Ο 29χρονος φετινός νικητής των βραβείων «Δημήτρης Χορν» εντυπωσίασε υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Λυδίας Κονιόρδου στη «Φλαντρώ» και στον «Ιππόλυτο», μας συγκίνησε με το μήνυμα που έστειλε στην άρρωστη μητέρα του τη βραδιά που παρέλαβε τον σταυρό του Χορν και μας εντυπωσιάζει καθώς παραμένει απόλυτα προσγειωμένος μετά τη διάκρισή του όσο προετοιμάζεται για την πολυαναμενόμενη παράσταση του Νίκου Καραθάνου στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών.

Δεν μπορούσα να πολυχαρώ τη βράβευσηγιατί η μητέρα μου ήταν στο νοσοκομείο, οπότε ήμουν γειωμένος και έτσι το εκτίμησα περισσότερο. Η Λυδία μού έδωσε ένα τέρας να αντιμετωπίσω, τον Αγγελιοφόρο στον «Ιππόλυτο». Στην αρχή είχαμε συγκρούσεις. Της έλεγα: «Μπορώ και αλλιώς, για δες το». Οταν το λες αυτό σημαίνει ότι νιώθεις πως κάποιος σε βγάζει από τη βολή σου και σκέφτεσαι «ώπα, τι γίνεται»; Στην ουσία το αναζητάς αυτό το σπρώξιμο γιατί αλλιώς δεν θα αναζητούσες την πρόκληση. Ηταν ο πρώτος ρόλος σε αρχαίο δράμα και η Λυδία δουλεύει πολύ με τον λόγο. Εμαθα λοιπόν να ανακαλύπτω ξανά τη λέξη, το κόμμα, την τελεία, ένα ολόκληρο συντακτικό και γούσταρα. Το είχα ανάγκη.

Το αρχαίο δράμα είναι λόγοςκαι εσύ είσαι ένα «κουτάκι», όπως μας έλεγε παλαιότερα ο Παπαβασιλείου σε πρόβες, μια αφορμή για να ακουστεί ένα κείμενο, και πρέπει να φροντίσεις να βγει καθαρό. Ο «Βυσσινόκηπος» είναι εντελώς διαφορετικό έργο, αλλά μπορώ να διακρίνω μια κοινή ρίζα: και ο Νίκος Καραθάνος και ο Χρήστος Λούλης ήταν μαθητές της Λυδίας. Εγώ παίζω τον Γιάσα, τον σνομπ αλητάκο υπηρέτη της Λιούμπας (Γαλήνη Χατζηπασχάλη). Είναι ένας βλάχος που το παίζει υπεράνω.

Νομίζω είναι πλεονασμός να μιλάμε για συλλογικό θέατρο.Το θέατρο απ’ τη μάνα του είναι συλλογικό και κάπως ήρθαν οι καιροί και το ξεχάσαμε αυτό. Φυσικά, πρέπει να υπάρχουν πρωταγωνιστές, αλλά όταν καταλαβαίνεις ότι και το κουδουνάκι είναι σημαντικό σε έναν θίασο, κάτι αλλάζει. Εγώ έπαιζα μπάλα από πιτσιρίκι. Εντάξει, μπροστά έπαιζα, εγώ έβαζα γκολ, αλλά έδινα και πάσες. Εχω μάθει στη συλλογικότητα. Πώς να το πω; Προτιμώ την παρέα από τη μοναξιά.

Η πρώτη μου επαγγελματική δουλειάήταν στο «Παραμυθίσιμο» του Μοσχόπουλου και της Καλογεροπούλου. Δεν υπήρχε πιο ωραίο πράγμα. Μου είχαν γίνει και προτάσεις για τηλεόραση και τους έλεγα «δεν μπορώ, έχω παιδικό». «Αντε, μωρέ» απαντούσαν. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί έδινα τόση βαρύτητα σε μια παιδική παράσταση.

Στα 18 μου γνώρισα τον ζωγράφο Νίκο Κυριακόπουλοκαι μέσα από αυτόν βούτηξα σε ένα ποτάμι από μουσικές, ζωγραφικές, Χατζιδάκηδες, Τσαρούχηδες, Βελάσκεθ, αλλά και θέατρο. Κάναμε και τις αλητείες μας αλλά γνώρισα έναν καινούργιο κόσμο με τον οποίο δεν είχα επαφή. Να ζωγραφίσω δεν μπορούσα, οπότε πήγα για λίγο στον «Ιασμο», μετά στο «Τέχνης», και αυτό ήταν, την ερωτεύτηκα τη δουλειά. Στην αρχή νομίζω επειδή μου ικανοποιούσε την ανάγκη μου να είμαι στο προσκήνιο. Το θέμα είναι να μη μείνεις εκεί. Ευτυχώς το αντιλήφθηκα νωρίς και νομίζω ότι προχώρησα. Υπάρχει ένας φοβερός πλούτος σε αυτή τη δουλειά. Σου δίνεται η ευκαιρία να ανοίξει η φαντασία σου και να κάνεις ό,τι θέλεις. Μπορείς να κάνεις κάθε όνειρό σου πραγματικότητα. Γιατί; Επειδή κάποιος έρχεται να σε δει να το κάνεις.

Στην υπηρεσία του Τσέχοφ

Κάπως το έχει καταφέρει ο Νίκος Καραθάνος, από τους πιο ταλαντούχους σκηνοθέτες της γενιάς του, και λαχταράμε την κάθε του παράσταση. Μετά την «Γκόλφω» και το «Δεκαήμερο» θα ανεβάσει τον «Βυσσινόκηπο» με τους σταθερούς ταλαντούχους συνεργάτες του (Λούλης, Φωτοπούλου, Χατζηπασχάλη, Παπαδημητρίου και βεβαίως ο Μιχάλης Σαράντης). Είμαστε σίγουροι ότι θα παρουσιάσει έναν άλλο Τσέχοφ, μελαγχολικό, ευαίσθητο αλλά και τρελούτσικο, και θα ζωντανέψει το σύμπαν του ρώσου συγγραφέα αντί να του κάνει ένα συμπαθές μνημόσυνο. Ανυπομονούμε.

«Βυσσινόκηπος»: Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, από τις 22/4 – 3/5.

* Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Απριλίου 2015