Για ένα µεγάλο διάστηµα δεν µπορούσα να καταλάβω τον λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να µου αρέσει ο Μπεν Αφλεκ. Ωραίος άντρας, το προφανές. Ψηλός, μελαχρινός, αρρενωπός. Αλλά, ως ηθοποιός, στεγνός σαν φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο, άκαμπτος σαν στύλος της ΔΕΗ – πάντα μία, και μόνο μία, έκφραση, κάτι ανάμεσα στο «τα ξέρω όλα» και στο «δεν με νοιάζει τίποτα». Ας μη γελιόμαστε. Ο Μπεν Αφλεκ ήταν ένας ηθοποιός χωρίς πολλούς «χυμούς» ή, αν θέλετε, ένας ηθοποιός που δεν του επιτρεπόταν να δείξει τους πραγματικούς χυμούς του.
Αυτή η κινηµατογραφική εικόνα του Μπεν Αφλεκ, τον οποίο θα δούµε σε δύο ταινίες µέσα στη νέα σεζόν, τον καταδιώκει και στην προσωπική ζωή του. Κακώς βέβαια, διότι ένας ηθοποιός υποδύεται κάποιον, δεν είναι αυτό που βλέπουµε στην οθόνη. «Με περιγράφουν πάντα ως υπερβολικά βέβαιο, γεµάτο αυτοπεποίθηση, καµαρωτό και επηρµένο» έχει πει στο παρελθόν. «Οµως αυτό απέχει πολύ από την πραγµατικότητα, γιατί µέσα µου δεν νιώθω έτσι. Νιώθω µολυσµένος από την ανασφάλεια». Παράξενο που το έχει πει αυτό, γιατί ακόµη και σήµερα έχω την αίσθηση ότι η καλύτερη ερµηνεία του Μπεν Αφλεκ παραµένει εκείνη του Τσάκι Σάλιβαν, του ακαλλιέργητου (και αρκετά ανασφαλούς) φίλου µιας ιδιοφυΐας, του πραγµατικού φίλου του Ματ Ντέιµον στον «Ξεχωριστό Γουίλ Χάντινγκ» (1997). Το πρώτο λαχείο και των δύο. Το χρυσό σενάριο αυτής της ταινίας, γραµµένο από τον Αφλεκ και τον Ντέιµον, απέσπασε το Οσκαρ και όλος ο κόσµος τον έµαθε. Σε εκείνη την ταινία ο Μπεν Αφλεκ δεν µιλούσε πολύ. Υποδυόταν έναν άνθρωπο που προσπαθούσε µάλλον άτεχνα να κρύψει τα συµπλέγµατά του. ∆εν πρόβαλλε κανένα χάρισµα, γιατί, πέρα από το ότι ήταν πολύ πιστός φίλος, δεν είχε κάποιο χάρισµα. ∆εύτερος ρόλος, αλλά, επιµένω, ο καλύτερός του, πριν πάρει µια λάθος στροφή καριέρας, πλασαριστεί σαν σουπερστάρ και φάει τα µούτρα του µέσα από απανωτές αποτυχίες όπως το «Daredevil», το «Gigli», ο «Γλυκός µπελάς» και η «Αποζηµίωση». Θα µου πείτε, µεσολάβησαν κάποια µπλοκµπάστερ, ο «Αρµαγεδδών» και το «Pearl Harbor». Θα σας πω ΟΚ. Οµως, στα αλήθεια τώρα, θυµάται κανείς τον Μπεν Αφλεκ σε αυτές τις ταινίες; Πολύ αµφιβάλλω. Αυτό που θυµόµαστε περισσότερο είναι ένα όµορφο γρανάζι σε δύο καλοκουρδισµένες µηχανές παραγωγής δολαρίων, από αυτές που µόνο το Χόλιγουντ ξέρει να κατασκευάζει τόσο καλά…

«Mε περιγράφουν ως υπερβολικά βέβαιο, γεμάτο αυτοπεποίθηση, καμαρωτό και επηρμένο. Ομως αυτό απέχει από την πραγματικότητα. Νιώθω μολυσμένος από την ανασφάλεια»

Η αποκάλυψη του σκηνοθέτη
Ωστόσο, η επάνοδός του πριν από µερικά χρόνια µε τη σκηνοθεσία του «Επιχείρηση: Argo», όπου επίσης πρωταγωνιστεί, τον οδήγησε ως τα Οσκαρ, αποδεικνύοντας ότι αν έχει κάτι ο Μπεν Αφλεκ, αυτό είναι η στόφα του δηµιουργού. Το είχε ήδη αποδείξει, όµως, από την πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε, το «Χωρίς ίχνη» (όπου δεν έπαιζε, αφήνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον µικρότερο αδελφό του, Κέισι Αφλεκ) αλλά και µε το ευπρόσωπο γκανγκστερικό δράµα «The Τown» (όπου έπαιζε). Η οσκαρική εκτίναξη του «Επιχείρηση: Argo» µε έκανε να σκεφτώ ότι ο Μπεν Αφλεκ µπορεί και να είναι ένας µικρός διάδοχος του Κλιντ Ιστγουντ, που επίσης ως ηθοποιός