Η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Νικόλα Σεβαστάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Φωτογραφία: Νίκος Τσίρος/Studio ΔΟΛ

Διδάσκει, αρθρογραφεί, γράφει ποίηση. Την αφορμή για τη συνάντηση μάς την έδωσε ωστόσο η πεζογραφία, συγκεκριμένα ο «Αντρας που πέφτει», η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του μετά τη «Γυναίκα με ποδήλατο», από τις εκδόσεις Πόλις. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια ο Νικόλας Σεβαστάκης έχει βαλθεί να κατακτήσει και τη μικρή φόρμα – αν και η συγκεκριμένη διατύπωση μάλλον θα τον έκανε να δυσανασχετήσει. Ούτως ή άλλως είναι σχήμα λόγου, μιας και η φυσικότητα και η άνεση με την οποία χειρίζεται τον προφορικό λόγο μαρτυρά ότι η συγκρότηση και η συμπύκνωση που συναντάει κανείς στον γραπτό του λόγο δεν είναι αποτέλεσμα επίπονης αναζήτησης λέξεων και νοημάτων προς άγραν εντυπωσιασμού. How refreshing να συναντάς τέτοια μυαλά όταν σου δίνεται η ευκαιρία.

Εκ πρώτης όψεως, τα διηγήματα αυτά μοιάζουν να έχουν λιγότερα αυτοβιογραφικά στοιχεία απ’ ό,τι εκείνα της πρώτης συλλογής. Νιώσατε μεγαλύτερη ασφάλεια για να απομακρυνθείτε από το απόλυτα οικείο;

«Η ανάγκη ήταν πολύ περισσότερο μυθοπλαστική, να φτιάξω κάποιες ιστορίες διαφορετικές που πραγματεύονται μοναδικά ανθρώπινα πεπρωμένα. Μάλλον, πλευρές τους. Γιατί το διήγημα είναι εξ ορισμού ελλειπτικό. Από μια ζωή διαλέγεις να αφηγηθείς ορισμένα στοιχεία, αφήνοντας κάποια άλλα στην άκρη. Επειτα, είμαι ένας άνθρωπος που σκέφτεται και με εικόνες, τηρώντας την παλιά, ας πούμε, ηθική της λογοτεχνίας η οποία είναι η επίμονη παρατήρηση. Που απλώς δεν μπορεί πια να είναι ρεαλιστική με την κλασική έννοια του όρου. Αν μιλούσαμε για έναν ρεαλισμό, θα ήταν ρεαλισμός που βάζει και το στοιχείο του παράδοξου και του φασματικού. Ενα παιχνίδι αναμονής, προσδοκίας, διάψευσης. Αυτά τα προβλήματα με ενδιαφέρουν και στα δυο βιβλία. Οπως επιλέγω το ιστορικό και πολιτικό να είναι ένα φόντο και να μην περνά σε πρώτο πλάνο, παρά μόνο όταν το απαιτεί ένας χαρακτήρας ή μια ιδιαίτερη περίσταση».

Στην παρούσα φάση μοιάζει να το ζητάει και η εποχή. Πώς και δεν έχετε παρασυρθεί κι εσείς από το κλίμα των καιρών;

«Θα κάνω μια διαφοροποίηση. Στα δοκίμια και στα άρθρα προσπαθείς να κατανοήσεις ή να ταξινομήσεις ιστορικά και πολιτικά φαινόμενα. Τα φαινόμενα είναι αφηρημένα. Αναφέρεσαι, φέρ’ ειπείν, στην άκρα Δεξιά και σε ένα γεγονός, π.χ. στη δολοφονία Φύσσα, αλλά αμέσως ως πολιτική σκέψη είσαι υποχρεωμένος να φύγεις από τον Φύσσα και τον Ρουπακιά και να πας αλλού. Στη λογοτεχνία μπορείς να το κάνεις σε έναν μικρό στοχασμό στο εσωτερικό του κειμένου, αλλά, αν δεν θέλεις να κάνεις λογοτεχνία ιδεών, είσαι υποχρεωμένος να μείνεις στα μοναδικά πεπρωμένα και να μη φύγεις προς τις αφαιρέσεις. Είναι άλλωστε διαφορετικοί τρόποι κατανόησης του κόσμου. Επειτα, νομίζω ότι συναντώ πολιτικά ερωτήματα με άλλες μορφές λόγου. Στη συγγραφή με ενδιαφέρει κυρίως η σχέση του ανθρώπου με τους τόπους του μέσα στον χρόνο και στις μεταμορφώσεις του. Χρόνος, τόπος, υποκείμενο. Πώς αλλοιώνεται, πώς μεταβάλλεται, πώς συνομιλούν ένας άνθρωπος και ένα τοπίο. Ενα τοπίο αστικό, κατά κανόνα».

