Ο Χρήστος Λούλης είχε δει το «Τέφρα και σκιά» του Χάρολντ Πίντερ όταν παίχτηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, σε σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή, με πρωταγωνιστές τον ίδιο και τη Ρένη Πιττακή: «Θυμάμαι τον Λευτέρη που προσπαθούσε από την αρχή ως το τέλος να καταλάβει αυτή τη γυναίκα – και όταν προσπαθείς να καταλάβεις κάτι, ταυτοχρόνως προσπαθείς να το περιορίσεις, να το ελέγξεις. Θυμάμαι έντονα βλέμματα, θέσεις στον χώρο. Θυμάμαι τα δάκρυα της Ρένης Πιττακή, η οποία ήταν σαν ποταμός που χύνεται σιγά σιγά σε μια θάλασσα, και στο τέλος της παράστασης μου φαινόταν σαν να είχε μεγαλώσει η φιγούρα της, σαν να είχε απλωθεί στον χώρο».

Αυτές τις μέρες ο 39χρονος ηθοποιός καλείται να υπηρετήσει το αινιγματικό αυτό κείμενο, με σκηνοθέτη τον Δημήτρη Καραντζά και συμπαίκτρια την Εύη Σαουλίδου. «Το έργο είναι τόσο σφαιρικό, μιλάει για τη βία που υπάρχει γύρω μας και εμείς δεν λέμε τίποτα, μιλάει επίσης για το πώς οι άνθρωποι προσπαθούμε να ελέγξουμε τη ζωούλα μας και να τη βάλουμε σε ένα κουτάκι που να μας βοηθάει να νιώθουμε ασφαλείς» εξηγεί. Και συνεχίζει «ωστόσο, εκείνο που αφορά εμένα, με προβληματίζει και μου αρέσει ως θέμα, είναι αυτή η προσπάθεια να επιβληθεί ο ένας στον άλλον, ανεξαρτήτως του αν είμαστε φίλοι, αν είμαστε σύντροφοι, αδέλφια, συνάδελφοι ή άγνωστοι. Πάντα μεταξύ των ανθρώπων, αυτομάτως και ενστικτωδώς, υπάρχει μια μάχη επιβολής εξουσίας. Δύο είναι τα συνηθισμένα μοτίβα, γονιός με παιδί και αφέντης με δούλο, και εφαρμόζονται σε όλες τις σχέσεις μας με τους ανθρώπους».

Μοιραία αναρωτιέται κανείς αν υπάρχει τρόπος να γίνουν οι ανθρώπινες σχέσεις πιο ισότιμες. «Δεν νομίζω, αλλά δεν υπάρχει και λόγος να το κάνουμε, διότι μέσα από τις συγκρούσεις μπορεί να απελευθερωθούν δημιουργικές δυνάμεις, καθώς επίσης και μια μεγάλη απελευθέρωση που μπορεί να προκύψει από την προσπάθειά σου να ξεφύγεις από την επιβολή κάποιου σε εσένα ή από τη δική σου επιβολή σε κάποιον άλλον, πάντα στο μέτρο το ανθρώπινο. Στο δικό μου το μυαλό, ακόμη και αν θεωρούμε ότι ο άνθρωπος πρέπει να υπερβεί τη ζωώδη φύση του, δεν πρέπει να προσπαθήσει να απαλλαγεί από αυτή την καθημερινή μάχη, από αυτή τη διαπραγμάτευση όρων».

Ο Χρήστος Λούλης μοιάζει παθιασμένος με το έργο αυτό. Λογικό, μια και συναντηθήκαμε την ημέρα που έκανε πρεμιέρα στο Θέατρο Ροές. «Ο Πίντερ δεν βγάζει συμπέρασμα και αυτό με τρελαίνει, με την καλή έννοια. Ξέρει ότι αν ασχολούμαστε μόνο με τις φρικαλεότητες που συμβαίνουν γύρω μας, αν είμαστε μόνο ακτιβιστές για τους άλλους, θα πάψουμε να ζούμε τη δική μας ζωή, ο άνθρωπος πρέπει να βρει μια ισορροπία. Οι δύο αντίρροπες αυτές δυνάμεις είναι σε αυτό το έργο προσωποποιημένες. Πώς ζεις τη ζωή σου έχοντας δει τις εικόνες των προσφύγων που πεθαίνουν στο Αιγαίο; Αν αφήσεις τις άμυνές σου και τον κυνισμό σου και δεις τι συμβαίνει στον κόσμο, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα μπορέσεις να συνεχίσεις να ζεις. Το θέμα, όμως, δεν είναι να πάψεις να ζεις, αλλά να συνεχίσεις λίγο αλλαγμένος. Να μην είσαι ούτε προφυλαγμένος στους τέσσερις τοίχους σου, με κλειστές πόρτες και παράθυρα, ούτε φτερό στον άνεμο, όπου η ευαισθησία σου η τεράστια θα σε πνίγει. Είναι πολύ προσωπική αυτή η ισορροπία για τον καθένα».