δεν έλεγε και πολλά, αλλά µας έκανε να τον κοιτάξουµε πιο προσεκτικά µε τις ταινίες που σκηνοθετούσε. Βέβαια, η σκηνοθεσία δεν έχει προς το παρόν παρασύρει αποκλειστικά τον Αφλεκ, όπως εδώ και µερικά χρόνια συµβαίνει µε τον Ιστγουντ. Αλλά είναι και κάπως φυσικό αυτό, γιατί ο πρώτος βρίσκεται στα ντουζένια του, ενώ ο δεύτερος έχει γεράσει. Αφού, λοιπόν, ο Αφλεκ πρωταγωνίστησε στο πολύ καλό δράµα µυστηρίου «Το κορίτσι που εξαφανίστηκε» του Ντέιβιντ Φίντσερ, ήρθε η ώρα του ως Μπάτµαν στη σούπερ επιτυχία (αν και όχι και τόσο καλή ταινία) «Batman Vs Superman: Η αυγή της δικαιοσύνης» του Ζακ Σνάιντερ. Είναι ο πρώτος ηθοποιός που υποδύεται τον Ανθρωπο-Νυχτερίδα έχοντας κλείσει τα 40 και µάλιστα επαναλαµβάνει τον ρόλο αυτόν στην ταινία «Justice League» που γυρίζεται αυτή την εποχή. Επίσης, σκοπεύει να γυρίσει και ο ίδιος µια ταινία µε τον Μπάτµαν. (Για να είµαι ειλικρινής, δεν πολυπιστεύω τη δήλωσή του ότι δεν θα ξαναπαίξει ποτέ σε ταινία µε εκρήξεις και ότι, αν το κάνει, αυτό σηµαίνει ότι θα είναι άφραγκος. Μου είναι αδύνατον να πιστέψω ότι οι ταινίες Μπάτµαν στις οποίες πρόκειται να παίξει δεν θα έχουν εκρήξεις).
Ο λογιστής και ο γκάνγκστερ
Οι δύο νέες περιπέτειες του Μπάτµαν, βέβαια, έχουν ψωµί µπροστά τους έως ότου βγουν στις αίθουσες. Ενδιαµέσως, ωστόσο, περιµένουµε τον Μπεν Αφλεκ σε δύο ταινίες, οι προδιαγραφές των οποίων (γιατί δεν τις έχουµε δει) δείχνουν εξαιρετικές. Επίσης, δείχνουν ταινίες εντελώς διαφορετικές µεταξύ τους.
Φαντάζεστε τον Μπεν Αφλεκ σε ρόλο σπουδαίου µαθηµατικού που τα πηγαίνει καλύτερα µε τους αριθµούς παρά µε τους ανθρώπους; Αυτό περίπου παίζει στον «Λογιστή» («The Accountant») του Γκάβιν Ο’ Κόνορ, αν και τελικά ο ήρωάς του φαίνεται να έχει πολλά κρυµµένα µυστικά που διανθίζουν πικάντικα την υπόθεση: µε βιτρίνα ένα συνοικιακό λογιστικό γραφείο, ο λογιστής κρατά τα βιβλία κάποιων εξαιρετικά επικίνδυνων εγκληµατικών οργανώσεων και όταν η ∆ίωξη Οικονοµικού Εγκλήµατος αρχίζει να σφίγγει τον κλοιό, ο αριθµός των πτωµάτων αρχίζει να αυξάνεται… Γυρισµένο από τον σκηνοθέτη του αστυνοµικού δράµατος «Ζήτηµα τιµής», η ταινία αναµένεται να είναι ένα γεµάτο ανατροπές θρίλερ.
Προσωπικά περιµένω µε µεγαλύτερη αγωνία τον «Νόµο της νύχτας» («Live by Νight») που σκηνοθέτησε ο ίδιος ο Αφλεκ βάζοντας αυτή τη φορά τον εαυτό του στη θέση του πρωταγωνιστή. Η χηµεία του µε τον συγγραφέα Ντένις Λιχέιν έχει ήδη αποφέρει καρπούς στο «Χωρίς ίχνη» και ο «Νόµος της νύχτας» είναι βασισµένος επίσης σε µυθιστόρηµα του Λιχέιν (µε τον οποίο, παρεµπιπτόντως, ασχολήθηκε και ο Κλιντ Ιστγουντ στο αριστουργηµατικό «Σκοτεινό ποτάµι»). Ενθουσιάστηκα διαβάζοντας στα αγγλικά το µυθιστόρηµα που µας µεταφέρει στη Βοστώνη τη δεκαετία του 1920, µέσα από τα µάτια του Τζο Κάφλιν (Αφλεκ), γιου  διακεκριµένου αστυνόµου της Βοστώνης, ο οποίος έχει επιλέξει έναν τρόπο ζωής που διαφέρει από την αυστηρή και καθωσπρέπει ανατροφή του. Μιλάµε φυσικά για την εποχή της ποτοαπαγόρευσης και την εξάπλωση ενός ολόκληρου δικτύου παράνοµων αποστακτηρίων, υπόγειων µπαρ, γκάνγκστερ και διεφθαρµένων αστυνοµικών. Στο πλευρό ενός πανίσχυρου µαφιόζου, ο Τζο θα απολαύσει τη χλιδή, την ένταση και την κακή φήµη της παρανοµίας και το ερώτηµα είναι για πόσο και µε ποιο τίµηµα…