ευθύνονται τα μέτρα λιτότητας και οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας. Τα κριτήρια βαθμολογίας είναι 30 και μοιράζονται σε πέντε κατηγορίες: σταθερότητα, περίθαλψη, Παιδεία, υποδομές, πολιτισμός και περιβάλλον. Ολοι οι Ελληνες της Αυστραλίας με τους οποίους μιλήσαμε επιβεβαίωσαν ότι έχουν και αυτοί την ίδια αίσθηση στην καθημερινή τους ζωή εκεί: Η ανεργία είναι αμελητέα – ήταν είδηση όταν πήγε από 5,1% στο 5,3%. Η αυστηρή διαδικασία για τις βίζες έχει στόχο να την κρατήσει εκεί και στις τοπικές εφημερίδες διαβάζει κανείς για την ανάπτυξη που περιμένουν για τη χώρα στα επόμενα 20 χρόνια.

ια να διασχίσεις τη Μελβούρνη απ’ άκρη σ’ άκρη θα διανύσεις 85 χλμ. «Οι αποστάσεις είναι τεράστιες» λέει η Μικέλα Ράμπια, η οποία ζει εδώ και δύο χρόνια στην Αυστραλία. «Για να πάω στη δουλειά μου χρειάζομαι μία ώρα – και αυτό δεν θεωρείται πολύ. Οι εργαζόμενοι χρησιμοποιούν σε ίδιο ποσοστό αυτοκίνητο και μέσα μεταφοράς». Οι δημόσιες μεταφορές συνδυάζουν μετρό, τρένα, λεωφορεία και το μεγαλύτερο δίκτυο τραμ στον κόσμο, ενώ οι εργαζόμενοι που μετακινούνται με όλα αυτά πληρώνουν 77 ευρώ για μια μηνιαία κάρτα. Οι κάτοικοι δουλεύουν κυρίως στο κέντρο, που διαθέτει έξι από τα ψηλότερα κτίρια της Αυστραλίας και ζουν στα προάστια με τις μονοκατοικίες και το μισό στρέμμα κήπο. Η αστική δομή αντανακλά αυτό που έχει ονομαστεί «Australian Dream», το δικαίωμα δηλαδή των πολιτών στην ιδιοκτησία και στην πεποίθηση ότι το σπίτι σημαίνει καλύτερη ζωή, ασφάλεια και ευημερία. «Τώρα τελευταία όλο και περισσότερες επιχειρήσεις λειτουργούν στα προάστια και το κέντρο έχει αρχίσει να κατοικείται επειδή είναι πια τόσο όμορφο» λέει ο Αλέκος Μάρκελος, ανταποκριτής της ΕΡΤ και μόνιμος κάτοικος της Αυστραλίας εδώ και περίπου έναν χρόνο. Ο ίδιος μένει στο Οκλι, ένα προάστιο στο οποίο μένουν παραδοσιακά Ελληνες όπου, όπως λέει, «υπάρχει μια πλατεία που είναι σαν να βρίσκεσαι στο Παγκράτι. Φραπεδιές, κομπολόγια, Βανδή και συζητήσεις για τον Παναθηναϊκό. Οι Ελληνες τείνουν να μένουν κοντά μεταξύ τους χωρίς όμως να υπάρχει η έννοια του γκέτο».

Η ελληνική ομογένεια είναι πια πλήρως αφομοιωμένη και τα περισσότερα μέλη της ανήκουν στη μεσαία τάξη. Οπως μας λέει η κυρία Μπλούμφιλντ, «έχουμε βουλευτές στην ομοσπονδιακή Βουλή και στις πολιτειακές Βουλές που είναι ελληνικής καταγωγής, επιχειρηματίες, αθλητές, σε όλους τους κλάδους της κοινωνίας». «Η πρώτη γενιά είναι πλέον στην τρίτη ηλικία, η πλειονότητα των Ελλήνων είναι δεύτερης γενιάς, από 30 ως 50, και τρίτης, από 30 και κάτω» λέει ο Σωτήρης Χατζημανώλης, διευθυντής της ομογενειακής εφημερίδας «Νέος Κόσμος», που είναι και η μεγαλύτερη στην Αυστραλία. «Οι περισσότεροι είναι επιχειρηματίες, στο εμπόριο ή στις κατασκευές, δουλεύουν στο Δημόσιο και στις τράπεζες, είναι επιστήμονες και λίγοι πλέον είναι εργάτες. Κατά κανόνα είναι οικογενειάρχες, αν και η νέα γενιά δεν βιάζεται πια να παντρευτεί». Η ελληνική κοινότητα έχει έξι σχολεία και πέντε εκκλησίες και διοργανώνει ένα μεγάλο φεστιβάλ που λέγεται «Αντίποδες», το οποίο είναι από τις μεγαλύτερες εκδηλώσεις μειονοτήτων στη χώρα με τους συμμετέχοντες να φτάνουν τις 200.000. «Για τον νέο μετανάστη η κοινότητα μπορεί να λειτουργήσει μόνο συμβουλευτικά. Μπορεί να σε κοινωνικοποιήσει στην ελληνική κοινότητα, αλλά δεν έχει άλλη ισχύ» λέει ο ο Αλέκος Μάρκελος. Ο ίδιος μετανάστευσε με την οικογένειά του αφού είχε ζήσει 46 χρόνια στην Ελλάδα. «Στη δική μου περίπτωση ένα πράγμα έγειρε την πλάστιγγα: Πού μεγαλώνουν τα παιδιά μου, στην Ελλάδα του 2011 ή στην Αυστραλία;». Και το πρώτο πράγμα που έκανε φτάνοντας ήταν να επισκεφθεί ένα Centrelink.

