Το 1914 είχε νόημα να μιλά κάποιος για εθνική αρχιτεκτονική. Να ξεχωρίζει, δηλαδή, την κινεζική από τη γαλλική ή την ισπανική. Κατά πόσο, όμως, σήμερα, 100 χρόνια μετά, αυτό ισχύει ακόμη; Οταν μας έχουν πια σαρώσει οι ανακατατάξεις που έφεραν οι πόλεμοι του 20ού αιώνα, τα πολιτικά συστήματά του, τα αναπτυξιακά μοντέλα, η τεχνολογική πρόοδος, αλλά και τα καλλιτεχνικά ρεύματα ή τα απαστράπτοντα μοναδικά ταλέντα στην αρχιτεκτονική, οι φιλίες και οι αντιπαλότητες τιτάνων αυτής της τέχνης; Από ό,τι φαίνεται, η εθνική ταυτότητα της αρχιτεκτονικής θυσιάστηκε πρώτη στον βωμό της νεωτερικότητας. Ξεκινώντας από αυτή τη διαπίστωση, ο Ρεμ Κούλχαας, επιμελητής της φετινής 14ης Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας, διαμόρφωσε ένα γενικό θέμα για όλες τις εθνικές συμμετοχές. Για τον Κούλχαας δεν χρειάζονται πολλές συστάσεις. Ολλανδός αρχιτέκτονας, θεωρητικός της τέχνης, πολεοδόμος και καθηγητής, είναι επίσης ένας από τους λίγους αρχιτέκτονες παγκόσμιας αίγλης, για τους οποίους δημιουργήθηκε ο αδόκιμος (αλλά πολύ αγαπητός σε όλους) όρος «αρχιτέκτων-σταρ».

Ο επίσημος τίτλος του θέματος της Μπιενάλε είναι «Absorbing Modernity: 1914-2014», (Αφομοιώνοντας τη Νεωτερικότητα: 1914-2014). Το ζητούμενο ήταν κάθε κράτος που συμμετέχει στην Μπιενάλε να παρουσιάσει τη διαδικασία με την οποία, κατά τα τελευταία 100 χρόνια, έσβησαν από την αρχιτεκτονική του τα εθνικά χαρακτηριστικά και αντικαταστάθηκαν από τη σχεδόν παγκόσμια υιοθέτηση ενός κοινού αρχιτεκτονικού λεξιλογίου και μίας μόνο γκάμας τυπολογιών.

«Η δική μου ιδέα ήταν να εξετάσουμε το ζήτημα μέσα από τον τουρισμό» λέει ο Γιάννης Αίσωπος. «Ακριβώς επειδή ο τουρισμός αποτελεί μια εξωστρεφή δραστηριότητα, λόγω της επαφής με τον άλλο, τον ξένο που μας επισκέπτεται, η εθνική ταυτότητα που προβάλλουμε προσαρμόζεται ή ανακατασκευάζεται, προκειμένου ”να αρέσει” και να πληροί τις απαιτήσεις που επιβάλλει η τουριστική συναλλαγή. Εξάλλου, ήταν ενδιαφέρον ότι η αρχή της εκατονταετίας που διερευνά η μπιενάλε, το 1914, ήταν η χρονιά ίδρυσης του ΕΟΤ με την πρωταρχική μορφή του, ως Γραφείο Ξένων και Εκθέσεων».

Στην Ελλάδα η στροφή προς τον μοντερνισμό σημειώνεται μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από τον ιαματικό τουρισμό στον παραθαλάσσιο, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα. Ηδη στο τέλος του Εμφυλίου και μέσα από το σχέδιο Μάρσαλ ο τουρισμός επιλέγεται από τους Αμερικανούς και όσους άλλους εμπλέκονταν στην ανασυγκρότηση της χώρας ως η κύρια και κατευθυντήρια μορφή δραστηριότητας για την Ελλάδα, δεδομένου ότι η μετατροπή της σε βιομηχανική δύναμη δεν φάνταζε ως ρεαλιστικός στόχος.

«Το ελκυστικό δίπολο για τους ξένους, η αρχαία Ιστορία και τα όμορφα τοπία, θα συγκροτούσε από τότε τον νέο μύθο της χώρας, τον οποίο η αρχιτεκτονική θα ερχόταν να θρέψει, αρχικά με τις κρατικές επενδύσεις στα “Ξενία”» λέει ο κύριος Αίσωπος. «Οι ιδιώτες είχαν καταστραφεί οικονομικά από τους πολέμους και έτσι το κράτος αναλαμβάνει να κάνει τον ξενοδόχο».