Τα «υποκείμενα», τους χαρακτήρες δηλαδή, που τα συναντάτε;

«Αυτά τα πρόσωπα υπάρχουν ήδη μέσα μου. Υπάρχουν διαφορετικοί κόσμοι της ζωής, οι οποίοι ζητούν να βγουν με κάποια μορφή, δεν υπάρχει μόνο ο κόσμος ενός πανεπιστημιακού. Και είναι προϊόν μιας διαρκούς παρατήρησης. Εδώ είναι και η διαφορά από την ποίηση. Παρότι κάποιος μπορεί να βρει ποιητικά στοιχεία σε αυτή την πεζογραφία, η ποίηση στη δική μου προσέγγιση έχει μια απόσταση, είναι μια μεταφυσική τροποποίηση της πραγματικότητας. Κάθε πεζογραφία βρίσκεται πολύ πιο κοντά στον πυρήνα της πραγματικότητας, ακόμη και όταν διατηρεί κάποια ποιητικότητα».

Σε ποιον βαθμό σάς ενδιαφέρει η γλώσσα; Αυτή η δεύτερη συλλογή έχει μια δωρικότητα, είναι λιγότερο καλολογική απ’ ό,τι η πρώτη.

«Με ενδιαφέρει η γλώσσα, αλλά δεν έχω γλωσσοκεντρικές εμμονές. Με ενδιαφέρει και το αφηγούμενο, όχι μόνο η πρώτη ύλη. Πάντως αυτή η αφαίρεση πάλι υπαγορεύτηκε από το ίδιο το υλικό. Ο ίδιος ο χαρακτήρας ενός ήρωα υποβάλλει τον τρόπο με τον οποίο θα τον πλησιάσεις – ως έναν βαθμό, βέβαια, επειδή ο συγγραφέας ανασυνθέτει συνεχώς το υλικό του. Δεν μπορώ όμως να έχω ηρωίδα μια γυναίκα από δυτική συνοικία της Θεσσαλονίκης, λίγο θρησκευόμενη, του Γυμνασίου, και να διαπραγματεύομαι γλωσσικά την αλήθεια της με έναν τρόπο τελείως ξένο προς τον κόσμο της. Χωρίς να σημαίνει, από την άλλη, ότι θα αντιγράψω αυτόν τον κόσμο με προσποιητή ταύτιση. Εκεί βρίσκεται και η δυσκολία. Πρέπει να μιλήσεις λογοτεχνικά για κόσμους που δεν είναι λογοτεχνικοί».

Αποφεύγετε πάντως να έχετε ήρωες διανοουμένους ή ανθρώπους των γραμμάτων. Πώς και δεν έχετε κάνει ήρωα έναν καθηγητή πανεπιστημίου;

«Μου πέρασε από το μυαλό, αλλά δεν μου βγαίνει τελικά. Μπορεί να προκύψει κάτι, αλλά δεν πιστεύω ότι θα είναι ποτέ η πρώτη επιλογή μου. Οπως δεν με κεντρίζει αυτό που θα λέγαμε “ο λούμπεν χώρος”. Αυτό που λέμε “το περιθώριο μέσα στον χρόνο”. Με ενδιαφέρει ο χώρος των λαϊκών τάξεων, χωρίς όμως να συνοδεύεται από την ακρότητα σε σχέση με τη συμπεριφορά ή το έγκλημα, η οποία για κάποιους είναι λογοτεχνικά ενδιαφέρουσα. Ισως σχετίζεται με μια παλιά σκέψη που έκανα διαβάζοντας ένα κείμενο του Φλωμπέρ για τη νεωτερικότητα της κοινοτοπίας. Με ενδιαφέρει το κοινότοπο που αποσυντίθεται και βγάζει καινούργιες ποιότητες. Αυτό που δεν ενδιαφέρει σε πρώτη ματιά, αλλά που έχει χαραχτεί από κάτι και δεν είναι κοινότοπο τελικά. Δεν είναι δηλαδή βαρετό. Σε τελική ανάλυση το βλέμμα του διηγηματογράφου δίνει μυστήριο στο προφανές».

Δεν έχει μια δόση πατερναλισμού αυτή η αντιμετώπιση, ωστόσο, το ξεδιάλεγμα του μπανάλ που δεν είναι απαραίτητα κοινότοπο;

«Μα κι εγώ είμαι μπανάλ. Σε ταυτίζουν με μια λογοτεχνική και διανοούμενη περσόνα, ενώ έχεις πολλές όψεις “κοινότοπου” ανθρώπου, με βλέψεις και επιθυμίες κοινές, οι οποίες απλώς εκφράζονται με μια διαφορετική γλώσσα. Θέλω να προεκτείνω νοητά αυτούς τους κόσμους του κοινότοπου, φτιάχνοντας νόημα με τα φτωχά του υλικά. Σίγουρα αυθαιρετώ στην πορεία, αλλά αυτό δεν είναι πατερναλισμός, είναι η ίδια η λογική της λογοτεχνίας. Δεν με κεντρίζει η φωτογραφική αναπαράσταση της πραγματικότητας, δεν έχει αφηγηματικό ενδιαφέρον».