Στις 14 Νοεμβρίου ξεκινά το ταξίδι της και μια ακόμη παράσταση στην οποία συμμετέχει. Οι «Σκοτεινές γλώσσες» του Αντριου Μπόβελ τον φέρνουν για πρώτη φορά στη σκηνή με τον Γιώργο Χρυσοστόμου, ανανεώνοντας παράλληλα τη συνεργασία του με την Αννα Μάσχα, την Αννα Καλαϊτζίδου και τον σκηνοθέτη Θωμά Μοσχόπουλο. «Το να δουλεύω με τα παιδιά είναι υπέροχο. Με τον Θωμά Μοσχόπουλο μοιάζει η προετοιμασία σαν παιχνίδι, καλύπτεις μαζί του αποστάσεις μεγάλες χωρίς να το συνειδητοποιήσεις. Σαν τον Ντάνιελ Σαν, που έμαθε καράτε βάφοντας τον φράχτη – εκείνος σιχτίριζε, βέβαια, εμείς δεν σιχτιρίζουμε. Απλώς, με τον Θωμά αλλάζει κάτι μέσα σου χωρίς να καταλάβεις πώς. Με τις δύο Αννες και τον Γιώργο ανήκουμε πάνω-κάτω στην ίδια γενιά ηθοποιών και είμαστε τυχεροί γιατί έχουμε δουλέψει αρκετά και σε σταθερή βάση και μας ενώνει ένα είδος συγγένειας, μπορούμε να βρούμε κοινό τόπο. Ολα αυτά συμβαίνουν στο Θέατρο Πόρτα, έναν αυτοδιαχειριζόμενο οργανισμό, και γι’ αυτό υπάρχει μεγαλύτερη ευθύνη. Δεν είναι καλό που δεν υπάρχουν επιχορηγήσεις, όμως εκεί υπήρχε ο κίνδυνος να αισθανθεί ο ηθοποιός υπάλληλος».

Σε αυτή την περίεργη εποχή τού κακοφαίνεται πολύ «ότι έχει υποτιμηθεί η αξία της μετριοφροσύνης, ότι έχει στοχοποιηθεί ο ισορροπημένος άνθρωπος που ξέρει ότι τα άκρα δεν τον εκφράζουν και ψάχνει να βρει τη θέση του κάπου στο κέντρο, αν και δεν είναι καλή η επιλογή αυτή της πολιτικά φορτισμένης λέξης. Χρειάζεται διαλλακτικότητα και να παραδεχτούμε ότι δεν υπάρχει η μία και μοναδική αλήθεια. Ερχεται μια στιγμή που καταλαβαίνουμε ότι σε αυτόν τον κόσμο υπάρχουμε για να ζούμε με τους άλλους, ότι μόνοι μας δεν μπορούμε να ζήσουμε και, κυρίως, οφείλουμε να συνυπάρχουμε με εκείνους που δεν συμφωνούν με εμάς. Προσωπικά, το εμπέδωσα δουλεύοντας στο θέατρο, στην τριβή της δουλειάς κατάλαβα ότι η διάσταση των απόψεων δεν είναι απαραιτήτως εμπόδιο, αλλά ευκαιρία και εργαλείο να πας παραπέρα, να “ανοίξει” το μυαλό σου, αλλά να μπορείς και εσύ να μεταδώσεις πιο καθαρά αυτό που πιστεύεις. Μόνο έτσι έρχεσαι αντιμέτωπος με τον εαυτό σου και με τα πιστεύω σου και χτίζεις μια βάση ιδεών και αξιών. Ετσι κατάλαβα ότι αυτή η διαδικασία με πάει εμένα μπροστά ως άνθρωπο και ίσως τελικά να πάει μπροστά και την κοινωνία».

Στις 10 Δεκεμβρίου θα προβληθεί στους κινηματογράφους της Ελλάδας η νέα ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Η κόρη του Ρέμπραντ» στην οποία ο Χρήστος Λούλης πρωταγωνιστεί. Φουλ σεζόν δηλαδή η φετινή, ειδικά αν συνυπολογίσει κανείς και τα οικογενειακά «βάρη» του, αφού, πέρα από ηθοποιός, είναι και πατέρας δύο μικρών παιδιών, καθώς και σύζυγος της όμορφης και ταλαντούχας συναδέλφου του, Εμιλυς Κολιανδρή. Ακόμη και σε αυτές τις συνθήκες, προσπαθεί να συλλέγει μικρές, προσωρινές στιγμές αθανασίας. «Δεν νικάς ποτέ τον θάνατο, αλλά είναι στιγμές που δεν σε πειράζει. Δεν μπορώ να συμβιβαστώ πολύ με την ιδέα ενός ηλικιωμένου ανθρώπου που έχει ζήσει πολλά και όμως τρέμει στην ιδέα του θανάτου, καταλαβαίνω ότι θα είναι δύσκολο, δεν γίνεται όμως να ξέρεις όλη σου τη ζωή ότι θα έρθει και να μην έχεις συμφιλιωθεί καθόλου μαζί του. Νομίζω πως ο μόνος τρόπος να εξοικειωθείς είναι να ζήσεις τη ζωή σου θαρραλέα και ελεύθερα. Και όπως περίπου έχει γράψει και ο Εκκλησιαστής “όταν είσαι χαρούμενος, να κρατάς και μια καβάτζα λύπης, και όταν είσαι λυπημένος, να κρατάς και μια καβάτζα χαράς”. Η ισορροπία που λέγαμε και πριν».

* Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Νοεμβρίου 2015