Από το 1957 και για τη δεκαετία που ακολούθησε, ο Αρης Κωνσταντινίδης, ως προϊστάμενος του τεχνικού τμήματος του δικτύου των «Ξενία», ενσωματώνει στον σχεδιασμό του, πιο έκδηλα από ποτέ στο παρελθόν, τις αρχές και τα διδάγματα του μοντερνισμού. Ετσι προκύπτει το πιο γνωστό σώμα των κρατικών ξενοδοχείων. Τα «Ξενία» τότε προσέφεραν μια εθνική ταυτότητα εκφράζοντας παράλληλα ότι η Ελλάδα ήταν μια χώρα που εκσυγχρονιζόταν και όχι μια χώρα απαρχαιωμένη ή κατεστραμμένη από τον πόλεμο. Ο μοντερνισμός τους επιβεβαίωνε τη θέση ότι η Ελλάδα συμμετείχε στην Ευρώπη που αναγεννιόταν.

Στα χρόνια της δικτατορίας, όμως, αρχίζει μια παροχή δανείων προς ιδιώτες, με κύρια σκοπιμότητα να αποκτήσει η χούντα έρεισμα στον λαό. Αυτό μας ώθησε στην «εκλαΐκευση του τουρισμού». Ιδιώτες, όχι μόνο υψηλού βαλαντίου, αλλά και μικρομεσαίου, δραστηριοποιούνται στον κλάδο. Ο «εκδημοκρατισμός» οδηγεί σε μικρές ξενοδοχειακές μονάδες, καθώς και στην ανάπτυξη της ιδέας των «ενοικιαζόμενων δωματίων». Με τη Μεταπολίτευση, περί τα μέσα της δεκαετίας του 1970, σχηματίζεται ένα θεσμικό πλαίσιο και οι αναμενόμενες νομοθετικές διατάξεις περί προστασίας και ανάδειξης των παραδοσιακών οικισμών. Η μετάβαση προς την «παράδοση» ή, πιο σωστά, προς το «νέο παραδοσιακό» διαφαίνεται ότι θα είναι οριστική. Η φάση αυτή εκτείνεται μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990. «Η μακρά αυτή περίοδος της προσπάθειας επαναδημιουργίας παραδοσιακών μορφών οδηγεί στον κατακερματισμό των όγκων. Και τα μεγάλα συγκροτήματα αποτελούνται πλέον από πολλούς μικρούς όγκους. Η στροφή στην παράδοση γίνεται και σε επίπεδο ογκοπλασίας» σημειώνει ο Γιάννης Αίσωπος.

Στην τελευταία εξελικτική περίοδο, εκείνη της «ευημερίας», από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 ως τα τέλη της δεκαετίας του 2000, παρατηρείται διχασμός: η εξωτερική μορφή των κτιρίων «ανατίθεται» στην παράδοση, ενώ το εσωτερικό «διατίθεται» ελεύθερα στην αρχιτεκτονική δημιουργία. Ετσι, προκύπτει η γνωστή αντίστιξη μεταξύ της εξωτερικής μορφής (π.χ. κυκλαδίτικης ή πηλιορείτικης) και της διαμόρφωσης των εσωτερικών των τουριστικών καταλυμάτων που γίνεται όλο και πιο ελεύθερη και διεθνής. «Αυτό θα το ονόμαζα “εσωτερικοποίηση” της αρχιτεκτονικής» διευκρινίζει ο κύριος Αίσωπος, «βρισκόμαστε στη φάση όπου το εξωτερικό καθορίζεται από το παραδοσιακό τοπικό, ενώ το εσωτερικό βρίσκεται σε μια συνεχή αναμόχλευση ύφους και μορφών, όπου το αποτέλεσμα καθορίζεται κάθε φορά από τις νόρμες και τις μόδες της εποχής».