α Centrelink είναι κάτι σαν τα δικά μας ΚΕΠ. «Απευθύνεσαι σε αυτά για οποιαδήποτε απορία έχεις και σε εξυπηρετούν στη γλώσσα σου. Θα σε βοηθήσουν σε όλα: Για παράδειγμα, πού θα μείνεις, πού θα βρεις δουλειά, ποιες είναι οι τιμές, τι εγγύηση θα δώσεις για το ενοίκιο. Εχεις να κάνεις με ένα οργανωμένο κράτος» λέει ο Αλέκος. Σε αυτά τα γραφεία επίσης απευθύνεσαι για να δεις ποια επιδόματα μπορείς να πάρεις ανάλογα με το είδος της βίζας που έχεις και την οικογενειακή σου κατάσταση. Επίδομα προβλέπεται επίσης για τους καινούργιους μετανάστες που ψάχνουν για δουλειά και είναι περίπου 600 ευρώ τον μήνα. Προτεραιότητες για έναν νέο μετανάστη είναι η ασφάλιση, το ενοίκιο, ένας τραπεζικός λογαριασμός και ένας τρόπος μετακίνησης. Το σύστημα υγείας τους, το Medicare, είναι ανοιχτό για όλους όσοι έχουν άδεια εργασίας και όλες οι πληροφορίες για αυτό βρίσκονται στο www.medicareaustralia.gov.au/public/migrants/language/greek.jsp και μάλιστα στα ελληνικά. Εφόσον ανοίξεις τραπεζικό λογαριασμό, τράπεζες όπως η National Australia Bank δεν σε χρεώνουν για τη μεταφορά χρημάτων από Ελλάδα, μόνο για τη μετατροπή του νομίσματος. Ολες αυτού του είδους οι διαδικασίες δεν είναι δύσκολες ούτε δημιουργούν προβλήματα τεράστιας αναμονής: Εγγραφή στην εφορία, έκδοση διπλώματος οδήγησης και άνοιγμα λογαριασμού μπορούν να γίνουν στην πρώτη εβδομάδα, εφόσον έχεις συγκεντρώσει τα απαραίτητα χαρτιά από την Ελλάδα και βρεις τα υπόλοιπα στην Αυστραλία. Μπαίνοντας στο forum patriotaki.com θα βρεις πολλές εξαντλητικές συζητήσεις, με λεπτομερή καταγραφή των κινήσεων που απαιτούνται.

Από sites και μεσίτες γίνεται και η αναζήτηση σπιτιού – ένα από τα πιο ακριβά πράγματα στη Μελβούρνη. Το μέσο ενοίκιο για ένα δυάρι είναι τουλάχιστον 1.200 ευρώ, αν και όλα τα πάγια τέλη επιβαρύνουν τον ιδιοκτήτη και όχι τον ενοικιαστή, σε αντίθεση με την Ελλάδα. Η Μελβούρνη είναι όσο ακριβή πόλη είναι και το Λονδίνο. Για παράδειγμα, ένα μπουκάλι νερό κοστίζει 1,66 ευρώ, μία κόκα-κόλα 2,15 ευρώ, τα τσιγάρα 12 ευρώ, νερό και ενέργεια «βγαίνουν» 120 ευρώ τον μήνα, ένα εισιτήριο στο σινεμά κοστίζει 12 ευρώ. Ο Αυστραλός, όμως, έχει περισσότερη από τη διπλή αγοραστική δύναμη από τον Ελληνα, ένας μισθός 1.000 ευρώ τον μήνα εδώ αντιστοιχεί σε 2.500 ευρώ εκεί.