Μετά το δοκίμιο, την ποίηση και το διήγημα, θα αποτολμήσετε το μυθιστόρημα;

«Οι πρώτες μου απόπειρες στην πεζογραφία ήταν μια προσπάθεια για μυθιστόρημα… Προφανώς θα ήθελα και μια μεγαλύτερη φόρμα. Τώρα αν θα είναι μυθιστόρημα ή αν θα είναι νουβέλα, αυτό δεν μπορώ να το ξέρω. Καμιά φορά, με δυσκολεύει η τεχνική της σύνθεσης, αλλά και να διατηρήσω αμείωτο το ενδιαφέρον μου για μια γκάμα χαρακτήρων. Θέλει έλεγχο και είναι πολύ εύκολο να σου ξεφύγει. Δεν μου αρέσει όμως η φλυαρία, δεν θα μπορούσα να με φανταστώ να γράφω ένα ογκώδες πεζογράφημα. Είμαι άνθρωπος που συμπυκνώνει, δεν με ενδιαφέρει να μπω σε μια υπερπεριγραφή ούτε έχω αναλυτική λογική».

Είστε άνθρωπος που έχει την απαραίτητη πειθαρχία για τη σύνθεση ενός μυθιστορήματος;

«Το μεγάλο μυθιστόρημα προϋποθέτει μια μορφή μόνωσης, ένα κλειστό παράθυρο. Το κλειστό παράθυρο στην Ελλάδα είναι δύσκολο έως ανέφικτο για πολλούς. Η έλλειψη πειθαρχίας υπάρχει σε όλες τις σφαίρες στον έλεγχο μεγάλων και σύνθετων υλικών. Ισως συνωμοτεί η ελληνική ζωή στο να αφιερωνόμαστε στις λεπτομέρειες και να μην μπορούμε να συνθέσουμε. Ομως, ακόμη και αν καλείσαι να διαχειριστείς τη μικρή φόρμα, πρέπει να τη δεις σαν να είναι μεγάλη, όχι σαν κάτι πιο απλό ή εύκολο. Πολλές φορές το να εμβαθύνεις ελλειπτικά είναι πιο απαιτητικό και έχει τεράστια σημασία τι θα επιλέξεις να πεις. Χρειαζόμαστε πειθαρχίες και μορφές προσήλωσης που μας λείπουν και παρεμποδίζονται από πολλούς μηχανισμούς της σύγχρονης ζωής και από τα social media».

Εχετε έντονη παρουσία στα social media. Δεν φοβάστε ότι μπορεί και να αποξενώνετε με την έκθεση των απόψεών σας ένα κοινό που θα μπορούσε να διαβάσει τα βιβλία σας;

«Καλώς ή κακώς, έχω κριτική γνώμη σε θέματα που δίχασαν ή γέννησαν έντονες ιδεολογικές διαμάχες. Από το δημοψήφισμα του περασμένου καλοκαιριού, μέχρι τις πρόσφατες επιθέσεις στο Παρίσι από τους ισλαμοφασίστες εγκληματίες του Ισλαμικού Κράτους. Είναι αδύνατον για μένα να κάνω μόνο προμόσιον των βιβλίων μου κρύβοντας ή “μεταμφιέζοντας” τις απόψεις μου για να μην ενοχλώ μέρος των αναγνωστών. Πάντοτε διαχώριζα όμως τη δημόσια πολιτική ευθύνη κάποιου από το λογοτεχνικό ή καλλιτεχνικό έργο του. Και νομίζω ότι οι ευαίσθητοι αναγνώστες αγαπούν (ή όχι) ένα διήγημα ή ένα μυθιστόρημα προσπερνώντας τις ιδεολογικές αστυνομίες».

Η συγγραφή διηγημάτων έχει επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεστε και ενεργείτε στις υπόλοιπες επαγγελματικές ενασχολήσεις σας;

«Οχι μόνο η συγγραφή, αλλά και η ανάγνωση, η οποία με συνοδεύει από τα παιδικά χρόνια. Εχει επηρεάσει τελικά τον τρόπο που κρίνω φαινόμενα, κοινωνικά και πολιτικά. Γιατί μέσα από τη λογοτεχνία μαθαίνεις να διακρίνεις και μια δεύτερη ή τρίτη πλευρά των πραγμάτων, να χειρίζεσαι με μεγαθυμία τις διαφορετικές ποιότητες των ανθρώπων και της πραγματικότητας. Είναι πολύ δύσκολο όμως να σε διδάξει η λογοτεχνία πραότητα, γιατί η αυθόρμητη τάση στη δημόσια γραφή μας είναι ο “πόλεμος”. Ειδικά σε ζητήματα σημαντικά, τραυματικά. Το πολιτικό βλέμμα πολλές φορές αναζητεί την αντιπαράθεση, την έριδα, με την αρχαία έννοια της λέξης. Η λογοτεχνία έχει μια ιδιόμορφη ηθική που σε βοηθάει να υποδέχεσαι καλύτερα τις αντιφάσεις, μιας και δεν μπορείς να παρουσιάσεις ούτε πρόσωπα ούτε ιστορίες μονοσήμαντες και προβλέψιμες απολύτως. Δεν είμαι σίγουρος ότι η πολιτική σκέψη – ακόμη και όταν είναι αντιδογματική και κριτική πολιτική σκέψη – μπορεί να αποφύγει αυτόν τον πειρασμό».

* Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Ιανουαρίου 2016