Ποιο θα μπορούσε να είναι το επόμενο στάδιο; «Η ανάπτυξη είναι η λέξη-κλειδί. Συνδέει το σήμερα με την εποχή του ’50 και του ’60. Βρισκόμαστε και πάλι έπειτα από μια οικονομική καταστροφή» λέει ο κύριος Αίσωπος. «Το βασικό ερώτημα πλέον είναι ποιο θα είναι το κόστος της νέας τουριστικής ανάπτυξης. Μια και η ιστορία μάς διδάσκει ότι στη δεκαετία του ’60 σημειώθηκαν πολλές ζημιές. Οι οποίες προέκυψαν με την καταστροφή φυσικού περιβάλλοντος, με τη δόμηση χωρίς ελέγχους, με την καταστρατήγηση νόμων και κατάληψη ακτών και αιγιαλού. Τουλάχιστον, καταφέραμε να περισώσουμε τη μικρή και μεσαία κλίμακα στο μέγεθος των τουριστικών οικοδομημάτων, αντίθετα από την υπόλοιπη Μεσόγειο (π.χ. την Ισπανία), όπου η τουριστική ανάπτυξη έφερε κυρίως δραματικά μεγάλες κλίμακες κτιρίων.

Και όσον αφορά τη γενικότερη αφομοίωση του μοντερνισμού, ποιο θα ήταν το συμπέρασμα; «Το ότι η Ελλάδα στεκόταν πάντα διχασμένη ανάμεσα στην πρωτοπορία και την παράδοση. Ο μοντερνισμός διατηρούσε πάντα μια αμφίσημη σχέση με τον λαό, επειδή ακριβώς στη χώρα μας η δύναμη της παράδοσης και της αναφοράς στο παρελθόν είναι πολύ ισχυρή. Ομως, αναζητούμε πια το “νέο παράδειγμα”. Και αυτό είναι το θέμα του δεύτερου σκέλους της φετινής συμμετοχής μας στη Βενετία. Η τουριστική διαβίωση και κατοίκηση αποζητεί νέο προσδιορισμό. Κατά τη γνώμη μου, αυτός θα προκύψει όταν θα αρχίσουμε να προσμένουμε από τις διακοπές μας “κάτι λιγότερο” από αυτό που έχουμε ήδη στο σπίτι μας».

Το εύλογο ερώτημα, όμως, είναι πώς θα μπορούσε ο σημερινός άνθρωπος, ο εθισμένος στις ανέσεις και στις απολαύσεις, να συμβιβαστεί με «κάτι λιγότερο» από τις κοινότοπες πολυτελείς παροχές των καταλυμάτων όπου έχει συνηθίσει να κάνει τις διακοπές του; «Σε αυτό το πλαίσιο σκέψης κινούνται και οι 15 αρχιτεκτονικές ομάδες ελλήνων και ξένων που συμμετέχουν στην έκθεση και σχεδιάζουν πρωτότυπες προτάσεις, ξεκινώντας από εγκαταλελειμμένα ξενοδοχεία και άλλα κουφάρια που άφησε πίσω της η ανεξέλεγκτη φάση της τουριστικής ανάπτυξης» σημειώνει ο κύριος Αίσωπος. «Αναζητούν μέσω αυτών ό,τι μπορεί να σημαίνει σήμερα το “λιγότερο” στην κατάληψη του φυσικού τοπίου, στην ανάγκη για ωραία θέα, στο περιβαλλοντικό αποτύπωμα της τουριστικής δραστηριότητας και σε πολλά άλλα τέτοια θέματα, στα οποία είμαστε πλέον ευαίσθητοι σήμερα».

Ο εθνικός επίτροπος και επιμελητής

Ο Γιάννης Αίσωπος αποφοίτησε από τη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο Χάρβαρντ, με σπουδαίους δασκάλους, μεταξύ των οποίων και ο Ρεμ Κούλχαας. Παρέμεινε στην Αμερική, δουλεύοντας για τρία χρόνια στο γραφείο του Μπερνάρ Τσουμί, γνωστού στο ελληνικό κοινό από το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και στην Ελλάδα από το 1999, στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Πατρών, όπου παραμένει ως σήμερα. Το έργο του ως επιμελητή εκθέσεων ξεκινά το 1996. Το 1999 παρουσίασαν μαζί με τον Γιώργο Σημαιοφορίδη στο Ολλανδικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής την έκθεση με τίτλο «Τοπία εκμοντερνισμού», με αντικείμενο την καταγραφή στην αρχιτεκτονική των μετασχηματισμών που επέρχονται σε κοινωνίες και χώρες υπό την επήρεια διαφόρων οικονομικο-πολιτικών παραγόντων. Το πρότζεκτ εκείνο άνοιγε για πρώτη φορά ένα ευρύ φάσμα προβληματισμών πάνω στη θεματική του εκμοντερνισμού που επανέρχεται στη φετινή συμμετοχή μας στην Μπιενάλε της Βενετίας.

* Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Ιουνίου 2014