Οπως μου λέει ο λογιστής Σπύρος Παλαμαράς, 38 ετών, «αν λύσεις το θέμα της βίζας, δεν νομίζω ότι υπάρχουν άλλα αξιοσημείωτα προβλήματα. To μεγαλύτερο ποσό στον προϋπολογισμό της Αυστραλίας είναι 122 δισ. δολάρια για κοινωνικές παροχές και πρόνοια, ενώ ανεργία ουσιαστικά δεν υπάρχει. Αργά ή γρήγορα όλοι βρίσκουν τον δρόμο τους». Ο Σπύρος μετανάστευσε στη Μελβούρνη πριν από έξι χρόνια, όταν δεν υπήρχε ακόμη οικονομικός λόγος να φύγεις από την Αθήνα. «Ισως να είχα κάποιο μικρόβιο περιπέτειας, ίσως ενδόμυχα να είχα “αγανακτήσει” λίγο παραπάνω από τους υπόλοιπους Ελληνες με την αδικία γύρω μου, αλλά η ουσία είναι ότι η ζωή μου ήταν καλή και τότε δεν είχα άλλον ουσιαστικό λόγο να φύγω, εκτός από τη γυναίκα μου, που είναι Αυστραλέζα». Η διαδικασία που προηγήθηκε θεωρείται συνηθισμένη. Αναζήτηση θέσεων σε sites, αποστολή βιογραφικού, μέσα σε μία ημέρα τον είχαν καλέσει σε τρεις συνεντεύξεις, μετά Μελβούρνη, συμβόλαιο με μια εταιρεία, επιστροφή στην Αθήνα, αίτηση για βίζα, που βγήκε σε δύο μήνες, και ξεκίνησε αμέσως δουλειά. Για να αναγνωρίσει το πτυχίο του έπρεπε να εξεταστεί σε έξι μαθήματα, πράγμα που του «έφαγε» τον πρώτο χρόνο. Αλλα δύο χρόνια για να ξαναπάρει τον επαγγελματικό τίτλο του λογιστή και του ορκωτού με διάβασμα και εξετάσεις για να φτάσει στο επίπεδο που είχε στην Αθήνα. Η προσωρινή βίζα έγινε μόνιμη και ύστερα από πέντε συνεχή έτη παραμονής μπορούσε να πάρει και την αυστραλιανή υπηκοότητα. «Ηταν μία απίστευτη τελετή, με έλληνα δήμαρχο και εκπρόσωπο της κυβέρνησης, ο οποίος δεν σταμάτησε να μας τονίζει ότι η κοινωνία θέλει να κρατήσουμε τη γλώσσα και τις παραδόσεις μας, διότι αυτή ακριβώς η πολυπολιτισμικότητα είναι ο πλούτος και η κουλτούρα αυτής της χώρας. Δίπλα μου ήταν ένα ζευγάρι Κινέζοι με τα παιδιά τους, που ορκίστηκαν αυστραλοί πολίτες φορώντας κόκκινα μπλουζάκια με κινέζικη σημαία και κανείς δεν τους είπε τίποτε. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ και ακόμη τσατίζομαι που δεν τους έβγαλα μια φωτογραφία».

Σήμερα η ζωή του Σπύρου είναι τελείως διαφορετική, έχει πια και δύο κόρες που γεννήθηκαν στην Αυστραλία. Παρά την ενσωμάτωσή του όμως στην κοινωνία, μερικά πράγματα στην κουλτούρα δυσκολεύεται να τα αποδεχτεί. «Σκηνικά όπως “πιάσαμε την κουβέντα και ξεχαστήκαμε” ή “βγήκαμε για έναν καφέ και τελικά το ρίξαμε στις μπίρες και μας πήρε το πρωί” σπανίζουν τρομερά εδώ πέρα, ο κόσμος προγραμματίζει τη ζωή του με λεπτομέρεια και αυτό περιλαμβάνει και τη διασκέδαση. Προσωπικά ποτέ δεν κατάφερα να προσαρμοστώ σε αυτό το μοτίβο, τις προάλλες πάλι μου έστειλε κάποιος από τη δουλειά με e-mail μια πρόσκληση για ένα πάρτι που θα κάνει σε τρεις μήνες και μου ζητούσε να δω το μενού για να διαλέξω. Να διαλέξω τι θα φάω σε τρεις μήνες. Δεν απάντησα καν».

Για τον Σπύρο η Ελλάδα βρίσκεται πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του και πάντα σκέφτεται ότι θα επιστρέψει. «Αλλά τώρα δεν είμαι μόνος μου πια, έχω τη δική μου οικογένεια να φροντίσω». Στη Μελβούρνη όλοι ξέρουν ότι οι νέοι μετανάστες έρχονται για λίγα χρόνια, αλλά μένουν για πάντα.